Έχουν περάσει τρεις ημέρες από την υποτιθέμενη τιμωρία της μητέρας μου.
Δηλαδή, κοίτα φίλος, είμαι 18 χρονών..
Δεν είσαι ακόμη 18 χρονών...
Με διορθώνει η φωνουλα.
Σκάσε, είμαι ΣΧΕΔΟΝ 18 χρονών.
Σε λίγους μήνες τα κλείνω οπότε μοκο.
Εκτός αυτού όμως, δεν γίνεται να με βάζει η μάνα μου τιμωρία επειδή πήρα ωριαία, και πάνω από όλα χωρίς να φταίω.
Δεν είμαι κανένα παιδάκι του γυμνασίου, πρέπει να το καταλάβει κάποια στιγμή.
Είναι Παρασκευή, η αγαπημένη μου ημέρα.
Και δεν θα βγω έξω λόγω της ανόητης,
τόσο αστοχης και χωρίς νόημα τιμωρίας της.
Σε ευχαριστώ μαμά, το εκτιμώ πολύ.
Πάμε σε ένα άλλο θέμα όμως, λιγάκι πιο σοβαρό.
Ο Στέφανος.
Με αποφεύγει εδώ και, χμμ τρεις ημέρες.
Τυχαίο;
Δεν ξέρω, μην με ρωτάτε.
Το βράδυ έφυγε από το σπίτι μου, και μου έστειλε ένα μήνυμα που έλεγε τα λέμε στο σχολείο.
Και μαντεψτε.
ΔΕΝ ΤΑ ΕΙΠΑΜΕ ΠΟΤΕ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ.
Γιατί με αποφύγει.
Ίσως απλά βαρέθηκε την παρέα μου;
Δηλαδή νταξει, δεν μπορεί να το κάνει πιο κατανοητό. Εδώ καλά καλά χτες είχε μείνει έξω στο μάθημα της Γεωμετρίας, και εγώ ζήτησα από τον καθηγητή να πάω τουαλέτα και αφού μου έριξε μια απαξιωτική μάτια μου επέτρεψε να βγω έξω, με την προϋπόθεση να μην αργήσω.
Και αφού βγήκα από την τάξη κατευθύνθηκα προς το κυλικείο, σε περίπτωση που ήταν εκεί.
Κανένα σημάδι του, οπότε έκανα μια γρήγορη μεταβολή για την τάξη, δεν έχω όρεξη για την γκρίνια του παπάρα.
Με το που γυρνάω, αντικρίζω τον Στέφανο να περπατάει προς την κατεύθυνση μου, και μόλις με βλέπει ΑΛΛΑΖΕΙ ΔΙΑΔΡΟΜΟ.
Μόνο ταμπέλα δεν κράταγε που γράφει πάνω της με κεφαλαία γράμματα ΣΕ ΑΠΟΦΕΥΓΩ.
Αφού παίρνω απόφαση να σηκωθώ από το κρεβάτι μου, πηγαίνω στο μπάνιο. Δεν αργώ και κατεβαίνω στην κουζίνα.
Όλοι είναι εδώ εκτός από την μαμά.
Πάλι καλά δηλαδή.
«Καλημέρα» Μουρμουριζω αδιάφορα και ανοίγω το ντουλάπι παίρνοντας ένα ποτήρι. Γεμίζω το ποτήρι μου και βάζω το χάρτινο κουτί πίσω στο ψυγείο.
Κάθομαι στην θέση μου.
«Καλημέρα» Αποκρίνεται ο πατέρας μου, και δεν τον κοιτάζω καν.
Απλά πίνω το δροσερό μου γάλα.
Ο αδερφός μου αντί για καλημέρα, ανακατευτεί ως συνήθως τα μαλλιά μου και φεύγει από το σπίτι.
