MINE? [✓]

By -xalarwse-

453K 25.3K 7.5K

«Με ποιο δικαίωμα το έκανες αυτό, δεν σου είμαι τίποτα», φώναξα δυνατά για να μπει στον ανύπαρκτο εγκέφαλο το... More

Chapter 1
Chapter 2
Chapter 3
Chapter 4
Chapter 5
Chapter 6
Chapter 7
Chapter 8
Chapter 9
Chapter 10
Chapter 11
Chapter 12
Chapter 13
Chapter 14
Chapter 15
Chapter 16
Chapter 17
Chapter 18
Chapter 19
Chapter 20
Chapter 21
Chapter 22
Chapter 24
Chapter 25
Chapter 26
Chapter 27
Chapter 28
Chapter 29
Chapter 30
Chapter 31
Chapter 32
Chapter 33
Chapter 34
Chapter 35
Chapter 36
Chapter 37
Chapter 38
Chapter 39
Chapter 40
Chapter 41
Chapter 42
Chapter 43
Chapter 44
Chapter 45
Chapter 46
Chapter 47
Chapter 48
Chapter 49
Chapter 50
Chapter 51
Chapter 52
Chapter 53
Chapter 54
Chapter 55
Chapter 56
Chapter 57
Chapter 58
Chapter 59
Chapter 60
Chapter 61
Chapter 62
Chapter 63
Chapter 64

Chapter 23

7K 405 59
By -xalarwse-

Στριφογυρίζω τα μάτια μου.
«Ναι ναι».

Το αμάξι του Γιώργου σταματάει μπροστά μας και τα παιδιά κατεβαίνουν.

Τα αγόρια κοιτάζουν μια εμένα και μια τον Στέφανο.

«Κρύωνε», εξηγεί ο Στέφανος και με δείχνει.

Τα αγόρια γνέφουν αδιαφορία.
Μακάρι να μπορούσα να πω το ίδιο και για τα κορίτσια, οι οποίες χαμογελούν πονηρά και δεν έχουν κάνει ακόμη κάποιο πονηρό-πρόστυχο σχόλιο και αρχίζω να ανησυχώ για την προσωπική τους ακεραιότητα.

«Άντε πάμε να βρούμε μέρος να στήσουμε τις σκηνές», λέει ενθουσιασμένη η Δάφνη και προχωράει μπροστά.

Ο Γιώργος την ακολουθεί με τις σκηνές στα χέρια του.

Κάτι θα παιχτεί με τα πιτσουνακια ή είναι η ιδέα μου;

Η Φαίη με τον Άλεξ προχωρούν πίσω τους και τους ακολουθώ, μα το χέρι του Στέφανου με σταματάει.

«Μην τους χαλάς την στιγμή».

«Συγγνώμη; Τους χαλάω την στιγμή;
Έχουμε έρθει όλη η παρέα για κάμπινγκ, είμαστε όλοι μαζί».
Εξηγώ εκνευρισμένη.
«Δεν έχουν βγει ραντεβού και τους κουβαλήθηκα».

Αναστεναζει και παρατηρώ την ανάσα του στον παγωμένο αέρα.

«Δεν το εννοούσα έτσι», εξηγεί ήρεμα.

Ανασηκώνω τους ώμους μου.
«Τέλος πάντων, πάμε», του δείχνω τον δρόμο με το βλέμμα μου και αφού γνέψει βαδίζει δίπλα μου.

Τα παιδιά έχουν προχωρήσει περισσότερο από εμάς και με δυσκολία τους βλέπουμε.

«Φερε μου την σακούλα», με διατάζει ήρεμα και τείνει το χέρι του προς εμένα, σε μια προσπάθεια να πάρει την σακούλα με τις προμήθειες από τα χέρια μου.

Ικανό τον έχω να του πέσει κάτω η σακούλα και να σπάσουν οι μπύρες, και μετά να σπάσω ο,τι έχει απομείνει από τα μπουκάλια στο κεφάλι του.

