Κεφάλαιο 11ο

564 46 1
                                    

Ο Φίλιππος ήταν ξαπλωμένος και κοιτούσε το ταβάνι.
Δεν μπορούσε να κοιμηθεί, σκεφτόταν ξανά και ξανά τη μέρα που προηγήθηκε.

Η πόρτα άνοιξε διστακτικά και η Αθηνά ξεπρόβαλε μισή μέσα στο δωμάτιο.
- Να περάσω; Κοιμάσαι;
Ψιθύρισε.
Ο Φίλιππος κατευθείαν ανασηκώθηκε στους αγκώνες του.
- Βέβαια.

Τότε μπήκε ολόκληρη μέσα στο δωμάτιο και διήνυσε τη μισή απόσταση μέχρι το κρεβάτι του. Κοιτάζονταν για λίγο πριν τελικά η Αθηνά του μιλήσει.
- Ήθελα να περάσουμε μαζί την τελευταία σου νύχτα πριν φύγεις.
Ο Φίλιππος σηκώθηκε από το κρεβάτι και την πλησίασε.
- Όταν μας έλουζαν με το αίμα το ένιωσες και συ έτσι δεν είναι;
Αναφερόταν σ' αυτό το αίσθημα που τον έκανε να νιώσει ολοκληρωμένος.
Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.
- Ναι.
Απάντησε ήσυχα και γλυκά και την τράβηξε κατευθείαν στην αγκαλιά του. Δεν άργησαν να φιληθούν.

- Φίλιππε σε θέλω τόσο πολύ.
Είπε λάγνα μέσα στα φιλιά τους.
- Και γω σε θέλω.
Την ξαναφίλησε.
Αυτή απομακρύνθηκε λίγο και τον κοίταξε καλά στα μάτια.
- Φίλιππε δεν κατάλαβες. Σε θέλω τώρα!
Γούρλωσαν λίγο τα μάτια του, δεν το περίμενε.
Η Αθηνά έγνεψε, επιβεβαιώνοντας την ερώτηση που κατάλαβε πως είχε στο μυαλό του.

Την απάλλαξε από τα ρούχα της και την ξάπλωσε στο κρεβάτι. Συνέχισαν να φιλιούνται. Την χούφτωνε παντού.
Σε κάποια φάση σταμάτησε να τη φιλάει. Την κοιτούσε στα μάτια όσο έβαζε δύο δάχτυλα μέσα της. Αυτή ανεστέναξε. Δάγκωσε τα χείλη της.
- Σ' αρέσει αυτό;
- Ναι.
- Θέλεις να το κάνουμε όντως;
- Ναι.
Είπε λαγνα και του έτριψε το δικό του όργανο. Ο Φίλιππος ψέλισσε κάτι από την καύλα του.
- Γιατί; Ξέρω πόσο σημαντικο είναι αυτό για σένα.
- Γιατί θέλω εσένα και θα επιλέγω πάντα εσένα.
Ο Φίλιππος άναψε παρά πολύ μ' αυτά της τα λόγια. Του άρεσε που η Αθηνά επανέλαβε τα λόγια του που της είχε πει νωρίτερα στο γλέντι.

Έφερε το πέος του στην είσοδό της και σιγά σιγά το έβαλε όλο μέσα. Η Αθηνά ήταν γαντζωμένη πάνω του, είχε πονέσει.
Περίμενε μέχρι αυτή να του πει το οκ.
Ήταν καλά και έτσι ο Φίλιππος άρχισε να κουνιέται αρχικά αργά και αργότερα επιτάχυνε ρυθμό. Η Αθηνά πονούσε ελάχιστα, αλλά μπορούσε να διακρίνει και την ευχαρίστηση που ένιωθε.

Του ζήτησε να βγει από μέσα της και αυτός το έκανε. Βρέθηκε αυτός από κάτω και η Αθηνά, αφού πρώτα σκούπισε ελαφρά το όργανό του από τα αίματα, το έβαλε στο στόμα της.
Το έκανε τόσο καλά που ο Φίλιππος έφτανε στα όριά του. Σε λίγο τελείωσε μέσα στο στόμα της και αυτή κατάπιε τον οργασμό του. Ξάπλωσε πάνω του και δεν σταμάτησαν να φιλιούνται.

