Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΥΧΤΑ

Începe de la început
                                    

--------------------------------------------

<<ΞΕΧΑΣΕ ΤΟ! ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ; ΞΕΧΑΣΕ ΤΟ!>> ούρλιαξε ο Γιώργος, μα η Δρόσω τον κοίταξε αυστηρά και άναψε το πούρο της. <<Δεν υπάρχει άλλος τρόπος>>, <<Είσαι τρελή; ΕΧΕΙΣ ΤΡΕΛΑΘΕΙ; ΠΕΣ ΜΟΥ! Ετοιμάζουν αιματοκύλισμα κι εσύ θες να σηκωθείς να πας στο Διαφάνι;>>, <<Αν δεν πάω, ο γάμος δεν θα γίνει και απλά θα περιμένουν μέχρι να μπορέσω να είμαι εκεί. Αν πάω όμως, έχουμε το πάνω χέρι και θα είμαστε προετοιμασμένοι Γιώργο. ΘΑ ΤΟΥΣ ΠΙΑΣΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ!>> έκανε νευρικά. Ο άντρας ξεφύσηξε. <<Θα πάρεις την Ελένη εκεί πέρα;>>, <<Φυσικά και όχι. Η Ελένη όμως, μπορεί με μία δικαιολογία να μείνει εδώ. ΕΓΩ ΟΧΙ! Γιώργο, βοήθησε με. Πρέπει να τους πιάσουμε. Πρέπει να μας βρουν μπροστά τους! Είναι η μόνη λύση να απαλλαγούμε από αυτούς. Δεν είμαστε μόνο εμείς το θέμα, είναι και το παιδί μας!! Η Μυρσίνη είναι ικανή για όλα. Θες να φοβόμαστε για την Ελένη; ΑΥΤΟ ΘΕΣ;>>. Ο άντρας της χαμογέλασε. <<Ποιος θα τολμήσει να πλησιάσει την Ελένη, Σία; Το παιδί προστατεύεται νύχτα μέρα>>, <<ΚΑΙ; Θα κοιτάμε πάντα πίσω μας; Στο σχολείο; Στις επισκέψεις που πάει; Καταλαβαίνεις ΠΟΣΟ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΙ ΕΙΝΑΙ; Ε;>>. Ο Γιώργος έκατσε στο γραφείο του κι έμεινε σκεπτικός. Η Δρόσω τον αγκάλιασε. <<Βοήθησε με, σε παρακαλώ. Στάσου δίπλα μου και δεν θα πάθω τίποτα. Σε παρακαλώ καλέ μου, πρέπει να με βοηθήσεις>>, <<Σία, αν πάθεις κάτι.... Δεν αντέχω να χάσω κι άλλον δικό μου. Αρκετές απώλειες είχα στη ζωή μου>> ψέλλισε ταραγμένα. Εκείνη του έπιασε το πρόσωπο με τα χέρια. <<Δεν θα πάθω τίποτα, καρδιά μου. Στο ορκίζομαι. ΤΙΠΟΤΑ δεν θα πάθω!>>.

