Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Start from the beginning
                                    

Ο Λάμπρος μπήκε στο δωμάτιο του μικρού και άνοιξε τη κουρτίνα σιγανά. <<Εεεε; Γιαννιώ; Μας πήρε ο ύπνος;>> είπε και ξάπλωσε δίπλα του. <<Άσε με λιγάκι>> έκανε αγουροξυπνημένα ο μικρός. Ο δάσκαλος τον γαργάλησε στη κοιλιά. <<Σήκω γιατί θα φωνάζει η μάνα σου. Άντε>>. Ξάπλωσε δίπλα του και τύλιξε το χέρι γύρω από τη μέση του. <<Μπαμπά...;>>, <<Μμμμ>>, <<Του χρόνου θα πω κι εγώ ποίημα στη γιορτή;>>. Ο άντρας έβαλε τα γέλια. <<Το μεγαλύτερο γιε μου, σε σένα θα το δώσω. Μα θα το πεις καλά, ε; Να σε χειροκροτήσει όλος ο Ωρωπός>>. Το παιδί ανασηκώθηκε. <<Θα μου το μάθεις εσύ και θα το πω τέλεια>> ανακοίνωσε. <<Α μπράβο. Πάμε τώρα όμως να πλυθείς, να ντυθείς, να πιεις το γάλα σου, να φας και τίποτα γιατί αν έρθει η μάνα σου και μας δει εξώ, να τεμπελιάζουμε, ποιος την ακούει! Θα μας κρύψει το μουσακά και θα μας ταίσει φασόλια>> έκανε, αλλάζοντας το ηχόχρωμα της φωνής του. <<Δε σηκώνομαι!>> είπε παιχνιδιάρικα ο Γιάννος. Πάντα του άρεσε αυτό το αστείο με τον πατέρα του, αρνούμενος να κάνει κάτι, προκαλώντας τον να τον πειράξει. <<Δε σηκώνεσαι;>> έκανε δήθεν θυμωμένα ο Λάμπρος. <<ΟΧΙ!>> απάντησε και ανακαθισε ξανά. Ο πατέρας του τον τράβηξε στην αγκαλιά του, γαργαλώντας τον στα πλευρά. <<Τώρα θα δεις τι θα πάθεις!>> έκανε απειλητικά και ο Γιάννος ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Η Λενιώ μπήκε στο δωμάτιο, χαμογελώντας πονηρά. <<Μα θα σηκωθείτε επιτέλους; Τι καμώματα είναι αυτά; Άντε Λάμπρο μου, θα αργήσεις!>> τους φώναξε. Ο άντρας βούτηξε τον μικρό στην αγκαλιά του και σηκώθηκε απότομα. <<Ορίστε! Φωνάζει η μαμά! Εσύ φταις. Για να δούμε τώρα ποιος θα ντυθεί πιο γρήγορα>> πέταξε στον μικρό και έφυγαν τρέχοντας από το δωμάτιο.

Η Θεοδοσία σκούπιζε με ένα πανί τα τραπέζια στο καφενείο της Βιολέτας. Είχαν περάσει κι όλας 4 χρόνια από τότε που έπιασε δουλειά στο κεντρικό μαγαζί του Διαφανίου και έμενε στο πίσω καμαράκι, μοναχή της. Αυτό το χωριό, παροτι βιωσε τόσο πόνο εκεί, κατάφερε να γίνει η οικογένεια που δεν είχε. Όλοι την αγκάλιασαν και τη στήριξαν, μα περισσότερο απ' όλους ο Μιλτιάδης, η Βιολέτα και η Ασημίνα, που μετά το χαμό της Ελένης και την εξαφάνιση της Δρόσως, έγινε η αδελφή που δεν είχε ποτέ. <<Άντε Παναγιώτη! Θα τελειώσει η γιορτή και θα πλακώσει εδώ όλο το χωριό!>> φώναξε στον καφετζή, που σφουγγάριζε παρά πέρα. <<Άστα βρε κοπέλα μου κι άντε να προλάβεις να δεις με τις φιλενάδες σου, τα παιδάκια. Ξέρουμε δα τι αδυναμία έχεις στη βαφτισιμιά σου, τη Κατερινούλα και τον Φώτη της Ουρανίτσας>>. Η κοπέλα χαμογέλασε πλατιά, έβγαλε τη ποδιά και του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο. <<Δεν αργώ!>> έκανε χαρούμενα και κατευθύνθηκε προς το δημοτικό σχολείο του χωριού. Ο Περικλής Τόλιας, συνομιλούσε με μερικούς άντρες, ανάμεσα τους και ο Κυριάκος ο κλαρινιτζής. <<Καλημέρα>> έκανε καλοσυνάτα η Θεοδοσία. <<Καλώς την! Έλα, πρόλαβες>> απάντησε ο Περικλής. <<Καλά είσαι κουμπάρε; Σκυθρωπό σε βλέπω>>. Ο κοινοτάρχης κούνησε το κεφάλι ειρωνικά. <<Πώς να με δεις; Ξέρεις τι μου είπε η δασκαλα πριν λίγο; Ζήτησε μετάθεση!>>, <<ΚΙ ΑΥΤΗ!>> είπε αυθόρμητα η κοπέλα. <<Κι αυτή! Ανάθεμα την για θηλυκό. Κι αυτή η θέση, από τότε που έφυγε ο Λάμπρος, μια κατάρα την κυνηγά. Λες και τον περιμένει να γυρίσει στο πόστο του...>>. Η Βιολέτα τους πλησίασε και χάιδεψε το μπράτσο της Θεοδοσίας. <<Άντε κυρά μου, σε ζητάει η βαφτισιμιά σου! Κι ότι ερχόμουν να σε βρω!>>, <<Δεν θα το έχανα, μα δεν ήθελα να αφήσω τον Παναγιώτη να τα κάνει όλα>>, <<Γιατί; Τι θα πάθει; Χαρά στο πράγμα. Για να σου πω...>> έκανε και την τράβηξε στο πλάι. <<Μπα και πήρε κανά τηλέφωνο ο Λάμπρος;>> ψιθύρισε στο αυτί της. Η Θεοδοσία τεντώθηκε. <<Μπα... Έχω το νου μου. Ο Μιλτιάδης;>>. Η Βιολέτα αναστέναξε. <<Πού θες να ναι; Στο σπίτι. Πάει και πουθενά; Σπίτι και χωράφια. Κι αυτό το παλικάρι, γιατί δεν απαντάει; Μα να με σκάσει θέλει;>> αναρωτήθηκε η γυναίκα. <<Μην ανησυχεις, σε παρακαλώ. Τα ξέρεις δα τα ελληνικά ταχυδρομεία. Θα άργησε να πάει. Μόλις το λάβει, θα μας καλέσει>> τη παρηγόρησε η κοπέλα και έγειρε στον ώμο της.

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now