Πρόλογος

13 3 0
                                    

Ποτέ μου δεν θα ήθελα να γίνω βάρος στους άλλους, ποτέ. Ωστόσο δεν τα καταφέρνω και τόσο σε αυτό, νιώθω λες και η ίδια μου η ύπαρξη είναι ένα βάρος για όλους τους υπόλοιπους, για την ίδια την κοινωνία.

Με λένε Αρετή, είμαι 16 χρονών και αυτή είναι η ιστορία μου.

Όταν γεννήθηκα η μητέρα μου, που ήταν μόνο 17 τότε, με παράτησε με την οικογένεια του πατέρα μου διότι δεν ήθελε μια τέτοια ευθυνη από τόσο νωρίς. Η οικογένεια του πατέρα μου ωστόσο, η οποία δεν είχε ιδέα πως εκείνος περίμενε παιδί και καθώς ειναι πολύ θρήσκοι, έγιναν έξαλλοι με τα κατορθώματα του γιου τους και πέταξαν εκείνον μαζί με εμένα στους δρόμους.

Ο πατέρας μου που μάλλον λυπήθηκε τον νεογέννητο εαυτό μου, αποφάσισε να με πάρει και να μας πάει να μείνουμε στο σπίτι του κολλητού του. Ενός 19χρονου φοιτητή που σπούδαζε οικονομικά στην Αθήνα. Και έτσι φύγαμε οι δυο μας και ξεκινήσαμε από το χωριό μας στην Πελοπόννησο για την Αθήνα όπου ο πατερας μου θα έβρισκε δουλειά για να μπορέσει να μας συντηρήσει.

Δεν ήταν ευκολα τα πράγματα αλλά ο πατεράς μου ποτέ δεν τα έβαλε κάτω. Τα πρώτα τρία χρόνια τα έβγαζε πέρα δουλεύοντας σε ένα ψιλικατζίδικο το πρωί και μοιράζοντας φυλλάδια το βράδυ, βέβαια ήταν αρκετά δυσκολο εφόσον είχε και ένα μωρό στο σπίτι αλλά ο φίλος του του στάθηκε πολυ εκείνη την εποχή προσέχοντας με οπότε έλειπε ο πατέρας μου χωρίς παράπονα ακόμα κι αν αυτό του κόστισε την φοιτητική ζωή που όλοι ονειρεύονται.

Αργότερα αποφάσισε να δώσει Πανελλήνιες ώστε να μπορέσει να περάσει σε ένα πανεπιστήμιο και να βρει μια δουλειά με καλύτερο μισθό. Ξενυχτώντας τα βράδια διαβάζοντας μετά την δουλειά και αφού με έβαζε για ύπνο, κατάφερε να περάσει στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας στο Τμήμα Επιστήμης Φυτικής Παραγωγής. Τελειωσε την σχολή σε έξι έτη, όταν εγώ ήμουν δέκα, και ευτυχώς για εμάς βρήκε αμέσως δουλειά.

Ο κολλητός του πατέρα μου, που ήταν πλεον και νονός μου, στάθηκε δίπλα του όλα αυτά τα χρόνια δίνοντας του ελπίδα και δυναμη όταν την χρειαζόταν περισσότερο. Μετά απο λίγα μόλις χρόνια είχαμε επιτέλους αρκετά λεφτά ώστε να νοικάσουμε το δικό μας σπίτι και να ξεπληρωσουμε τον νονό μου για όλα αυτά τα χρόνια που του είμασταν υπόχρεη.

Το βράδυ που μετακομισαμε στο καινούργιο μας σπίτι, ο πατέρας μου και ο κολλητος του, αφου με είχαν βάλει για ύπνο βγήκαν έξω για να το γιορτάσουν, δεν έβγαιναν συχνά και παντα έπιναν με μέτρο και δεν είμαι σίγουρη για το τι έγινε εκείνο το βράδυ παροτι που ο αστυνομικός μου είπε ότι δεν ήταν δικό τους το λάθος αλλά αυτή ήταν η τελευταία φορά που τους είδα. Ενεπλάκησαν σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ο πατέρας μου πέθανε ακαριαία και ο νονός μου μετά από μια ώρα στην εντατική ενώ ο οδηγός του άλλου αυτοκινήτου την έβγαλε με μερικά σπασμένα κοκαλα, μια διάσειση και πέντε χρονια στην φυλακή.

Ήμουν δεκατριών όταν έγινε και από την μια στιγμή στην άλλη βρέθηκα στο τίποτα. Είχα αρχίσει να πιστεύω ότι τα πράγματα πήγαιναν επιτέλους καλά για εμάς, ο πατέρας μου είχε αρχίσει να χαμογελάει και ήταν για πρώτη φορά πραγματικά χαρουμενος, θα είχαμε το δικό μας σπίτι με το δικό μου δωμάτιο και μου είχε υποσχεθεί πως θα παιρναμε και φυτά για το μικρό μας μπαλκόνι αλλά δεν έγινε τίποτα από αυτά στο τέλος.

Η αστυνομία προσπάθησε να βρει την μαμά μου αλλά εκείνη δεν ήθελε καμια σχεση μαζί μου, δεν ήθελε καν να με δει ουτε μια φορά. Έτσι λοιπόν κατέληξα εδώ που είμαι τώρα, κλεισμένη σε ένα ίδρυμα μαζί με άλλα 24 παιδιά, αγόρια και κορίτσια, προσπαθώντας να τα βγάλω πέρα.

ΑρετήΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα