ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ

Start from the beginning
                                    

Η Θεοδοσία άφησε ένα φλιτζάνι με καφέ μπροστά την κυρά-Δέσπω, που καθόταν στο αναπηρικό της καροτσάκι στο καφενείο του χωριού. <<Σερμπέτης, όπως τον πίνεις>> της είπε κεφάτα. <<Να σαι καλά κοκκόνα μου. Βρε εσύ, τον κάνεις καλύτερο κι απ' τη Βιολέτα!>> την παίνεψε φιλικά. <<Μην σε ακούσει, ε; Δεν θα ξαναφτιάξει καφέ>>. Η γριά γέλασε. <<Φώναξε την να της το πω τώρα. Εγώ σου λέω, θα χαρεί>>, <<Δεν είναι εδώ. Κατέβηκαν με τον Μιλτιάδη στην Αθήνα>>. Η Δέσπω σκοτείνιασε και άφησε τον καφέ στο τραπέζι. <<Στην Αθήνα; Τι δουλειά έχουν;>>, <<Ήθελε να δει η Βιολέτα, εκείνη τη θεια της που μένει στη Καλλιθέα. Είναι στα τελευταία της>>. Εκείνη ανάσανε, μα εξακολουθούσε να την κοιτάζει επιφυλακτικά. <<Θα δουν και τον Λάμπρο; Ευκαιρία είναι>>. Η Θεοδοσία έγνεψε θετικά. <<Έτσι λένε>>. Η Δέσπω έσφιξε τις γροθιές της. <<Τι έπαθες ρε μάνα; Πώς την κοιτάς έτσι τη κοπέλα;>> τη ρώτησε ο ενωμοτάρχης. <<Καλά είμαι. Αφαιρέθηκα. Να με συμπαθάς Θεοδοσία μου>>. Η Ασημίνα μπήκε στο μαγαζί και καλημέρισε τους συγχωριανούς της. Η Θεοδοσία τη φίλησε σταυρωτά. <<Καλώς την! Κάτσε να σου κάνω καφέ>>, <<Δεν ήρθα για να κάτσω. Ο Νικηφόρος έχει το απόγευμα μερικές δουλειές στη Λάρισα. Θες να περάσουμε να σε πάρουμε; Να μας αφήσει στην αγορά και να πάμε μια βόλτα. Μπορείς να φύγεις;>> ρώτησε η κοπέλα. Ο Παναγιώτης, που στεκόταν δίπλα και της άκουσε, αγκάλιασε τη Θεοδοσία. <<Μπορεί, μπορεί. Στο λέω εγώ>>, <<Είσαι σίγουρος; Θα τα καταφέρεις;>>, <<Μη σκας κοπελιά μου. Πήγαινε τη βόλτα με τη φίλη σου>> της είπε και εκείνη τον φίλησε πεταχτά.

Η Ελένη μπήκε βιαστικά στο σπίτι με τον Γιάννο και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Δεν είχε συναντήσει κανέναν ευτυχώς και βρισκόταν στην ασφάλεια του σπιτιού της. Το αγόρι την κοίταξε μουτρωμένα. <<Θα πάμε αύριο βρε αγόρι μου. Δεν αισθανόμουν καλά. Σε παρακαλώ, μην είσαι κατσούφης>>. Ο Γιάννος την κοίταξε λυπημένα. <<Μαμά είσαι άρρωστη;>>, <<Ναι. Νιώθω λίγο αδιάθετη. Θα πάμε όμως μόλις είμαι καλύτερα. Εντάξει;>>. Το αγοράκι έγνεψε  θετικά και η Ελένη τον τράβηξε στην αγκαλιά της και τον έσφιξε δυνατά. <<Δεν ξέρεις πόσο σ' αγαπάω παλικαράκι μου. Αν δεν είχα εσένα...>> έκανε βουρκωμένη. <<Μανούλα τι έχεις; Φοβάμαι>>, <<Καλά είμαι. Να μη φοβάσαι..>> του είπε και σκούπισε τα δάκρυα της. <<Λοιπόν, θες να σου κάνω πατατούλες με αυγουλάκια να φας;>>, <<Δεν θα φάμε φασολάκια;>>, <<Ο μπαμπάς έχει δουλειά και θα μείνει στο σχολείο ως αργά. Τσίμπησε και λίγη τυρόπιτα. Θα φάει το βράδυ. Ε αφού δεν σου αρέσουν κι αφού λείπει ο μπαμπάς....>> έκανε πονηρά και ο μικρός χαμογέλασε. <<Θα τις κάνεις στρογγυλές τις πατατούλες μαμά;>>. Εκείνη έβαλε τα γέλια. <<Να δω πως θα σε παντρέψω που είσαι και μερακλής βρε. Θα στις κάνω. Άντε να παίξεις και θα στις κάνω εγώ λεπτές λεπτές να τραγανίζουν>>.

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now