Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ

Start from the beginning
                                    

Ο Λάμπρος χάιδεψε το λαιμό της Ελένης και άφησε ένα απαλό φιλί τα μαλλιά της. <<Μάτι δεν έκλεισες>>, <<Πώς να κλείσω Λάμπρο; Πώς; Δεν το χωράει ο νους μου!>>. Έκατσε πλάι της και της έτριψε το χέρι απαλά. <<Θα πάω στο σχολείο με τον μικρό και μόλις τελειώσουμε, θα τον αφήσω στη Βιολέτα και θα έρθω να σε βρω. Πρέπει να μιλήσουμε με τον Προύσαλη>>, <<Δεν θα κάτσει ο μικρός μόνος του>>, <<ΘΑ ΚΑΤΣΕΙ ΕΛΕΝΗ! Εσύ είσαι αυστηρή μάνα. Δεν μπορούμε να τον χαϊδεύουμε συνεχώς>>. Η γυναίκα δάκρυσε. <Φοβάμαι Λάμπρο. Νιώθω πως θέλω να τον πάρω στην αγκαλιά μου και να μην τον αφήνω ούτε στον κήπο να βγει>>, <<Τι σαχλαμάρες είναι αυτές; Ο Γιάννος είναι μια χαρά. Ποιος να τον πειράξει; Το ίδιο πράγμα είναι με τον Κυπραίο; Ελα τώρα>>. Το αγοράκι βγήκε από το δωμάτιο και τους πλησίασε χοροπηδώντας. <<Μαμά!>> έκανε και σήκωσε τα χέρια του, για να τον πάρει στην αγκαλιά της. <<Ξέχασες μου φαίνεται πως έχεις και πατέρα. Δεν θα ξαναθές να παίξουμε μπάλα; Θα σου πω να φωνάξεις τη μαμά>> τον πείραξε ο  Λάμπρος κι άφησε ένα φιλί στο μέτωπο του. <<Μαμά θα με ντύσεις για το σχολείο;>>, <<Βρε Γιάννο μου, σαν να μεγάλωσες κομμάτι για να σε ντύνω εγώ. Πάνω στο μπαούλο είναι τα ρούχα σου, πήγαινε να ντυθείς μοναχός σου>>. Ο μικρός την κοίταξε μουτρωμένα. <<Μα θέλω εσένα!>>. Η Ελένη ξεφύσηξε νευρικά και το αγοράκι στράφηκε στον πατέρα του. <<Μπαμπά χτες κοιμήθηκα;>>, <<Εμ τι έκανες; Πάνω στον παππού, κι ο δόλιος για να μην σε ξυπνήσει, δεν κουνήθηκε από την καρέκλα>>, <<Μαμά αλήθεια;>>, <<Λες να σου κάνουμε χωρατά γιε μου;>> απάντησε ξεψυχησμένα. <<Μαμά είσαι καλά;>>, <<Ναι αγάπη μου. Λίγο κουρασμένη είμαι γιατί ξενυχτήσαμε χτες. Άντε να ντυθείς και θα σου φτιάξω εγώ το γάλα σου και τις φετούλες σου>>, <<Δεν θα με ντύσεις;>> ρώτησε με παράπονο κι η γυναίκα αναστέναξε. <<Για έλα δω!>> πέταξε ο Λάμπρος και τον σήκωσε απότομα από τα πόδια της Ελένης. <<Θα αφήσεις τη μαμά σε ησυχία ή θα σε δέσει πάνω της να μην την αποχωρίζεσαι ποτέ;>> τον πείραξε, γαργαλώντας του την κοιλιά. <<Όχι>> ψέλλισε ο μικρός μέσα σε χαχανητά. <<ΟΧΙ; Τώρα θα δεις. Για πάμε να ντυθείς γρήγορα>> απάντησε, τον πέταξε στον αέρα και ο Γιάννος ξεκαρδίστηκε στα γέλια.

Ο Δούκας στάθηκε μπροστά από το παλιό σπίτι πάνω στο βουνό. Από παιδί, όποτε ήθελε να ηρεμήσει, να βάλει το μυαλό του σε σειρά, να ανασάνει από τα προβλήματα που τον κυνηγούσαν ανελέητα, ανέβαινε σε αυτό το σπίτι. Δεν είχε ανέσεις, δεν είχε τίποτα που να θύμιζε το αρχοντικό των Σεβαστών. Είκεί όμως έβρισκε την ηρεμία, μέσα στην απόλυτη σιωπή. Είχε χρόνια να το επισκεφτεί όμως φρόντιζε που και που να στέλνει εργάτες για μικρομαστορέματα και συντήρηση. Έκατσε σε ένα πέτρινο παγκάκι έξω και πήρε βαθιές ανάσες. Ύστερα έβγαλε τις φωτογραφίες από την τσέπη του και τις περιεργάστηκε ξανά. Στο σπίτι του, ο Μελέτης τριγύριζε στο γραφείο του ανήσυχος. <<Ρε όντως πέθανε ή θα εμφανιστεί σε 5-6 χρόνια, σαν την Σταμίρη με κανένα κουτσούβελο ιταλικό;>> ρώτησε εύθυμα ο Κωνσταντής. <<Τελείως ηλίθιος είσαι; Εδώ λέμε έχει βουίξει η Λάρισα>>, <<Τι έπαθες ρε; Σε πήρε ο πόνος για τον Κυπραίο;>>, <<ΣΚΟΤΙΣΤΗΚΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΥΠΡΑΙΟ. Ο πατέρας σου πού είναι; ΕΣΥ ΠΟΥ ΗΣΟΥΝ ΧΤΕΣ; Εμάς θέλω να προστατεύσω ρε! Ποιος τον έφαγε ανάθεμα το κεφάλι του. ΠΟΙΟΣ!>> μονολόγησε νευρικά. <<Εγώ δεν τον έφαγα>>, <<Και πού ήσουν;>>. Ο Κωνσταντής τον σκούντησε. <<Σε ραντεβού>>, <<Τι ραντεβού;>>, <<Πονηρό>>. Ο Μελέτης ξεφύσηξε. <<Δεν ξέρω με ποια τραβιόσουν, φρόντισε να το καταθέσει όταν σε φωνάξει ο Προύσαλης. Μην το αφήσεις έτσι. Φοβάμαι δεν θα έχει καλά ξεμπερδέματα αυτή η ιστορία>>.

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now