<<Καλημέρα>> είπε ευγενικά ο δάσκαλος στον πατέρα του και την Θεοδοσία, που έτρωγαν το πρωινό τους και έκατσε να πιει τον καφέ του. <<Τι ώρα γύρισες χτες; Ως και που πλάγιασα δεν είχες γυρίσει>> τον ρώτησε ψυχρά η Θεοδοσία κι εκείνος την κοίταξε θυμωμένα. <<Ανάκριση μου κάνεις;>>, <<Γυναίκα σου είμαι. Δεν πρέπει να ξέρω τι ώρα γυρνάς; Ξενοδοχείο είναι το σπίτι;>>. Ο Μιλτιάδης ανακάθισε ταραγμένος. Κοιτούσε τον γιο του με απελπισία, ελπίζοντας να προσέξει την απάντηση του. <<Για την ενημέρωση σου λοιπόν, ήμουν στο καφενείο ως αργά. Έπιασα μια κουβέντα με τον Τόλια και ξεχαστήκαμε. Όμως, είναι η τελευταία φορά που σου δίνω αναφορά. Δεν είμαστε ζευγάρι πια. Δεν θες να μου δώσεις το διαζύγιο; Κράτα το. Όμως δεν πρόκειται να σου λέω ούτε πού πάω, ούτε τι κάνω>>. Η γυναίκα σηκώθηκε ταραγμένα. <<Όσο είμαι γυναίκα σου, αναγκαστικά θα με σέβεσαι και θα μου δίνεις αναφορά, είτε το θες, είτε δεν το θες. Συγνώμη πατέρα>> απολογήθηκε και έφυγε για την κάμαρη της. Ο Λάμπρος χτύπησε το χέρι στο τραπέζι. Η καλή του διάθεση μετά τις όμορφες στιγμές που έζησε το προηγούμενο βράδυ, είχε χαθεί. Ο Μιλτιάδης περίμενε να ακούσει την πόρτα της κρεβατοκάμαρας να κλείνει. Ήπιε δυο ρουφηξιές καφέ και κοίταξε τον γιο του αυστηρά. <<Τα ξαναβρήκατε;>> πέταξε δειλά. Ο Λάμπρος ανακάθισε. <<Τι ρωτάς τώρα; Στο καφενείο ήμουν>>. Ο πατέρας του αναστέναξε. <<Ξέρω πως δεν ήσουν εκεί. Δεν πρόκειται να σε κρίνω, ούτε είσαι 17 χρονών για να σου πω τι να κάνεις. Παρόλα αυτά έχεις γυναίκα και πρέπει να τη σέβεσαι>>. Ο Λάμπρος εκνευρίστηκε και έσφιξε τις γροθιές του. <<Επειδή καθυστέρησα το βράδυ, δεν σέβομαι τη Θεοδοσία; Θες να πούμε πικρές κουβέντες μεταξύ μας πατέρα;>> αντέδρασε μαζί του. <<Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ. Κάνε ότι κάνεις απλώς να είσαι διακριτικός>>. Ο Λάμπρος βγήκε εκτός αυτού και σηκώθηκε όρθιος απότομα. <<Πώς μιλάς έτσι πατέρα; Τι νομίζεις; Πως έχω κάποια φιλενάδα που περνώ την ώρα μου;>> απάντησε θιγμένα και ο Μιλτιάδης μαγκώθηκε. <<Απλώς να προσέχεις θέλω και να σέβεσαι τη Θεοδοσία>>. Ο δάσκαλος φόρεσε το παλτό του και πήρε τη τσάντα του. <<Πάω στο σχολείο. Και πρόσεχε πατέρα...>>. Έσκυψε μπροστά του και του ψιθύρισε στο αυτί. <<Μην τολμήσεις και πεις καμία κουβέντα στην Ελένη. Αρκέτα ανακατεύτηκες κι εσύ και ο μακαρίτης ο Γιώργης. Τώρα αποφασίζω εγώ>> πέταξε και ο Μιλτιάδης κούνησε το κεφάλι. <<Άρα, δεν πέφτω έξω. Έτσι αγόρι μου;>> ρώτησε με ηρεμία. Ο Λάμπρος τον κοίταξε αυστηρά, πήρε το παλτό του, χτύπησε την πόρτα και έφυγε από το σπίτι.
YOU ARE READING
Δύο Πρόσωπα
FanfictionΔύο παράλληλες ιστορίες. Μια επανασύνδεση που θα φέρει συμφορές. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ
Start from the beginning