Κεφάλαιο 37°

1.7K 209 38
                                    

Μόλις το πόδι πάτησε στο πρώτο σκαλί, άκουσε εκείνο τον ήχο και δεκάδες αναμνήσεις έσκασαν σαν πυροτεχνήματα στα μάτια της.

Ήταν ένας χαρακτηριστικος ήχος που παρήγαγε το μικρό ραδιοφωνακι που είχαν από πιτσιρίκια. Έπαιζε την αγαπημένη του κασέτα...

Ένα κερί ακουμπησμενο πάνω στα τελάρα έδινε φως και ένα σώμα υπήρχε ξαπλωμένο στο στρωμα... Το δικό του.

Κοίταζε σιωπηλός το ανύπαρκτο παράθυρο.

Αν μπορούσα να φτιάξω αυτο το σπίτι, εδώ ακριβώς θα έβαζα το κρεβάτι μου...της είχε πει μια μέρα
θέλω να βλέπω αυτά τα αστέρια... Κάθε ένα λένε είναι και μια ψυχή...
Ίσως και η δική μου να ανέβει εκεί μια μέρα...

Λόγια ίσως μακάβρια μα ήταν από τις σπάνιες φορές που Ορέστης εξέφραζε τέτοιες σκέψεις. Τι κι αν ήταν μόλις δεκαοχτώ τότε. Εκείνο το παιδί όταν μιλούσε, είχε μετρημένες τις λέξεις του. Σαν μεγάλωνε όμως, οι λέξεις ολοένα και λιγοστευαν..
Είχε βγάλει τα παπούτσια, τη μπλούζα και ξάπλωνε μονο με το τζιν του. Τα μαλλιά του ήταν μπερδεμένα και προς έκπληξη της, δεν μύριζε καθόλου αλκοόλ στο χώρο.

Περπάτησε αργά αργά και μόλις έφτασε πάνω από εκείνο το στρώμα περίμενε μια του λέξη. Μα αντί εκείνης, ο Ορέστης έκανε μια κίνηση που της έφερε ένα παραπονιαρικο χαμόγελο στα χείλη. Άνοιξε το ένα του χέρι... Ήταν μια κίνηση που έκανε δεκάδες φορές πριν αρχίσουν οι καυγάδες μεταξύ τους αλλά και ίσως κάθε φορά που ήθελε να τελειώσει ένας.
Έμοιαζε με ένα παζλ και εκείνη ήξερε ακριβώς ποιο κομμάτι έλειπε.
Βάζοντας τα δάχτυλα του ποδιού κόντρα πίσω από το παπούτσι, έβγαλε και τα δικά της.
Γονάτισε και βάζοντας το κεφάλι της πάνω στο μπράτσο του, έκλεισε τα μάτια και ξάπλωσε . Το χέρι του κλείδωσε γύρω της και ύστερα το στήθος του ανέβηκε ψηλά γεμίζοντας με αέρα.
Πήρε ανάσα... μια βαθιά ανάσα. Άραγε ήταν από εκείνες που θα έφερναν τη καταιγίδα; Η μήπως από εκείνες τις απεγνωσμένες; Αναρωτήθηκε μα απλά αφέθηκε στην αίσθηση του κρατήματος του.

"Δεν ήταν η τύχη του μάτια μου..." Ήταν τα πρώτα του λόγια και η Εύα ξέσπασε σε βουβά κλάματα ακούγοντας μόνο λίγες λέξεις. Πόσο διαφορετικό έβγαινε εκείνο το μάτια μου από τα δικά του χείλη... Βαθύ, αισθαντικό. Σαν κάθε ένα από τα γράμματα να είχαν τη δική τους σημασία.
Το κορμί της άρχισε να κουνιέται πάνω κάτω , τα χέρια της έσφιγγαν το ύφασμα της μπλούζας του κι εκείνος τη κράτησε δυνατά κόντρα στο κορμί.
Οι λέξεις του ξεκλειδωσαν μια πρωτόγνωρη οδύνη για εκείνη.
Έβγαζε όλο το πόνο της. Όλα όσα κρατούσε για χρόνια. Το πένθος για εκείνο το μικρό πλάσμα αλλά και το πένθος για όλες τις στιγμές που πέρασαν και χάθηκαν . Για τις στιγμές που έπρεπε να έρθουν και δεν ήρθαν ποτέ, αλλά και για όλες εκείνες που έπρεπε να ήταν διαφορετικές.
Βούτηξαν σε εκείνη τη σιωπή που τους χαρακτηριζε..
Έφτανε όμως τελικά η σιωπή για να περιγράψει όσα κανένας από τους δύο δεν έλεγε;
Έπρεπε να ειπωθούν λόγια;
Όχι... Μερικές φορές τα λόγια όντως περισσεύουν.
Την άφηνε να ξεσπάσει και παράλληλα ξεσπούσε και ο ίδιος με το τρόπο του.
Γέμιζε ζωή μέσα από εκείνη τη σκοτεινή τους στιγμή. Ήταν η αναγνώριση κάθε λάθους. Ήταν η αναγνώριση δεκαπέντε ολόκληρων χρόνων που έδωσαν ζωή στην αυτοκαταστροφή, την αποστροφή και το μίσος χωρίς αληθινό λόγο.

Δύο μικροί αγγέλοι.. (Υπό Επιμέλεια)Where stories live. Discover now