Η Θεοδοσία έσκυψε μπροστά στο Γιάννο που της χαμογέλασε αχνά. <<Εσύ είσαι ο Γιάννος;>>. Το παιδί της έγνεψε. <<Εγώ είμαι η Θεοδοσία. Χάρηκα>> είπε και έσφιξε το χεράκι του. <<Θες μια βανίλια γλυκό;>> τον ρώτησε παιχνιδιάρικα και το παιδί στράφηκε στο Λάμπρο. <<Μπαμπά να φάω;>>, <<Ε αφού στο προσφέρει η Θεοδοσία, δεν είναι ευγενικό να της πεις όχι>. Άπλωσε το χέρι της κι έπιασε το δικό του. <<Πάμε μέσα, να σου δείξω και τη κάμαρη μου, να μου κάνεις και μια ζωγραφιά. Εντάξει;>>. Έφυγαν μαζί και ο δάσκαλος, κάθισε με τον πατέρα του και τον Φανούρη, που κοίταζε τόση ώρα το παιδί αυστηρά. <<Κάθε βδομάδα μιλούσαμε Λάμπρο. Για δεν μου είπες πως έχεις γιο; Τον έκρυβες;>> πέταξε ψυχρά ο επιστάτης. <<Είχα τους λόγους μου Φανούρη. Μη με παρεξηγείς>>, <<Όχι μωρέ, μην το σκέφτεσαι. Δεν είμαστε δα και φίλοι, να μου λες τα προσωπικά σου. Τη δουλειά μου κάνω>> πέταξε πικρόχολα ο Φανούρης. <<Εγώ σε θεωρώ φίλο μου Φανούρη και κάποια στιγμή, θα στα πω όλα>>, <<Να λείπει. Δεν με αφορούν>> είπε και σηκώθηκε να φύγει. Το τηλέφωνο του καφενείου χτύπησε και ο Παναγιώτης απάντησε. <<Κατερίνα; Α η σπιτονοικοκυρα του δάσκαλου>>. Ο άντρας πετάχτηκε όρθιος κι έπιασε απότομα το ακουστικό. <<ΝΑΙ;>>, <<Έλα παλικάρι μου. Είπα αυτό που ήθελες. Καλά είναι η γυναίκα σου, μην ανησυχείς. Έφυγαν κι αυτοί οι διάολοι από το σπίτι>>. Ο Λάμπρος ανάσανε. <<Δόξα τω Θεώ. Ευχαριστώ πολύ>>, <<Εσείς; Όλα εντάξει; Ανησυχεί η δόλια>>, <<Όλα καλά. Δεν υπάρχει κάνενα πρόβλημα>>, <<Εντάξει αγόρι μου. Αύριο στις 11:00 να είσαι στη χωροφυλακή σας. Θα καλέσω εκεί από πιο ασφαλές τηλέφωνο. Εδώ, το αυτί του Θόδωρα είναι χωνί. Θα πάω στο παντοπωλείο στη Σκάλα, που το έχει ξέχωρα. Να είσαι εκεί>>, <<Ευχαριστώ. Ευχαριστώ πολύ. Θα είμαι>>. Πριν προλάβει να φύγει, το τηλέφωνο χτύπησε ξανά. Το σήκωσε ενστικτωδώς, νομίζοντας πως είναι ξανά η Αμαλία. <<Παρακαλώ>> έκανε με περιέργεια. <<Ποιος είναι;>> ακούστηκε μία φωνή από μέσα. <<Εσείς ποιον θέλετε;>>, <<Τον δάσκαλο. Παναγιώτης λέγομαι. Θέλω να προγυμνάσει το γιο μου, τον Θωμά για το πανεπιστήμιο>>. Ο Λάμπρος πάγωσε. <<Εγώ είμαι>>, <<Τράβα σε άλλο τηλέφωνο και πάρε με τώρα. Περιμένω>>.

--------------------------

ΙΟΥΝΙΟΣ 1959

Ο Λάμπρος έριξε μια παγωμένη ματιά στον Κυπραίο. Σχεδόν ξημέρωνε. Ο άντρας σημείωνε κάτι τελευταίο. <<Τα κατάλαβες;>>. Έγνεψε θετικά. <<Ωραία. Κοίτα μην αποτύχεις>>, <<Το ίδιο κι εσύ>>, <<Εγώ δεν θα αποτύχω>>, <<Ούτε κι εγώ>>. Έμειναν να κοιτάζονται κι έπειτα ο Θωμάς ξεφύσηξε. <<Θέλω το γράμμα του αδελφού σου>>, <<Θα αστειεύεσαι>>, <<Το κατέστρεψες;>>, <<Όχι αλλά...>>, <<Φέρτο>> πέταξε απότομα. <<Όχι. Πες μου πρώτα τι το θες>>. Εκείνος χαμογέλασε. <<Είσαι λίγος δασκαλάκο. Το μυαλό σου έχει μείνει στα βιβλία. Γι' αυτό δεν της ταιριάζεις της Ελένης, μα τι να το κάνουμε; Έπεσε στον έρωτα σου>> είπε ειρωνικά. <<Τι το θες;>>, <<Καμιά αλήθεια δεν μένει για πάντα στο σκοτάδι Λάμπρο. Δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει. Ο διάολος έχει πολλά ποδάρια. Πρέπει να έχουμε μια λύση αν ποτέ την πιάσουν>>, <<ΔΕΝ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΑΥΤΟ>>, <<ΔΕΝ ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ! Κι αν γίνει; Πρέπει να έχουμε μια έσχατη λύση για το μέλλον δάσκαλε. Κι εγώ την έχω>>

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now