Κεφάλαιο 8ο

1.2K 66 1
                                    

Μαρκέλλα

Σήμερα είναι Παρασκευή, μόλις τελείωσα από το σχολείο και είμαι στο δρόμο για το σχολείο της μικρής.
Αποφάσισε μαζί με την νονά της να πάμε να φάμε σε ένα ταβερνάκι κοντά στην θάλασσα.

Λίγο πρώτου φτάσω έξω από το σχολείο πέφτω πάνω σε ένα σώμα.
Αν κρίνω από το σωματότυπο είναι άνδρας.

"Συγγνώμη"είπα και σήκωσα το βλέμμα μου.
Αλλά αυτό που αντίκρισα με έκανε να παγώσω.

"Μαρκέλλα" είπε και φαινόταν ξαφνιασμένος.
"Αχιλλέα...Τι κάνεις;"τον ρώτησα παραμένοντας ξαφνιασμένη.
"Καλά είμαι... Εσύ; Ποτέ γύρισες;"με ρώτησε
"Καλά κι εγώ...Έχω μια εβδομάδα που γύρισα."Τι γυρεύεις εσύ εδώ;"
Ρώτησα γιατί πραγματικά μου έκανε απορία , εδώ τριγύρω έχει μόνο μια πλατεία και ένα περίπτερο.

Η αλήθεια είναι πέρασε από το μυαλό μου μήπως έχει και αυτός παιδί. Λογικό το βρίσκω και ξαφνικά άρχισα να αισθάνομαι κάπως περίεργα.
Μέχρι να απαντήσει ήμουν σε αναμμένα κάρβουνα.

"Α ήρθα να πάρω την ανιψιά μου , την Αγγελική, δεν μπορούσε να έρθει σήμερα η αδερφή μου και έστειλε εμένα"μου απάντησε και ένιωσα μια μικρή ανακούφιση μέσα μου.

"Μάλιστα...Εσύ πώς είσαι; Η Χριστίνα;"
"Μια χαρά κι εγώ κι η Χριστίνα, μερικές δυσκολίες , αλλά δεν είναι κάτι που δεν έχεις ακούσει για τα ζευγάρια."απάντησε.
"Εσύ πως και αποφάσισες να έρθεις και τι δουλειά έχεις σε αυτά τα μέρη;"με ρώτησε

Τέλεια τώρα τι θα του απαντήσω.

"Μου προσφέρθηκε μια θέση εδώ στο σχολείο πιο κάτω , προσωρινά μεν , αλλά είναι μια αρχή" αποφάσισα τελικά να πω.

Ήθελε να με ρωτήσει και κάτι άλλο, αλλά δεν πρόλαβε καθώς τα παιδιά άρχισαν να βγαίνουν και πηγαίνουν στις κατευθύνσεις που έπρεπε να πάει το καθένα.

Ένα μικρό κοριτσάκι κάνει την εμφάνιση του και έρχεται προς το μέρος μας.

"Θείε, θείε"άρχισε να φωνάζει και έτρεχε για να φτάσει στην αγκαλιά του Αχιλλέα, αυτός την σήκωσε αμέσως και της έδωσε ένα μεγάλο φιλί.
Φαινόταν πως την αγαπούσε πολύ.

Εν τω μεταξύ είχαν περάσει 5 λεπτά από την στιγμή που βγήκαν τα παιδιά και η μικρή μου ακόμα δεν είχε βγει, άρχισα να ανησυχώ, αλλά θεώρησα αφού και η μικρή Αγγελική άργησε να βγει λογικά θα ερχόταν από στιγμή σε στιγμή.

Παρόλα αυτά από τις σκέψεις μου με έβγαλε η μικρή παιδική φωνούλα δίπλα μου.
"Θείε , μέσα στο μπάνιο είναι ένα κοριτσάκι, λογικά είναι καινούριο γιατί πρώτη φορά την είδα σήμερα και κλαίει και δεν θέλει να βγει από το μπάνιο" είπε η μικρή και έμεινα για λίγο στην θέση μου , λες να εννοώ την μικρή μου.

"Και πως το λένε αυτό το παιδί;"ρώτησε ο Αχιλλέας με ένα απορημένο βλέμμα
"Ελπίδα..προσπάθησα με την κυρία να την βγάλουμε έξω αλλά δεν έλεγε να βγει.
Είπε η μικρή και εγώ βιαστικά για να μπω μέσα.