«Δεν χρειάζεται, δεν είναι βαριά εξάλλου», ψεύδομαι για να μην του την δώσω.

Εντάξει, είναι λίγο βαριά.
Κουβαλάω δώδεκα μπύρες, μαζί με ξηρούς καρπούς, μαρσμελλοους, σοκολάτες και ότι ανθυγιεινο μπορεί να φανταστεί ο νους σας.

Αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να δώσω τις προμήθειες μας στο στόμα του λύκου.

Αν δεν καταλάβατε ποιού λύκου εννοώ, φυσικά και του Στέφανου.

Φημίζεται για την μαλακία που κουβαλάει, για το πόσο ατσούμπαλος είναι και φυσικά για το πόσο ανώριμος είναι.

«Φέρτην μου», με διατάζει ξανά και γνέφω αρνητικά.

«Σου είπα όχι».

Με το που πάω να ανέβω το σκαλοπάτι εκείνος κλείνει το φακό του κινητού του και πέφτω κάτω.

Ρε βλάκα!

Αφήνω μια σιγανή κραυγή πόνου και εκείνος έρχεται αμέσως δίπλα μου.

«Χτύπησες;», πέφτει στα γόνατα δίπλα μου και προσπαθεί να με σηκώσει.
Κρύβω το χέρι μου και γνέφω αρνητικά. «Καλά ειμαι».

Σηκώνομαι επάνω και τινάζομαι από τις σκόνες. «Ποσο χαζός παίζει να 'σαι;», ψιθυρίζω και με κοιτάζει.

Ανοίγει τον φακό και τον στρέφει σε εμένα. Το βλέμμα του πέφτει στο χέρι μου, το οποίο στιγμιαία κρυβω με το μακρύ μπουφάν του.

«Χτύπησες».

«Οχι», λέω απλά και συνεχίζω να προχωράω, μα πιάνει τον καρπό μου και με γυρνάει σε εκείνον.

Μια κραυγή πόνου βγαίνει από το στόμα μου εφόσον ακούμπησε το χέρι που χτύπησα όταν έπεσα.

«Τι έγινε;», κοιτάζει τον καρπό μου και στρέφει τον φακό του κινητού του στο χέρι μου.

Ω, τώρα που το παρατηρώ, είναι λιγαακι πιο σοβαρό από ότι το περίμενα.

Η παλάμη μου έχει ένα βαθύ σκισημο και το αίμα τρέχει από την πληγή.

Σηκώνω το κεφάλι μου και τον κοιτάζω. «Ουπς», χαμογελάω ένοχα.

«Εγώ στο έκανα αυτό;», σμίγει τα φρύδια του λες και πονάει με όλο αυτό.

Όχι, δεν εννοώ πως πονάει που βλέπει την πληγή μου. Λέω πως πονάει που πιστεύει πως εκείνος το προκάλεσε.

«Δεν πειράζει. Δεν πονάει».

Εκείνος παίρνει ήρεμα την σακούλα από το χέρι μου και την αφήνει κάτω.
Βγάζει από το μπουφάν του που φοράω ένα πακέτο χαρτομάντιλα και μου τα δίνει να τα κρατάω.

Ακουμπάει τα μαλλιά μου και εγώ σηκώνω το κεφάλι μου για να δω τι κάνει. Βγάζει το κοκαλακι που έχω δέσει τα μαλλιά μου αφήνοντας τα ελεύθερα, και τα στρώνει περνώντας τα δάχτυλα του μέσα σου αυτά.

«Γιατί το κάνεις αυτό;», τον ρωτάω και σμίγει τα φρύδια του. Ξεροκαταπίνει και παρατηρώ την καρωτίδα του, η οποία πετάγεται έξω με έναν εκπληκτικό τρόπο.

ΦΑΙΔΡΑ ΣΥΝΕΛΘΕ!