«Προς τι αυτά τα μούτρα;»
Σμίγει τα φρύδια του, αφήνει την εφημερίδα που κρατάει τα χέρια του και στρέφει την προσοχή του πάνω μου.
Τι να σου προτωπω;
Για την άθλια τιμωρία, ή για την ανεξήγητη συμπεριφορά του Στέφανου απέναντι μου;
Επιλέγω το πρώτο.
«Η τιμωρία σας. Είναι ανούσια»
Εκμυστηρεύομαι ειρωνικά και αδειάζω με μιας το περιεχόμενο του ποτηριού μου, αφήνοντας το επίτηδες με δύναμη πάνω στο τραπέζι.
Ούτε ουίσκι να 'πινα δηλαδή.
«Δεν είναι ανούσια. Ξέρεις πολύ καλά πως δεν θέλουμε να κάνεις απουσίες.
Είσαι στην τελική ευθεία, θέλουμε να προσέχεις και να είσαι συνεπής στα μαθήματα σου, για να πετύχεις τους στόχους σου» Λέει σοφά. "Όχι να αφήνεις να σε παρασύρουν αγόρια"
Τι είπε μόλις;
«Έφυγα για τρεις ώρες από το σχολείο μόνη μου, δεν με παρέσυρε κανείς»
Λέω μέσα από τα δόντια μου.
«Άλλα μου είπε η μητέρα σου»
Λέει σοβαρά.
«Δεν με ενδιαφέρει τι σου είπε η μητέρα μου» Φτύνω εκνευρισμένη κοροϊδεύοντας τις λέξεις που χρησιμοποίησε και σηκώνομαι με νεύρο πάνω.
«Μην έχεις νεύρα, συζήτηση κάνουμε» Λέει ήρεμα.
Φίλος αυτό μόνο συζήτηση δεν είναι.
«Ωραία η συζήτηση, αλλά έχω σχολείο» Λέω ειρωνικά, και με μια κίνηση πιάνω την τσάντα μου από το πάτωμα.
«Θέλεις να σε πάω με το αμάξι;»
Αντί για απάντηση, κλείνω δυνατά την πόρτα.
Οι ώρες στο σχολείο περνούν βασανιστηκα θα έλεγα και ομολογώ να πω πως το να είμαι μόνη μου είναι άσχημο.
Το κουδούνι χτυπάει και η τελευταία ώρα επιτέλους έρχεται.
Με ένα σήκωμα του χεριού χαιρετάω τα κορίτσια που μπαίνουν στην δίπλα αίθουσα για να κάνουν αρχαία.
Γατάκια, μαθηματικά μόνο.
Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τα αρχαία έτσι και αλλιώς.
Μπαίνω στην τάξη ετοιμαζομενη για την τελευταία βαρετή ώρα άλγεβρας.
Βγάζω το τετράδιο μου, και η πόρτα ανοίγει. Σηκώνω το βλέμμα μου και αντικρίζω τον Στέφανο.
Δεν μπήκε στο μάθημα ολόκληρη την ημέρα, θα μπει την τελευταία ώρα;
Με ποια λογική τέλος πάντων;
«Τελευταία φορά»
Λέει αυστηρά ο μαθηματικός.
«Πέρασε μέσα»
Εκείνος γνεφει και με ένα θεατρικό χαμόγελο γεμάτο ειρωνία μπαίνει μέσα στην τάξη.
Επιλέγω να μην τον χαιρετήσω, εξάλλου εκείνος με αποφεύγει τρεις ήμερες ακατάπαυστα.
Αν λοιπόν κάποιος πρέπει να χαιρετήσει πρώτος, αυτός είναι σίγουρα ο Στέφανος.
Κάθεται στο διπλανό θρανίο στην θέση του, και αγνοεί παντελώς την ύπαρξη μου.
«Φαίδρα;»
Ψυθυριζει.
Εγώ αμφιταλαντευομαι στο να τον αγνοήσω ή να του πετάξω το βιβλίο στο κεφάλι.
