ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ

Start from the beginning
                                    

Ο Λάμπρος έσπρωξε τη φωτογραφία προς το μέρος του Νίκου Σκαμπαρδώνη, που την περιεργάστηκε. <<Δρόσω Σταμίρη του Γεωργίου. Γεννηθήσα το 1940. Εξαφανίστηκε τον Φεβρουάριο του 1959 και από τότε δεν έδωσε ξανά σημεία ζωής>>, <<Μάλιστα>> είπε ο δάσκαλος και κούνησε το κεφάλι θετικά. <<Είχε προηγηθεί κάτι; Εϊχε συμβεί κάτι πριν φύγει; Κάτι που να αφορά τη ζωή της;>> ρώτησε ο ντεντέκτιβ και ο Λάμπρος ξεφύσηξε νευρικά. Δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να του αναφέρει τη δολοφονία του Σέργιου και δεν γνώριζε για την σχέση της με τον Νικηφόρο. <<Όχι. Τίποτα. Ήθελε να αλλάξει ζωή, δεν της άρεσε στο χωριό. Άφησε αυτό εδώ το σημείωμα και έφυγε>> εξήγησε ο αντρας και του έδωσε έναν φάκελο με ένα πολυκαιρισμένο γράμμα. Ο Σκαμπαρδώνης χαμογέλασε. <<Και ο συνάδελφος στη Λάρισα; Τι είχε μάθει;>>, <<Εργαζόταν στη Τρούμπα, σε ένα μαγαζί που ονομαζόταν Χαβάη. Τα ίχνη της έπειτα χάνονταν. Ο γαμπρός της, ο άντρας της αδελφής της, την αναζητά και...>>, <<Μην ανησυχείτε αγαπητέ μου. Δεν υπάρχει υπόθεση που να μην έχω φέρει εις πέρας. Λίγο χρόνο θα μου δώσετε και θα μάθετε σύντομα την τύχη της>> έκανε με σιγουριά. Ο Λάμπρος κούνησε το κεφάλι καταφατικά. <<Ωραία. Την αμοιβή σας, θα την κανονίσουμε μαζί, μα θα γίνει από τον κύριο Νικηφόρο Σεβαστό. Είναι ξάδελφος μου>>. Ο ντεντέκτιβ έγνεψε θετικά. <<Όπως αγαπάτε. Θα βρεθεί η κυρία Σταμίρη, μην ανησυχείτε. Στην καριέρα μου, δεν έχω αποτύχει ποτέ. Να είστε βέβαιος πως δεν θα γίνει τώρα>>.

Η Βιολέτα έτρωγε ανόρεκτα απέναντι από τον Μιλτιάδη, που ήταν αμίλητος. Η αποχώρηση του Λάμπρου, τον ξαναγύρισε πίσω στη ρουτίνα του και ακόμα δεν είχε συνηθίσει την απουσία του. <<Πώς σου φάνηκε ο γιος σου; Καλά ήταν;>> πέταξε η γυναίκα. <<Πώς να μου φανεί; Λέει πως είναι καλά. Ήλπιζα να το ξανασκεφτεί και να μείνει εδώ αλλά κουβέντα δεν ακούει>>, <<Δεν σου κάνει εντύπωση που δεν ακούει κουβέντα;>> ρώτησε η Βιολέτα, κοιτάζοντας τον με περιέργεια. <<Γιατί να μου κάνει;>>, <<Ζει μόνος, χωρίς μια συντροφιά και αρνείται να γυρίσει εδώ. Γιατί Μιλτιάδη;>>. Ο άντρας ανακάθισε. <<Τι θες να πεις; Δεν έχει ξεπεράσει τον χαμό της Ελένης και...>>, <<Την οποία εγκατέλειψε πριν πεθάνει. Έλα τώρα. Δεν είναι μόνο αυτό. Κάτι άλλο συμβαίνει Μιλτιάδη. Ίσως τον κρατάει κάτι άλλο στην Αθήνα>>. Εκείνος άφησε κάτω το πιρούνι του. <<Τι άλλο;>>, <<Ίσως... Ίσως μας λέει ψέματα και έχει κάποιο δεσμό. Κάποια αγαπητικιά>>, <<Και να έχει, δεν θα είναι σοβαρό. Αλλιώς γιατί να μην μας το πει;>>. H Bιολέτα έσφιξε τις γροθιές της. <<Την άλλη εβδομάδα, έλεγα να κατέβω στην Αθήνα. Να δω εκείνη τη θεία μου, που μένει στη Καλλιθέα και μου μήνυσε ότι θα μου γράψει το σπίτι της, μιας και δεν έχει άλλους συγγενείς. Τι λες; Πάμε μαζί;>>, <<Τι να πάμε να κάνουμε;>>, <<Να βρούμε το Λάμπρο χριστιανέ μου. Να δούμε πως ζει. Αν είναι όντως καλά. Μπορεί να έχει κάποια ανάγκη Μιλτιάδη μου και να μας ντρέπεται>>, <<Τι ανάγκη να έχει; Έχει το μισθό του, έχει τα χωράφια του... Λες να πεινάει;>>. Η Βιολέτα ξεφύσηξε. <<Δεν έχεις έννοια πώς ζει ο γιος σου; Έξι χρόνια μακριά μας, ούτε τη διεύθυνση του σπιτιού του δεν έχουμε. Μήπως μας κρύβει κάτι βρε καρδιά μου;>>, <<ΣΑΝ ΤΙ;>> φώναξε θυμωμένα εκείνος. Εκείνη σηκώθηκε απότομα και άρχισε να μαζεύει τα πιάτα. <<Δεν θες; Δεν πάμε. Μια ιδέα είπα γιατί πολλά μου έκαναν εντύπωση τις μέρες που έμεινε εδώ. Τι να σου πω βρε Μιλτιάδη; Κρίμα κι είχα ωραία ιδέα. Να ξεσκάγαμε και λίγο που δεν πάμε ούτε ως τη Λάρισα. Δεν θες όμως; Άστο! Ξέχασε το!>> του είπε και έφυγε στη κουζίνα, χαμογελώντας πονηρά.

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now