Η Θεοδοσία έστρωνε το κρεβάτι στη κάμαρη τους, όταν μπήκε μέσα ο Λάμπρος που είχε επιστρέψει από το καφενείο. Την κοίταξε διστακτικά. Κατά βάθος την λυπόταν. <<Σε παρακαλώ, κάνε τον κόπο και στρώσε μου στη κάμαρη του Γιάννου>> της ζήτησε όσο πιο ευγενικά μπορούσε, μα εκείνη τον κοίταξε παγωμένα. <<Γιατί...;>>, <<Πρέπει να προσέχω στη κατάσταση μου και γενικώς, θα είναι καλύτερα και για τους δύο>>, <<Μα... Μα θα προσέχω εγώ να μην σε χτυπήσω!>> του είπε παρακαλετά. Εκείνος χαμήλωσε το κεφάλι και της έριξε ένα ψυχρό βλέμμα. <<Απόφασισα να μείνω στο χωριό και να μην ζητήσω μετάθεση, για τον πατέρα μου. Για όσα πέρασε τον τελευταίο καιρό. Όμως εμείς τελειώσαμε Θεοδοσία. Θες να μείνεις εδώ και να παλεύεις μοναχή σου; Μείνε. Η σχέση μας όμως τελείωσε>> της δήλωσε ψύχραιμα. Εκείνη γέλασε ειρωνικά. Έβραζε από θυμό. <<Την είδες να κλαίει πάνω απ' το κεφάλι σου και πήρες θάρρος έτσι; Αν δεν γύρισε ήδη στο πλευρό σου>> πέταξε νευρικά. <<Μην λες ανοησίες και μην μπλέκεις την Ελένη στη σχέση μας. Κοίτα τον εαυτό σου, κοίτα να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου και...>>, <<Και τι; Να σου αφήσω το πεδίο ελεύθερο; Να σου δώσω το διαζύγιο; Σε πόσο καιρό θα παντρευτείς μετά Λάμπρο; Μία μέρα; Ούτε μία;>>. Ο δάσκαλος ξεφύσηξε νευρικά. <<Κάνε ότι θες. Θα στρώσω μόνος μου τη κάμαρη του Γιάννου. Κράτα μόνο ότι τελειώσαμε>>.

Ο Θωμάς έδωσε το πιάτο του, στην Ελένη που μάζευε το τραπέζι κι εκείνη του χαμογέλασε δειλά. <<Έχεις δουλειές στα χωράφια;>> ρώτησε, πίνοντας λίγο κρασί. <<Θα πάω αργότερα. Ήθελα να μιλήσουμε πρώτα...>> του είπε αμήχανα. Εκείνος κατάλαβε τον περίεργο τόνο στη φωνή της, μα αποφάσισε να μη δώσει σημασία. <<Τι να πούμε; Συνέβη κάτι;>>. Η γυναίκα έκατσε δίπλα του και του έπιασε τρυφερά το χέρι. <<Ήθελα να σου πω μερικές σκέψεις μου και να κάνουμε γενικά μια κουβέντα για μας...>>. Άρχισαν να τον ζώνουν τα φίδια και έσφιξε τις γροθιές του. <<Υπάρχει κάποιο πρόβλημα που πρέπει να συζητήσουμε;>> επέμεινε νευρικά. <<Απλώς νομίζω πως... χρειάζομαι χρόνο...>>, <<Χρόνο;>>, <<Ναι. Νομίζω η απόφαση να είμαστε μαζί ήταν κάπως βιαστική. Δεν νιώθω άνετα μαζί σου, όχι όσο θα έπρεπε και θέλω...>>. Ο Θωμάς πετάχτηκε πάνω. <<Μη συνεχίζεις. Άστο. Τουλάχιστον πίστευα πως θα ήσουν ειλικρινής μαζί μου και δεν θα με γέμιζες φούμαρα. Μέρες βλέπω ότι τρώγεσαι. Από τότε που χτύπησε ο λεγάμενος, δεν σε χωράει ο τόπος. Τρέχεις πίσω του να κάνεις τη νοσοκόμα. Πες τουλάχιστον την αλήθεια και άσε τα παραμύθια!>> ούρλιαξε ο άντρας και εκείνη έβαλε τα κλάματα. <<Συγνώμη...>> ψέλλισε. <<Να τη βράσω τη συγνώμη σου. Να τη βράσω!>> φώναξε και έφυγε από το σπίτι τρέχοντας, χτυπώντας τη πόρτα από τα νεύρα.

Δύο ΠρόσωπαWhere stories live. Discover now