Η Ελένη ανακάτεψε μία ακόμα φορά τα φασολια και άφησε πλάι την κουτάλα, κλείνοντας την κατσαρόλα. Είχε μεγάλη αγωνία μέσα της, μα δεν το παραδεχόταν. Σκεφτόταν να κατέβει στο χωριό και να περάσει από το δημοτικό σχολείο, να μάθει τι έγινε, μα σκέφτηκε πως τέτοια ώρα θα κυκλοφορούσαν πολλοί κάτοικοι στο Διαφάνι και αποφάσισε να το αποφύγει. Ετοιμαζόταν να πάει στα χωράφια, όταν η πόρτα άνοιξε απότομα και ο Λάμπρος μπήκε στο σπίτι, κατακόκκινος και ιδρωμένος. <<ΛΕΝΙΩ ΜΟΥ!>> φώναξε ασθμαίνοντας. <<Χριστός κι Απόστολος. Πώς είσαι έτσι; Τι κάνεις εδώ; Δεν έχεις σχολείο;>>, <<Δεν είχα μυαλό. Άφησα τον παπά-Γρηγόρη σήμερα να τους κάνει μάθημα κι ήρθα. ΛΕΝΙΩ ΜΟΥ, ΥΠΟΓΡΑΨΑΜΕ!>> έκανε χαρούμενος και την σήκωσε στην αγκαλιά του. Έκανε δυο σβούρες γελώντας και την άφησε στο πάτωμα. <<Σταμάτα βρε τρελέ!>> πέταξε μέσα στα γέλια της. <<Δεν μπορώ. Το πιστεύεις; Λενιώ μου!>>. Έκλεισε το πρόσωπο της στα χέρια του και τη φίλησε παθιασμένα, κόβοντας της την ανάσα και κολλώντας τα χείλη του λαίμαργα πάνω στα δικά της. Εκείνη τραβήχτηκε. <<Θα με πνίξεις! Όλα καλά λοιπόν, ε; Η Θεοδοσία;>>, <<Αν σου πω, ότι μου φάνηκε ανακουφισμένη; Δεν είχαμε πολλές κουβέντες. Σχεδόν δεν μιλήσαμε στην επιστροφή. Τέλος πάντων... Εγώ της είπα πως ότι χρειαστεί, θα είμαι δίπλα της, μα με αγνόησε>>, <<Δεν πειράζει καλέ μου. Αρκεί που το είπες. Θα το έχει στο μυαλό της κι όταν της περάσει ο θυμός...>>. Ο δάσκαλος χαμογέλασε. <<Σήμερα όμως μόνο χαιρόμαστε, ε; Λοιπόν, εγώ λέω να πάμε στη Λάρισα να φάμε γιατί έχουμε πολλά να συζητήσουμε>>, <<Μα έχω μαγειρέψει!>> διαμαρτυρήθηκε η Ελένη. <<Εντάξει, δεν θα το πετάξουμε. Θα το φάμε το βράδυ>>, <<Και τι έχουμε να πούμε;>>. Ο Λάμπρος ξεφύσηξε. <<Βρε Λενιώ μου, τι λέμε τόσο καιρό; Μόλις πάρω το διαζύγιο, να δούμε το γάμο μας; Δεν πρέπει να τα κανονίσουμε αυτά;>>. Η γυναίκα έβαλε τα γέλια. <<Εντάξει, σήμερα το υπογράψατε. Βρε Λάμπρο, κάνε λίγο υπομονή. Σήμερα πήρες διαζύγιο, αύριο θα πάμε στον παπά Γρηγόρη;>>, <<Όχι αύριο αλλά... Να βρούμε ημερομηνία>>. Η Λενιώ τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και τον φίλησε μαλακά. <<Σάμπως, σαν παντρεμένοι δεν ζούμε; Υπάρχει κάτι που δεν το κάνουμε μαζί; Δεν είναι σωστό, ακόμα δεν χώρισες, να βάλω νυφικό. Θα περιμένουμε λίγο και θα γίνει κι αυτό>>, <<Πόσο λίγο;>> ρώτησε παραπονιάρικα ο Λάμπρος κι εκείνη τον φίλησε ξανά. <<Λιγάκι>> απάντησε παιχνιδιάρικα κι εκείνος πέρασε τα χέρια του κάτω από τους μηρούς της και την ανασήκωσε στην αγκαλιά του.

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now