Η Ελένη τινάχτηκε στον ύπνο της, τρέμοντας. Ήταν ιδρωμένη και ο το νυχτικό είχε κολλήσει στο κορμί της. Ανέπνεε βαριά και είχε ταχυπαλμία. <<Ελένη μου;>> έκανε ο Λάμπρος αγουροξυπνημένα και ανασηκώθηκε. <<Τι έπαθες μάτια μου; Όνειρο είδες;>> ρώτησε ταραγμένα. Εκείνη κούνησε το κεφάλι καταφατικά. <<Κάτσε να σου φέρω λίγο νερό>> πέταξε και βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο. Βούλιαξε στα μαξιλάρια και προσπάθησε να επαναφέρει την ανάσα της. Ο άντρας ξάπλωσε δίπλα της. <<Τι είδες μάτια μου; Τον μικρό;>>. Άφησε το ποτήρι με το νερό στο κομοδίνο και του έγνεψε αρνητικά. <<Είδα εμένα νύφη και το νυφικό μου, γεμάτο αίματα. Δεν θυμάμαι πολλά. Φωνές, ουρλιαχτά...>>. Ο άντρας ξεφύσηξε. <<Άγχος έχεις και φοβάσαι. Έλα τώρα, όλα καλά θα πάνε. Τα κακά όνειρα είναι καλές ειδήσεις, έλεγε η γιαγιά μου. Να δεις που θα το γλεντήσουμε με την ψυχή μας>> έκανε κεφάτα. Η γυναίκα ξάπλωσε και του έτριψε το χέρι. <<Έχω ένα βάρος Λάμπρο. Λες και κάτι θα συμβεί>>, <<Τι λόγια είναι αυτά; Μη λες ανοησίες>> της απάντησε και άφησε ένα φιλί στη μύτη της. Χάιδεψε το μέτωπο της, που ήταν ιδρωμένο και κατέβασε τα χείλη του στο λαιμό της. <<Θα σε ηρεμήσω εγώ καρδιά μου. Ξέρω τον τρόπο>> της ψιθύρισε, μα η Ελένη τραβήχτηκε. <<Δεν έχω όρεξη. Δεν...>>. Της έγνεψε να σιωπήσει. Έσυρε το στόμα του στο στέρνο της και τράβηξε δειλά το νυχτικό της για να ελευθερώσει το στήθος της. Έκλεισε το στόμα του ολόγυρα του, πιπιλώντας το και στριφογυρίζοντας τη γλώσσα του, ρουφώντας το με δύναμη. Κατέβηκε πιο χαμηλά και χώρισε τα πόδια της, σηκώνοντας αργά το νυχτικό της. Τα χέρια του κατέβασαν το εσώρουχο της μέχρι τους αστραγάλους κι εκείνη καμπυλωσε το κορμί της, όταν ένιωσε την ανάσα του πάνω στο δέρμα της. Δαγκώθηκε αισθησιακά, καθώς ένιωσε την υγρασία του να την μουσκεύει. Σε κάθε του βύθισμα, κλαψουρισε αναστενάζοντας. Η γλώσσα του κινούνταν ανελέητα μέσα της, κάνοντας την να βογκάει βγάζοντας μικρούς ήχους και πνίγοντας κραυγές ηδονής. Τον γράπωσε από τα μαλλιά και ανασήκωσε τη μέση της καθώς το στόμα του την καταβρόχθιζε. Το κορμί της είχε ανατριχιάσει και τίναξε το κεφάλι της προς τα πίσω αισθησιακά  καθώς η γλώσσα του, τη μαστίγωνε με περισσότερη ένταση. Δαγκώθηκε για να μην ουρλιαξει, καθώς ελευθερωνόταν και ένα μουγκρητό ξέφυγε απ' το λαιμό της. Ο Λάμπρος ανέβασε ξανά το εσώρουχο της, που μούσκεψε μόλις ακούμπησε το δέρμα της. <<Είσαι καλύτερα;>> τη ρώτησε παιχνιδιάρικα. Ένα γελάκι ξέφυγε στα χείλη της. <<Σχεδόν το ξέχασα>>, <<Αυτό ήθελα>> απάντησε σοβαρά. Η Ελένη βολεύτηκε στο μαξιλάρι της και κόλλησε το σώμα της στο στέρνο του. <<Καμιά φορά σκέφτομαι... Πόσο τυχερή είμαι... Με αγγίζεις και καίγομαι ολόκληρη....>> ψέλλισε ντροπαλά κι εκείνος χαμογέλασε. <<Κι εγώ είμαι τυχερός που σε έχω. Απόλυτα δική μου. Καιγόμαστε μαζί, μάτια μου. Έτσι θα καιγόμαστε, μια ζωή>> είπε τρυφερά και έκλεισε τα μάτια του.

Δύο ΠρόσωπαUnde poveștirile trăiesc. Descoperă acum