ΑΦΙΞΕΙΣ - part 1

Start from the beginning
                                    

Ο Λάμπρος σωριάστηκε σε μία καρέκλα, κι η Ελένη έκατσε δίπλα του μουτρωμένη. <<Συγνώμη...>> ψέλλισε ο άντρας, χωρίς να την κοιτάζει. <<Γιατί ζητάς συγνώμη;>>, <<Για αυτό που έγινε. Που ήρθε μες το σπίτι σου, να σε προσβάλει. Εγώ φταίω, το ξέρω και...>>. Η Λενιώ ακούμπησε το δάχτυλο της στο στόμα του, για να σταματήσει να μιλάει. <<Δεν έχει άδικο. Είστε παντρεμένοι. Ούτε εγώ μπορώ να βρω λέξη για να με χαρακτηρίσω στη ζωή σου. Ερωμένη, αγαπητικιά...>> σχολίασε πικρόχολα. Ο δάσκαλος έπιασε το πρόσωπο της με τα χέρια του. <<Όχι ζωή μου. Όχι, όχι, μην το ξαναπείς. Σε παρακαλώ. Εσύ είσαι ο κόσμος μου, είσαι η...>>, <<Δεν με πειράζει Λάμπρο. Επιλογή μου ήταν. Και να είμαι μαζί σου και να μένεις σπίτι μου, χωρίς να έχουμε βάλει στεφάνι, και να πλαγιάζω μαζί σου και όλα. Δεν με υποχρέωσες. Και δεν την αλλάζω γιατί μόνο τώρα νιώθω ευτυχισμένη>> του ξεκαθάρισε και τον φίλησε απαλά. <<Τι να κάνω μάτια μου; Πες μου τη γνώμη σου>> τη ρώτησε στεναχωρημένα. Εκείνη έμπλεξε τα δάχτυλα της, στα μαλλιά του. <<Δεν νομίζω πως μπορείς να κάνεις και πολλά. Δεν το λέω για μας, μην το φανταστείς. Το λέω για τη Θεοδοσία. Ήδη την έχεις πληγώσει αρκετά. Αν αρνηθείς, θα την εξαγριώσεις χειρότερα. Στην ουσία την καταδικάζεις να υποστεί την αντίδραση των γονιών της>>, <<Και είναι οι γονείς της...>> πέταξε με απελπισία. <<Ίσως είναι καλύτερα έτσι. Κι εκείνη θα φτιάξει τη ζωή της, όπως τη θέλει κι εμείς θα είμαστε ελεύθεροι>> του είπε καλοσυνάτα και χαμογέλασε αχνά. Ακούμπησε το κεφάλι του στο μέτωπο της κι ένιωσε την ανάσα της στο στόμα του. <<Δυο μήνες, δεν σε έχω αποχωριστεί. Πώς θα το κάνω τώρα;>>, <<Έλα τώρα, μη λες κουταμάρες. Για λίγο θα είναι. Και μετά, αν όλα πάνε καλά, δεν θα ξαναχωρίσουμε ούτε για μια ώρα>> έκανε ψιθυριστά και κόλλησαν αυθόρμητα τα χείλη τους.

Ο Λάμπρος κούναγε το πόδι του νευρικά, καθώς περίμεναν στο σαλόνι την άφιξη των γονιών της Θεοδοσίας. <<Όλο το χωριό ξέρει πως έχουμε χωρίσει. Είσαι τόσο σίγουρη πως κανείς δεν θα ανοίξει το στόμα του;>> πέταξε ανήσυχα. Η Θεοδοσία τον κοίταξε αδιάφορα. <<Η Βιολέτα τους ειδοποίησε όλους, να μην μιλήσει κανείς. Και θα φροντίσουμε να μην πολυκυκλοφορούν μοναχοί τους. Φρόντισε εσύ να είσαι εντάξει και να ξεχάσεις το νέο σου σπίτι και άσε τους γονείς μου σε μας>>. Ο δάσκαλος έριξε μια παγωμένη ματιά στον πατέρα του. <<Πώς το δέχτηκες όλο αυτό; Μου λες;>>, <<Είναι για το καλό της Θεοδοσίας αλλά και το δικό σου. Πάνω που πάει να στρώσει τη ζωή της, το τελευταίο που χρειάζεται είναι να γυρίσει στο χωριό με τους γονείς της>> είπε ο Μιλτιάδης με σιγουριά. Ο Λάμπρος ξεφύσηξε, όταν χτύπησε η πόρτα. Η Θεοδοσία άνοιξε ήρεμα και οι δικοί της, μπήκαν φουριώζικα μες το σπίτι. <<ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ!>> αναφώνησε ο πατέρας της, χαμογελώντας πλατιά και την αγκάλιασε. Η μάνα της ακολούθησε, κοιτώντας την αυστηρά και την αγκάλιασε με τη σειρά της. <<Καλώς ορίσατε. Περάστε>> πέταξε εύθυμα η κοπελα. <<ΣΥΜΠΕΘΕΡΕ!>> φώναξε ο Αντώνης και αγκάλιασε τον Μιλτιάδη. <<Κι εσύ γαμπρέ μου, δεν ντρέπεσαι; Χαθήκατε. Δεν είμαστε δα και τόσο μακριά>> παραπονέθηκε κεφάτα στο Λάμπρο. <<Καλώς ορίσατε κυρ-Αντώνη. Καλλιόπη, καλώς όρισες>> είπε ευγενικά ο δάσκαλος. <<Ε όχι και Αντώνη, έχουμε πει. Πατέρα!>> έκανε και τον αγκάλιασε σφιχτά. Ο Λάμπρος έγνεψε θετικά.

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now