Κοιμήθηκαν αγκαλιά και όταν ξύπνησε ο Φίλιππος πάλι στην ίδια στάση βρίσκονταν.
Ελάχιστο φως έμπαινε μέσα στο δωμάτιο και την παρουτηρούσε μέσα στο ημίφως. Ήταν πανέμορφη. Δεν ήθελε να την αφήσει με τίποτα. Αυτο που ένιωθε για αυτή ήταν κάτι συναρπαστικό γι' αυτόν.
Άνοιξε τα μάτια της, τον είδε και χαμογέλασε.
- Με κοιτάς ενώ κοιμάμαι;
Τον πείραξε περιπαιχτικά.
- Δεν μπορώ να αντισταθώ στη θέα.
Έσκυψε και την φίλησε.

Ήρθαν στο μυαλό της όλες οι άσχημες πληροφορίες και ξύπνησε απότομα. Ανασηκώθηκε στη θέση της και τον τράβηξε κατευθείαν στην αγκαλιά της.
- Δεν θέλω να φύγεις! Σε παρακαλώ μην φύγεις!
Την κοίταξε στα μάτια γλυκά.
- Ξέρεις ότι δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Ξέρεις ότι θα είναι μεγάλη τιμή για το όνομά μου αυτός ο πόλεμος.
- Ταν ή επί τας.
Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της και ο Φίλιππος το σκούπισε.
- Ας χαρούμε όσο χρόνο μας μένει, τι λες;
Η Αθηνά έγνεψε.
Ξάπλωσαν αγκαλιά στο κρεβάτι και έβλεπαν τη θέα έξω από το παράθυρο.

- Το μετάνιωσες;
- Όχι.
Είπε απλά συνεχίζοντας να παίζει με τις τρίχες στο στέρνο του. Της σήκωσε με τα δάχτυλα το πηγούνι, ώστε να τον κοιτάξει.
- Δεν το μετάνιωσα ούτε για μια στιγμή.
Του είπε και αυτός ένιωσε τόσο χαρούμενος.
Τα δάχτυλα του έκαναν απαλά βόλτες στο σώμα της χαϊδεύοντάς την.
- Θα σε περιμένω.
- Θα με περιμένεις;
Ανέβηκε από πάνω της.
Του χάιδεψε το πρόσωπό.
- Να έρθεις όμως σύντομα πίσω. Υπόσχεσαι;
Και οι δύο ήξεραν ότι δεν μπορούσε να δώσει τέτοια υπόσχεση.
- Θα βρεθούμε ξανά.
"Σ' αυτή ή σε κάποια άλλη ζωή" σκέφτηκαν και οι δύο.
Τα μάτια τους βούρκωσαν και αυτός κρύφτηκε μέσα στην αγκαλιά της.

Τον ξαναείδε αργότερα στην είσοδο του ανακτόρου με τους υπόλοιπους στρατιώτες. Αποχαιρετούσε την οικογένειά του. Φαινόταν τόσο σοβαρός. Τόσο γενναίος. Δεν διαγραφόταν κανένας φόβος, καμία δυσανασχέτηση, καμία αδυναμία. Της έκανε τόσο εντύπωση πόσο ευάλωτος φαινόταν μπροστά της στο δωμάτιο νωρίτερα. Κατά βάθος χαιρόταν που μπορούσε να βλέπει και τη κρυφή του πλευρά.

Σήκωσε το βλέμμα του και την κοίταξε. Διατήρησε την οπτική επαφή και η Αθηνά έγνεψε καταλαβαίνοντας ακριβώς τι της έλεγαν τα μάτια του.

Ανέβηκε στο μαύρο του άλογο και έφυγε μαζί με τους συμπατριώτες του. Τα μαλλιά του ανέμιζαν ιππεύοντας και η Αθηνά κράτησε στο μυαλό της αυτή την εικόνα, να τον θυμάται έτσι δυνατό και όμορφο, ελπίζοντας να μην είναι και η τελευταία φορά που τον έβλεπε.

Σε Χρειάζομαι Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα