Περπατούσε χαμένη στις σκέψεις της, στο δρόμο για το σπίτι, κουβαλώντας τη βαριά τσάντα. Η άνοιξη είχε αρχίσει να μπαίνει και το μέτωπο της ήταν ιδρωμένο. <<Απέβαλε...>> σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν μέσα της. Μισούσε τον εαυτό της που έκανε αυτές τις σκέψεις, μα δεν μπορούσε να κρύβεται από αυτές. Το μοναδικό πράγμα που τους έδενε, δεν υπήρχε πια. Ίσως υπήρχε μια μικρή χαραμάδα για τους δυο τους. Η Λενιώ συνήλθε απότομα.

Δεν έπρεπε να είναι μαζί. Δεν έπρεπε να χωρίσει με τη Θεοδοσία. Εκείνη έχασε το παιδί τους αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Θα έκαναν άλλα παιδιά. Θα ζούσαν μαζί κι ευτυχισμένοι. Δεν έπρεπε να μπει εμπόδιο στην ευτυχία τους. Δεν ήθελε. Συνέχισε το δρόμο της, προσπαθώντας να διώξει τις σκέψεις από το μυαλό της.

Η Δρόσω καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας, κουνώντας νευρικά το πόδι της. Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Έπρεπε να βρει τι θα κάνει. Έπρεπε να βρει μία λύση στο πρόβλημα της. Η Λενιώ μπήκε στο σπίτι και άφησε τα ψώνια σε μία από τις καρέκλες. <<Εδώ είσαι;>> τη ρώτησε αδιάφορα, μα η Δρόσω δεν απάντησε. <<Συμβαίνει κάτι;>> επέμενε η Ελένη. Το κορίτσι την κοίταξε με νευρικότητα. <<Θα φύγω από το χωριό>> δήλωσε αποφασιστικά. Η αδελφή της έμεινε άλαλη. <<Είπα θα σε βοηθήσω και...>>, <<Όχι Ελένη. Άμεσα θέλω να φύγω. Δώσε μου τις λίρες της προίκας μου και θα φύγω αύριο>>. Η Λενιώ σοκαρίστηκε. Δεν καταλαβάινε γιατί τέτοια επιμονή η αδελφή της για να φύγει άμεσα από το χωριό. <<Γιατί βιάζεσαι τόσο πολύ Δρόσω; Συμβαίνει κάτι; Μίλα μου>>. Η Δρόσω δαγκώθηκε. Σκέφτηκε προς στιγμήν να της μιλήσει, μα τελικά επέλεξε να σιωπάσει. <<Δεν συμβαίνει κάτι. Θέλω απλώς να φύγω. Σε παρακαλώ Ελένη, μην το κάνεις θέμα>>, <<Δεν πρόκειται να σε αφήσω να φύγεις έτσι. Θα το συζητήσουμε και...>>. Η Δρόσω πετάχτηκε όρθια θυμωμένα. <<Δεν καταλαβαίνεις έτσι; Εντάξει Λενιώ. Όπως νομίζεις>> απάντησε και μπήκε θυμωμένα στη κάμαρη της.

Ο Λάμπρος καθόταν αμίλητος στο σαλόνι, όταν ένιωσε το χέρι της Θεοδοσίας στον ώμο του. <<Καλησπέρα>> του είπε δειλά. <<Καλώς τη. Πώς είσαι;>> της απάντησε κι εκείνη έκατσε δίπλα του, κοιτώντας τον τρυφερά. Ο άντρας δεν ανταπέδωσε τη ματιά και η Θεοδοσία ένιωσε τη πρώτη μαχαιριά στο στομάχι. <<Καλύτερα. Δεν θα έρθεις να ξαπλώσουμε;>>, <<Πήγαινε εσύ. Θα μείνω να πιω ένα κρασάκι. Δεν νυστάζω>>. Εκείνη γονάτισε δίπλα του. <<Θα μείνω να σου κάνω παρέα>>, <<Μην ξενυχτάς για μένα. Είσαι ταλαιπωρημένη>> της είπε προσπαθώντας να την αποφύγει. Η γυναίκα άπλωσε το χέρι της και του ξεκούμπωσε ένα κουμπί από το πουκάμισο του. <<Κάνε με δικιά σου>> του ζήτησε με λατρεία. Εκείνος τραβήχτηκε. <<Απέβαλες. Δεν είναι η ώρα ακόμα>>, <<Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να σε νιώσω>> επέμεινε εκείνη και κατέβασε το χέρι της στη ζώνη του παντελονιού του. <<Θεοδοσία σε παρακαλώ. Δεν έχω όρεξη>> της δήλωσε ξεκάθαρα μα η γυναίκα δεν έδειχνε να την απασχολεί. <<Άσε με να σε χαλαρώσω. Να σε ικανοποιήσω, άντρα μου>> του ζήτησε παρακαλετά και ξεκούμπωσε τη ζώνη του. Εκείνος δεν αντέδρασε. Στήθηκε μπροστά του, έτοιμη να υποταχτεί και έσκυψε από πάνω του. Ο Λάμπρος έκλεισε τα μάτια του και αφέθηκε στα χέρια της.

Δύο ΠρόσωπαМесто, где живут истории. Откройте их для себя