Τυλίγει το χέρι μου με δύο χαρτομάντιλα. «Για να σταματήσω την αιμορραγία», εξηγεί ήρεμα και παρόλο που έχει υπερβολικά πολύ κρύο, η ανάσα του πέφτει πολύ ζέστη επάνω μου.

«Οχι. Εννοώ γιατί με βοηθάς».

«Γιατί εγώ είμαι υπαίτιος για αυτό».

«Α», μουρμουραω. Ίσως ήθελα να ακούσω κάτι άλλο.

«Και επειδή νοιάζομαι για εσένα», με κοιτάζει στιγμιαία στα μάτια.

Σπάει με τα δόντια του το λαστιχάκι μου και το δένει γύρω από το χέρι μου και το αφήνει ήρεμα.

«Ευχαριστώ», του χαμογελάω και γνέφει με ένα χαμόγελο.

«Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω», εξηγεί και παίρνει την σακούλα στα χέρια του.

«Παμε».

«Εντάξει. Αλλά αν ξανά κλείσεις τον φακό θα σου βάλω τρικλοποδιά και θα κατέβεις τις σκάλες σαν γιουβαρλάκι»
Τον προειδοποιώ και το γέλιο του ηχεί στα αυτιά μου.

«Εντάξει εντάξει», γελάει εκείνος και ανασηκώνει αθώος τους ώμους του συνεχίζοντας να ανεβαίνει τα πέτρινα σκαλοπάτια.

Εσύ εκεί, ναι εσένα λέω.
Εσύ που τον θεωρείς αθώο,

ΜΟΝΟ ΑΘΩΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ!

Μετά από κάποια λεπτά περπάτημα φτάνουμε στα παιδιά.

«Άντε ρε μαλάκες, που είστε τόση ώρα;», φωνάζει ο Γιώργος στον Στέφανο και εκείνος απλά τον κοιτάζει χωρίς να μιλήσει.

Η Φαίη με την Δάφνη μας κοιτάζουν περιμένοντας να πούμε κάτι, αλλά δεν βγαίνει λέξη από το στόμα μου, το ίδιο και του Στέφανου.

Στήνουμε τις σκηνές με ευκολία, και φέρνουμε τις κουβέρτες έξω.

Τα αγόρια ανάβουν την φωτιά και εγώ πλησιάζω τα κορίτσια.

«Θεε μου Φαίδρα, τι έπαθες;», με ρωτάει η Δάφνη καθώς παρατηρεί το χέρι μου, τα χαρτομάντιλα έχουν ποτίσει το αίμα μου.

«Απλά έπεσα, δεν είναι κάτι σοβαρό», της εξηγώ για να ηρεμήσει.

Φρικαρει πολύ όταν βλέπει πληγές, πόσο μάλλον μια τόσο μεγάλη ποσότητα αίματος.

«Πως το έκανες αυτό ρε;», η Φαίη παίρνει το χέρι μου και απομακρύνει το χαρτομάντιλο από το χέρι μου για να δει την πληγή.

Σηκώνω το κεφάλι μου για να κοιτάξω τον Στέφανο, ο οποίος κουβαλάει τα ξύλα, και με κοιτάζει ήδη.

«Δεν έχει σημασία», λέω στην Φαίη, αλλά χαμογελάω στον Στέφανο.

Εκείνος μου ανταποδίδει το χαμόγελο και αφοσιώνεται στο να ανάψει την φωτιά με τον Άλεξ και τον Γιώργο.

Προχωράω προς τα παιδιά. Η Φαίη και ο Άλεξ έχουν μοιραστεί την κουβέρτα και έχουν καθίσει γύρω από την φωτιά.

Ο Στέφανος με τον Γιώργο και την Δάφνη σκεκονται όρθιοι και κάτι συζητούν, και καθώς τους πλησιάζω το κινητό μου χτυπάει.

Απομακρύνομαι λίγο και σηκώνω το κινητό μου. «Ελα μαμά».

