Κεφάλαιο 7ο

38 7 1
                                    

Πολυξένη's pov

Με το ζόρι κρατούσα το τιμόνι γιατί είχα τόσο άγχος που η καρδιά μου θα έβγαινε από τη θέση της! Ο Τάσος το παρατήρησε και μου χάιδεψε τον ώμο.

Τ: Καλή μου όλα θα πάνε καλά, θα ξεκαθαρίσουμε με τον ηλιθιο, θα πάρουμε τα πράγματα της Μαρίας και θα πάμε σπίτι σου. Μην αγχώνεσαι.. όσο είμαι δίπλα σου δεν θα σε πειράξει και αν σε πειράξει είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρεις.. μην αγχώνεσαι όπως είπες... είναι ανάξιος!
Είπε και μου χαμογέλασε. Του χαμογέλασα και εγώ.. πάντα καταφέρνει να με καθησυχάζει.. ανακουφιστηκα τώρα.
Π: Σε ευχαριστώ Τάσο..
Παλι μου χαμογέλασε. Με ηρεμεί το πρόσωπο του.

Ήμασταν μια ευθεία πριν το σπίτι της Μαρίας και του Στίβεν και πάλι τραβήχτηκα. Όταν φτάσαμε κοιταχτήκαμε με τον Τάσο, ανταλλάξαμε μια αγκαλιά και μπήκαμε φουριόζοι στο σπίτι της Μαρίας. Το ξεκλείδωσα με τα κλειδιά που μας είχε δώσει και μπουκάραμε επιτέλους μέσα...

Με έπιασε πάλι πανικός αλλά συγκρατηθηκα και αγνόησα αυτά τα συναισθήματα. Τι πάει να πει έχεις πείρα από το επάγγελμα! Μπαίνει μέσα πρώτος ο Τάσος για να σιγουρευτεί ότι δεν ειναι πίσω από την πόρτα κάνεις. Μπαίνω και εγω και μπαίνουμε αμέσως στο σαλόνι και δεν βλέπουμε κανέναν. Του λεω ψιθυριστά:

Π: λες να μην είναι σπίτι;
Τ: Δεν ξέρω... πάρε ότι είναι της Μαρίας και βάλε το στη τσάντα που σου έδωσα.
Του ένευσα και πήρα κάτι διακοσμητικά που της είχα δωρίσει σε διάφορες γιορτές και περιστάσεις, όπως όταν μετακόμισε εδώ. Που να ήξερε κάνεις ότι θα είχαμε καταντήσει έτσι.. Τα πήρα όλα και όταν γύρισα να κοιτάξω τον Τάσο δεν ήταν πουθενά. Τρόμαξα αλλά δεν αντέδρασα καθόλου. Ίσα ίσα όμως που άκουγα κάτι ήχους από τη κρεβατοκαμαρα της Μαρίας και του Στίβεν. Κατευθυνόμουν προς εκεί όταν ξαφνικά κάτι μου ήρθε από πίσω στη πλάτη. Αυτός που το έριξε ήθελε να με πετύχει στο κεφάλι... να όμως που δεν το πέτυχε και αν με πέτυχε στη πλάτη εγώ δεν έπεσα αναίσθητη.. μα ποιος ηλιθιος να σκεφτεί να κανει τέτοια χαζομάρα; Γύρισα και είδα τον Στίβεν.

Σ: Ωω πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω μωράκι... τι έγινε δεν πόνεσες καθόλου; Θες να το ξανακάνω; Ή να κάνω κάτι καλύτερο;
Με κοιτούσε με το πιο ανώμαλο βλέμμα που υπάρχει και με ένα πονηρό χαμόγελο άρχισε να με πλησιάζει.... πήγαινα όπισθεν και είχαμε μπει στη κρεβατοκαμαρα. Άρχισε να πηγαίνει πιο γρήγορα με αποτέλεσμα να πέσω πάνω στο κρεβάτι. Έπεσε πάνω μου και με ακινητοποιησε με τα χέρια του. Τότε μόνο που δεν με έπιασε πανικός αλλά το έπαιξα χαλαρή...

The coach Where stories live. Discover now