ΕΙΣΑΓΩΓΗ - SEASON 2

Start from the beginning
                                    

Η Ελένη είναι καλά. Σκέφτεται μάλιστα, από Σεπτέμβρη που ο μικρός μας θα έρθει μαζί μου στο σχολείο, να βρει κάποια δουλειά για να απασχολείται και να ενισχύσουμε και τα εισοδήματα μας. Μόνο σε σένα την λέω Ελένη ή Λενιώ. Σχεδόν ξέχασα πως ακούγεται το όνομα της, μα σε εσένα δεν μπορώ να κρυφτώ. Συνήθισα πια να την αποκαλώ Μαρία. Πάνε σχεδόν έξι χρόνια που την φωνάζουν έτσι. Παρόλα αυτά, μέσα μου θα είναι πάντα η Λενιώ μου. Το κορίτσι που αγάπησα από τότε που ήμουν στην ηλικία του Γιάννου μας. Γίνομαι μελό, ε; Η Ελένη λοιπόν, είναι καλά, όπως σου είπα ήδη. Ασχολείται με τον κήπο της και του δίνει όλη την αγάπη που έχει μέσα της για τη φύση. Δεν μιλάει ποτέ για αυτό, μα μόνο εγώ ξέρω πόσο της λείπουν τα χωράφια του πατέρα της. Φυσικά δεν ρωτά ποτέ για αυτά κι εγώ δεν της λέω πως πάνε οι σοδειές μας. Δεν θέλει να ξέρει τίποτα για σας, πατέρα μου, μα εγώ είμαι σίγουρος πως σας αγαπάει όλους βαθιά και της λείπετε περισσότερο απ' ότι σε μένα.

Πάντα αγαπιόμαστε και πάντα είμαστε ερωτευμένοι, όπως τότε που ήμασταν νέοι και κάναμε όνειρα. Ο γιος μας, μας φωτίζει τη ζωή και την κάνει πιο ευχάριστη μακριά σας. Το μόνο αγκάθι ανάμεσα μας, είναι η άρνηση της για να κάνουμε ακόμα ένα παιδί. Ο Γιάννος μας, το ζητά συνεχώς μα εκείνη ακόμα δεν ακούει κουβέντα. Φοβάται πατέρα μου. Φοβάται πως κάποια στιγμή το μυστικό της θα αποκαλυφθεί και τότε θα κινδυνεύσουμε όλοι. Ακόμα κι αν δεν κινδυνεύσουμε όμως, και πληρώσει μόνο αυτή για το ψέμα της και τον φόνο που έχει στις πλάτες της, δεν θέλει να με αφήσει μονάχο μου, με δύο ή τρία παιδιά. Δεν θέλω να τη βλέπω να στεναχωριέται και δέχομαι την απόφαση της, χωρίς να την πιέζω.

Τελειώνω αυτό το γράμμα, που δεν θα σου στείλω ποτέ, όπως και όλα τα υπόλοιπα που σου γράφω εδώ και χρόνια, λέγοντας σου πως μου λείπεις πολύ και με πονάει το γεγονός πως δεν μπορείς να γνωρίσεις τον εγγονό σου από κοντά. Σας σκέφτομαι κάθε μέρα, κάθε ώρα και είστε μέσα στην καρδιά και το μυαλό μου και πάντα ελπίζω πως θα γίνει ένα θαύμα και θα γυρίσουμε ξανά στο τόπο μας, παρέα με το παιδί μας, που σίγουρα θα λατρέψετε όλοι και θα ανοίξετε την αγκαλιά σας για αυτόν. Θα σου γράψω ξανά όταν νιώσω την ανάγκη.

Ο γιος σου, Λάμπρος

Έκλεισε το γράμμα, το έβαλε σε ένα φάκελο, έγραψε έξω την ημερομηνία και το έβαλε σε ένα κουτί που βρισκόταν στο ντουλάπι του γραφείου. Το κουτί είχε μέσα πάνω από 30, ίσως και 40 γράμματα. Κάθε τόσο έγραφε τα νέα στον πατέρα του, μα ποτέ δεν έστελνε τις επιστολές. Δεν μπορούσε. Παρόλα αυτά, είχε ανάγκη να πει τα νέα του στον Μιλτιάδη και είχε βρει αυτόν τον περίεργο τρόπο για να του τα μεταφέρει. Ξεφύσηξε στεναχωρημένα και ανακάθισε στην καρέκλα. Πήρε μια δεύτερη επιστολή και άρχισε να γράφει ξανά.

Αγαπημένε μου πατέρα,

Πέρασε παραπάνω από μήνας, από τότε που σου έγραψα τελευταία φορά και σήμερα, που έξω βρέχει ασταμάτητα και κανείς δεν κυκλοφορεί στο δρόμο, ένιωσα την ανάγκη να σου πω δυο λέξεις. Όλα κυλούν όμορφα εδώ και τίποτα συνταρακτικό δεν συμβαίνει στη ζωή μου. Ζω μόνος, παρέα με λίγους καλούς φίλους που μου κρατούν συντροφιά μερικά βράδια της εβδομάδας, με τους αγαπημένους μου μαθητές και με κάποιους συναδέλφους από το σχολείο, που πότε-πότε, πίνουμε κανένα κρασάκι μετά το μάθημα. Αυτή τη περίοδο, ετοιμάζω και τη σχολική παράσταση για την γιορτή της 25ης Μαρτίου αλλά κάνω με τα παιδιά και πρόβες για την μαθητική παρέλαση.

Δεν έχω κάτι άλλο να σου πω. Η ζωή μου έχει μία γλυκιά ρουτίνα, που με κάνει να ξεχνιέμαι και να περνάω όμορφα μακριά σας. Γράψε μου εσύ τα νέα σου, και τα δικά σου και των συγχωριανών μας. Χαίρομαι πολύ να μαθαίνω για σας. Δεν σε ρωτάω για τον συνεταιρισμό μας. Μαθαίνω πως πηγαίνει καλά, μιας και συνομιλώ στο τηλέφωνο μία φορά την εβδομάδα με τον Φανούρη.

Δώσε τα χαιρετίσματα μου, στη Βιολέτα και τη Θεοδοσία.

Ο γιος σου, Λάμπρος

Έκλεισε και αυτό το γράμμα, το έβαλε σε ένα φάκελο και έγραψε απ' έξω, τη διεύθυνση του πατέρα του, στο Διαφάνι. Η Ελένη τον πλησίασε. <<Να σου καθαρίσω ένα μήλο;>> ρώτησε καλοσυνάτα. <<Όχι καρδιά μου, πίνω καφέ. Σε ευχαριστώ>> απάντησε και έκλεισε τον φάκελο. <<Γράμμα γράφεις;>> τον ρώτησε δειλά. <<Ναι>> απάντησε, χωρίς να πει λεπτομέρειες. Δεν τις ήθελε άλλωστε. Τον πλησίασε και τον αγκάλιασε τρυφερά από τους ώμους. <<Όλα καλά θα είναι>> έκανε με σιγουριά. <<Ναι... Όλα καλά>> της είπε διστακτικά και έτριψε τα μπράτσα της που τύλιγαν το λαιμό του.

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now