<<Ιδέα δεν έχω>> πέταξε ο Λάμπρος στον πατέρα του και τη Βιολέτα, που στεκόντουσαν απέναντι του. <<Πάντως η εξήγηση του, δεν μου φάνηκε και παράλογη. Ίσως το κάνει για να μεγαλώσει η φήμη του>> είπε η γυναίκα ήρεμα. <<Εμένα πάλι, ναι. Έχει όνομα. Φοβάσαι μην είναι παγίδα;>> ρώτησε ο Μιλτιάδης. <<Φοβάμαι αλλά ούτε αυτό στέκει. Τι να κάνω πατέρα; Να τον απολύσω; Αυτός ο άντρας μπορεί να είναι η σωτηρία της Ελένης. Δεν χάνει δίκη. Έχει υψηλές γνωριμίες και μου φάνηκε αισιόδοξος>>. Η πόρτα χτύπησε και η Ασημίνα μπήκε φουριόζα στο σπίτι. <<ΤΙ ΕΓΙΝΕ; Είναι αλήθεια;>> ρώτησε ταραγμένα. <<Για τον δικηγόρο; Αλήθεια είναι>> πέταξε η Βιολέτα, μα ο δάσκαλος της έγνεψε να σιωπήσει. <<Για μισό λεπτό. Εσύ πού το έμαθες;>>, <<Από τον Δούκα. Είναι έξαλλος Λάμπρο. Εκτός εαυτού. Παλεύει να μάθει ποιος τον έστειλε. Δεν πιστεύει πως ήρθε από μόνος του>>. Ο Λάμπρος έκατσε στον καναπέ και πήρε βαθιά ανάσα. <<Άρα δεν είναι ο Δούκας>> συμπέρανε. <<Τόσο το καλύτερο! Ποιος άλλος θα ήθελε να κάνει κακό στην Ελένη μας; Κανείς!>> έκανε εύθυμα η Βιολέτα. <<Τι να πω; Μπορεί να μας λυπήθηκε ο Θεός...>> απάντησε ο Λάμπρος με αβεβαιότητα. Ο Γιάννος μπήκε στο σαλόνι και τους πλησίασε. <<Καλώς το αντράκι μας. Ήρθε κι η θεία, την είδες;>> του είπε εύθυμα η Βιολέτα, μα την αγνόησε. <<Πότε θα πάμε στη μαμά;>> ρώτησε τον πατέρα του. <<Θα δούμε Γιάννο μου>> απάντησε αδιάφορα ο Λάμπρος. <<ΕΙΠΕΣ ΘΑ ΠΑΜΕ!>>, <<Θα πάτε λεβέντη μου, θα τη δεις τη μαμά>> τον παρηγόρησε ο Μιλτιάδης. <<ΠΟΤΕ; ΘΕΛΩ ΤΗ ΜΑΜΑ!!>> φώναξε θυμωμένα. <<Γιάννο! Χαμήλωσε τον τόνο!>> τον μάλωσε ο δάσκαλος. <<ΟΧΙ! ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΑΜΕ!! ΘΕΛΩ ΤΗ ΜΑΜΑ!! ΠΟΤΕ ΘΑ ΤΗ ΔΩ;>>. Εκείνος αναστέναξε απελπισμένα. <<Θα πάτε Γιάννο μου. Πάμε τώρα να παίξουμε;>> έκανε καλοσυνάτα η Ασημίνα. <<ΟΧΙ! ΟΧΙ! Θέλω τη μαμά!>> επέμεινε το παιδί και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. <<Γιάννο...>>, <<ΕΙΠΕΣ ΘΑ ΠΑΜΕ, ΤΟ ΕΙΠΕΣ! ΑΝ ΔΕΝ ΠΑΜΕ, ΟΥΤΕ ΘΑ ΤΡΩΩ, ΟΥΤΕ ΘΑ ΚΟΙΜΑΜΑΙ ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΕΡΘΕΙ Η ΜΑΜΑ!>> φώναξε κλαψουρίζοντας. Ο Λάμπρος σηκώθηκε απότομα. <<Πήγαινε να ντυθείς και φεύγουμε>>, <<Θα πάμε στη μαμά;>> ρώτησε ενθουσιασμένα το αγόρι. <<Ναι. Θα πάμε στη μαμά>>. Ο Γιάννος έτρεξε κατά πάνω του και του αγκάλιασε τα πόδια. <<Φχαριστώ πολύ μπαμπά!!>> έκανε κεφάτα κι ο δάσκαλος του χάιδεψε το κεφάλι απαλά. <<Ασημίνα, μπορείς να τον ντύσεις;>>, <<Ναι... Ναι, φυσικά. Πάμε αγάπη μου;>>. Ο μικρός την έπιασε από το χέρι και την τράβηξε στο δωμάτιο. <<Πάω κι εγώ να σας βάλω λίγη χορτόπιτα. Ποιος ξέρει τι θα τρώει το κορίτσι εκεί μέσα>> ανακοίνωσε η Βιολέτα και έφυγε μαζί τους. Ο Λάμπρος σωριάστηκε στον καναπέ δίπλα στον πατέρα του και έπιασε το κεφάλι με τα χέρια. <<Κάνε κουράγιο αγόρι μου. Έρχονται δύσκολες μέρες. Μακάρι αυτός ο δικηγόρος να καταφέρει κάτι. Λένε είναι δαιμόνιος, μα κι εγώ έχω αμφιβολίες τόσο ξαφνικά που εμφανίστηκε>> είπε ο Μιλτιάδης και τον χτύπησε φιλικά στη πλάτη. <<Πατέρα, πρέπει να σου πω κάτι... Και δεν ξέρω πως θα το πάρεις>>, <<Το βλέπω πως μέρες βασανίζεσαι αλλά περιμένω να νιώσεις έτοιμος για να μου ανοιχτείς>>. Ο δάσκαλος χαμήλωσε το βλέμμα ντροπαλά. <<Μία λύση υπάρχει για να σωθεί η Ελένη. Να ρίξουμε το φόνο πάνω στο Γιάννο>>. Ο Μιλτιάδης ανακάθισε. <<Ξέρω πως σου είναι δύσκολο, μα ο αδελφός μου δεν ζει. Η γυναίκα μου είναι ζωντανή, έχουμε ένα παιδί και...>> συνέχισε, μα ο Μιλτιάδης τον διέκοψε. <<Κάνε ότι χρειαστεί>> πέταξε ανέκφραστα. <<Αλήθεια το λες;>>, <<Ναι. Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς, κι οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους. Η Ελένη πρέπει να γυρίσει στον άντρα της και τον γιο της. Ο Γιάννος μου, δεν γυρίζει πίσω. Αρκεί να βλέπω χαρούμενο το γιο σου, που πήρε το όνομα του και μου γαλήνεψε την ψυχή>>. Ο Λάμπρος τον αγκάλιασε και τον έσφιξε πάνω στο στέρνο του. <<Πονάω πατέρα... Αν πάθει κάτι η Ελένη...>>, <<Τίποτα δεν θα πάθει. Έχε πίστη. Αντέξατε τόσα με τη γυναίκα σου. Τώρα έχετε ακόμα μία δοκιμασία, μα θα βγείτε νικητές. Το νιώθω>>.

Δύο ΠρόσωπαOpowieści tętniące życiem. Odkryj je teraz