«Αγάπη μου; Φτάσατε;»

«Ναι εδώ και λίγη ώρα. Ωραία είναι», την εξηγώ και ακόμα εκπλήσσομαι πως με άφησε να έρθω. Ίσως κατανοεί ότι τον επόμενο μήνα γίνομαι 18 και μου επιτρέπει να κάνω περισσότερα πράγματα από ότι πέρυσι.

«Ωραία, ο,τι χρειαστείς πάρε με εντάξει;»

«Εντάξει μαμά», το κλείνω και προχωράω προς τα παιδιά.

Η Δάφνη έχει σκεπαστεί με τον Γιώργο, που σημαίνει ότι μένει μόνο μια κενή θέση.

Στον Στέφανο.

Γαμωτο, επίτηδες το κάνουν;

Κοιτάζω εχθρικά την Δάφνη και εκείνη μου χαμογελάει 'αθώα'.

Εντάξει τώρα σιγουρευτηκα ότι όλο αυτό γίνεται επίτηδες.

Η Φαίη μου κάνει νόημα να πάω δίπλα στον Στέφανο και της γνέφω αρνητικά.

«Θα κάτσω στο πάτωμα», λέω και πάω να κάτσω σταυροπόδι στο κρύο πάτωμα.

«Αλήθεια προτιμάς να κάτσεις στο πάτωμα από το να μοιραστείς την κουβέρτα μαζί μου;», λέει
-πληγωμένα- θα έλεγα και εντάξει νιώθω λίγο άσχημα για αυτό που κάνω.

«Δεν δαγκώνω», σχολιάζει ήρεμα και μου κάνει νόημα να πάω δίπλα του.

Σηκώνομαι επάνω και τον πλησιάζω.
Μου κάνει χώρο για να μπω (ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΕΝΝΟΩ ΠΡΌΣΤΥΧΟΜΥΑΛΕΣ ΣΟΥΠΙΕΣ), και με σκεπάζει για να ζεσταθώ.

«Ήξερα ότι δεν μπορείς να μου αντισταθείς», ψιθυρίζει στο αυτί μου. Η ζέστη ανάσα του ανατριχιαζει το κορμί μου, και περνάει το χέρι του γύρω από τον ώμο μου, φέρνοντας με στο στέρνο του, ενώ τυλίγει την κουβέρτα περισσότερο γύρω μου.

•~•

Γεια σας μελομακάρονα και κουραμπιεδακια μου!

Τι κάνετε;

Πως σας φάνηκε το κεφάλαιο;

Εμένα έτσι και έτσι🙁

Αλλά στο επόμενο θα γίνουν αρκετά.

Δεν κάνω σποιλς.

Χεχεχεχε.

Τα λέμε στο επόμενοο

Φιλάκια, η δικιά σας, Σία🌹

Continue Reading

You'll Also Like

408K 10.8K 28
Η Εύα είναι 25 ετών, ζει στο Λονδίνο μόνη της, αφού οι γονείς της έχουν πεθάνει. Είναι σχεδιάστρια και παράλληλα μοντέλο σε μια από της πιο γνωστές ε...
138K 5.7K 29
Μπορει το μυαλο ενας ανθρώπου να τον οδηγήσει σε λάθος συμπεράσματα; Ποσο μαλλον αν αυτο το μυαλο ειναι ενός αθώου κοριτσιού που με βάση την νεα Πόλ...
23K 652 28
Αρχηγοί μαφίας και οι δύο! Η μία της Ισπανίας και ο άλλος της Ιταλίας! Έχουν έχθρα από παλιά Τι θα τους ενώσει όμως ; Πίος κοινός εχθρός θα παρουσ...
142K 7.3K 40
"Με λενε Άννα"του λεω καθώς παρατηρώ τον χορό γύρω μου. Το διαμέρισμα του είναι σαν να ειναι κάποιος κλέφτης και να έχει έρθει να μείνει εδω κρυφά. Ε...