ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΙΔΙ

Start bij het begin
                                    

Ο Λάμπρος άνοιξε την πόρτα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Ήταν λιτό, μα υπέροχο, με ένα διπλό κρεβάτι και ένα χαριτωμένο σαλονάκι. Η Ελένη χαμογέλασε. <<Όμορφο...>> είπε ντροπαλά. <<Ωραία ιδέα είχε η Δρόσω. Μιας και δεν γλεντήσαμε όπως έπρεπε...>>, <<...να γλεντήσουμε αλλιώς>> πέταξε η Ελένη αυθόρμητα και κοκκίνισε με μιας. Ο δάσκαλος έβαλε τα γέλια. <<Κάπως έτσι>>. Άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε τρυφερά το πρόσωπο της. <<Ελένη Σεβαστού>> της είπε κι ένα μικρό χαχανιτό ξέφυγε από τα χείλη της. <<Το συνήθισα τόσα χρόνια. Ίσως ήταν και το μοναδικό πράγμα που ήταν αλήθεια πάνω μου. Το επώνυμο του άντρα μου>>, <<Εγώ ξέρω πως δεν σου αρέσει. Δεν χρειάζεται να το χρησιμοποιείς, όταν συστήνεσαι>>, <<Δεν είναι αλήθεια. Είναι το όνομα σου. Το όνομα του γιου μας. Το αγαπώ πολύ. Όσο αγαπώ κι εσάς>> του ψιθύρισε και πλησίασε τα χείλη του. Πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά της και τράβηξε ελαφρά το κεφάλι της προς τα πίσω. Το φιλί τους ήταν αργό και αισθησιακό στην αρχή, μα έπειτα εκείνος κόλλησε το στόμα του βίαια στο δικό της κι εκείνη υποδέχτηκε τη γλώσσα του, η οποία κύλησε μέσα της στέλνοντας μια ισχυρή γεύση του εαυτού του. Άνοιξε το φερμουάρ από το νυφικό της και το άφησε να πέσει στο πάτωμα. Τα εσώρουχα της ήταν διαφορετικά. Δεν άφηναν πολλά στη φαντασία. Σχεδόν διάφανα. Την άρπαξε με τα χέρια του και την τίναξε με ορμή στο κρεβάτι, σκεπάζοντας το σώμα της με το δικό του. Τα δόντια του έγδερναν την επιδερμίδα της και η γλώσσα του μούσκευε το στέρνο της, κάνοντας την να σπαρταράει. Τράβηξε τον στηθόδεσμο της ελαφρά και άγγιξε το στήθος της, ζυμώνοντας το. Το άλλο του χέρι, γλίστρησε μέσα από το εσώρουχο της και αναζήτησαν την καμπύλη της. Χαμογέλασε πονηρά. Ήταν έτοιμη για εκείνον, μα δεν θα την έκανε δική του τόσο γρήγορα. <<Σιγά-σιγά Σταμίρη...>> της ψιθύρισε, ενώ εκείνη σφάδαζε από ευχαρίστηση, χώνοντας τα νύχια της στο σβέρκο του. Δάγκωσε τα χείλη της, ανήμπορη να διαχειριστεί την έξαψη που την κυρίευε. Ο Λάμπρος δυνάμωσε το άγγιγμα του. Τα δάχτυλα του έσφιγγαν κι άλλο τη σάρκα της. Οι θήλες της που ακουμπούσαν πάνω του ήταν σκληρές και διογκωμένες. Σχεδόν είχαν πετρώσει. Σταμάτησε να την ακουμπά και τράβηξε με δύναμη την δαντέλα από πάνω της. Το ύφασμα σκίστηκε με μιας. Άνοιξε το παντελόνι και με μία απότομη κίνηση ένωσε το σώμα του με το δικό της, γλιστρώντας μέσα της βίαια. Το κεφάλι της τινάχτηκε προς τα πίσω αισθησιακά. Βογγούσε σε κάθε του διείσδυση. Ο δάσκαλος ανάσαινε γρήγορα στο αυτί της. Ο ρυθμός του έγινε πιο αργός και βασανιστικός. Οι γοφοί του κινούνταν κυκλικά μέσα της. <<Λάμπρο, θέλω...>>, <<Τι; Δεν είναι η ώρα>> ψέλλισε. Οι μύες της, τον έσφιγγαν τυρανικά. Κάθε φορά που την ένιωθε λίγο πριν την κορύφωση, σχεδόν σταματούσε. <<ΜΗ!>> φώναξε η Ελένη, προσπαθώντας να κοντρολάρει τη φωνή της. Κύκλωσε τα στήθη της με τις παλάμες του, μα σχεδόν αμέσως γύρισε το σώμα της ανάποδα και ξαναμπήκε μέσα της, κρατώντας τους μηρούς της. Η διεισδύσεις του ήταν πιο βαθιές. Τώρα μούγκριζε πιο δυνατά και έτρεμε, μέσα σε αναστεναγμούς. Ξάπλωσε το σώμα του πάνω στην πλάτη της και άφησε το στόμα του να περιπλανηθεί στο λαιμό της. <<Δεν αντέχεις άλλο, έτσι;>> τη ρώτησε ειρωνικά. <<Όχι άλλο>> τραύλισε εκείνη. Ο ιδρώτας γλιστρούσε ανάμεσα τους και μούσκεψε τα σεντόνια. Το τρέμουλο απλωνόταν σε ολόκληρο το κορμί της. Εκείνος το αγνόησε και συνέχισε να σπρώχνει όλο και βαθύτερα μέσα της, θέλοντας να νιώσει όσο το δυνατόν εντονότερα τον οργασμό της. Τελείωσε μέσα σε μία σειρά από έντονους σπασμούς κι εκείνος ακολούθησε, μη μπορώντας να συγκρατηθεί άλλο, κρατώντας το σώμα της ακίνητο και γεμίζοντας φιλιά το πρόσωπο της. 

Δύο ΠρόσωπαWaar verhalen tot leven komen. Ontdek het nu