Αχιλλέας

Βλέπω την Μαρκέλλα να τρέχει να μπει μέσα.
Αφήνω κάτω την Αγγελική,της πιάνω το χέρι και προχωράμε προς τα μέσα για να δούμε τι θα γίνει με το μικρό κοριτσάκι.

Μόλις φτάνουμε εκεί βλέπω την Μαρκέλλα να μιλάει με την δασκάλα και στην συνέχεια έμεινε έξω από την πόρτα.
"Ελπίδα μου , σε παρακαλώ αγάπη μου βγες έξω , εγώ είμαι η μανούλα."είπε και εγώ έμεινα.
Έχει παιδί.
Το μυαλό μου έμεινε στην λέξη μανούλα.
Δεν μπορούσα να μην σκεφτώ τίποτα άλλο.

Δηλαδή όλα αυτά τα χρόνια είχε φύγει για να μεγαλώσει ένα παιδί, μήπως ήταν και αυτός ο λόγος που έφυγε έτσι.

Από τις σκέψεις μου με αποσπά η πόρτα από όπου και ανοίγει και εμφανίζεται ένα μικρό κοριτσάκι με δακρυσμένα ματάκια , γρήγορα πέφτει στην αγκαλιά της Μαρκέλλας.

Προχωράω λίγο πιο κοντά για να ακούσω τι θα πουν.

Πρώτη μιλάει η Μαρκέλλα.

"Τι έγινε ψυχή μου , γιατί κλαίς τώρα;"τι ρώτησε με μια γλυκύτητα.
Η μικρή προσπαθούσε μέσα από τους λυγμούς της να μιλήσει.
"Γιατί δεν έχω μπαμπά και που είναι ο δικός μου μπαμπάς; Όλα τα παιδάκια μιλούσαν σήμερα για το τι δουλειά έκανε ο μπαμπάς του κι εγώ. Δεν ήξερα τι να πω"είπε η μικρή φωνούλα.

Τι εννοεί ότι δεν έχει μπαμπά, μόνη της την μεγαλώνει.

Ξαφνικά πέρνα μια γρήγορη σκέψη στο μυαλό μου ότι μπορεί... αλλά αυτό είναι αδύνατο να συμβεί , αν ήταν θα μου το είχε πει , δεν θα μπορούσε να κρατήσει κάτι τέτοιο κρυφό.

"Έλα τώρα μην στεναχωριέσαι, τα έχουμε πει αυτά , άντε τώρα μην κλαίς , θα σε δει και η νονά και θα στεναχωρηθεί της είπε και την πήρε στην αγκαλιά της.

Ερχόταν προς το μέρος μας και για λίγο δεν έλεγε κάτι , όσο έβλεπα την μικρή τόσο πιο πολύ οι υποψίες μου μεγάλωναν.

"Ελπίδα μου , από εδώ ένας πολύ καλός μου φίλος"είπε και μετά κοίταξε εμένα.
"Αχιλλέα από εδώ η Ελπίδα"είπε και με ένα χαμόγελο γύρισε ξανά στο μικρό πλασματακι.
"Γειά σας"είπε με μια φωνούλα και κρύφτηκε στο λαιμό της μητέρας της.
"Χαίρω πολύ που σε γνωρίζω"της απάντησα με ένα χαμόγελο στα χείλη, με ξανακοίταξε και μου έδωσε ένα μικρό χαμόγελο.

"Θείε άντε πότε θα φύγουμε κουραστικά , θέλω να πάω σπίτι να φάω "είπε η Αγγελική δίπλα μου και ξεκινήσαμε να βγαίνουμε έξω μαζί με την Μαρκέλλα και την Ελπίδα.

"Τα λέμε , ελπίζω να τα ξαναπούμε"είπε η Μαρκέλλα
"Ναι εννοείται, να μην χαθούμε τώρα , και να πάμε μια μέρα για κανένα καφέ έχουμε πολλά χρόνια να βρεθούμε."της είπα "ο αριθμός είναι ο ίδιος που είχες;" την ρώτησα για να είμαι σίγουρος πως θα τα ξαναπούμε.
"Ναι δεν έχω αλλάξει"απάντησε και της χαμογέλασα.
"Ωραία...Τα λέμε"της απάντησα και έφυγα.

Πρέπει να μάθω περισσότερα για το τι έχει γίνει αυτά τα τελευταία πέντε χρόνια.....

My Best Friend's Kid✅Where stories live. Discover now