Καμία επιλογή δεν μου φαίνεται κατάλληλη για την ώρα οπότε απλά σηκώνω το βλέμμα μου.
«Έχεις στυλό;»
Μου χαρίζει ένα στραβό χαμόγελο.
Ανοίγω την κασετίνα μου και του πετάω με δύναμη ένα στυλό, το οποίο προσγειώνεται ακριβώς μπροστά του.
«Γιατί τόσα νεύρα;»
Ρωτάει, και γυρίζει την προσοχή του στον πίνακα για να μην τον καταλάβει ο μαθηματικός.
«Μη μιλάς»
Τον επιπλήττω ενοχλημένη.
«Τι έκανα;»
Ρωτάει αυτή τη φορά, πιο δυνατά από την προηγούμενη.
«Απλά συνέχισε να με αγνοείς.
Το κάνεις πολύ καλά τις τελευταίες ημέρες» Σχεδόν φωνάζω.
Ο μαθηματικός μου χαρίζει ένα βλέμμα προειδοποίησης, πως στην επόμενη παρατήρηση θα με βγάλει έξω και το ληγουμε εδώ.
(...)
Είναι τόσο ανόητος, ανεγκεφαλος και εγκεφαλικά νεκρός.
Στον Στέφανο αναφέρομαι φυσικά.
Σαπουνιζω καλα τα μαλλιά μου με το συνηθισμένο σαμπουάν καρύδας.
Τρίβω απαλά το σώμα μου με το αφρολουτρο εξωτικών φρούτων και ξεπλένομαι γρήγορα.
Έχω σπαταλήσει σχεδόν όλο το ζεστό νερό, διότι μ'αρεσει το νερό και τρέχει πάνω μου και εγώ να βυθίζομαι στις σκέψεις μου.
Γιατί το κάνει αυτό;
Με το που χτύπησε το κουδούνι για να σχολασουμε άφησε απλά το στυλό πάνω στο θρανίο μου και βγήκε από την τάξη.
Ξεφυσαω στην ανάμνηση.
Βγάλτον από το μυαλό σου Φαίδρα.
Είμαι σίγουρη πως εκείνος δεν σε σκέφτεται καν.
Φυσικά και δεν με σκέφτεται.
Γιατί να το κάνει;
Είναι Παρασκευή απόγευμα και δεν μπορώ να βγω έξω.
Ίσως πω στα κορίτσια να έρθουν για καμιά ταινία αν θέλουν.
Ξεπλένομαι από τις σαπουναδες.
Βγαίνω από το μπάνιο, και βγάζω την τάπα, παρατηρώντας το νερό να χύνεται στο συφωνι.
Τυλίγω μια πετσέτα γύρω από το σώμα μου, ενώ τρίβω μια άλλη στα μαλλιά μου για να μην στάζουν.
Βάζω την κρέμα σώματος μου με άρωμα σοκολάτας και σέρνω το σώμα μου στο δωμάτιο μου, σκεφτόμενη ξανά τον Στέφανο.
ΒΓΑΛΕ. ΤΟΝ. ΑΠΟ. ΤΟ. ΜΥΑΛΟ. ΣΟΥ.
Προσπαθώ εντάξει;
Μπαίνω μέσα και κλειδώνω την πόρτα για να ντυθώ.
Με το που γυρίζω βρίσκω τον Στέφανο να ξαπλώνει στο κρεβάτι μου και τριριζω από την τρομάρα μου.
«Πως μπήκες εδώ μέσα;»
Τριριζω, και εκείνος χαμογελαει αυταρεσκα.
•~•
Γεια σας μπακλαβαδάκια μου.
Τι κάνετε;
Ζήτω συγγνώμη που δεν ανέβηκε χτες, μα αύριο γράφω Ιστορία και μεθαύριο Αρχαία Κατεύθυνσης και διάβαζα:(
Ελπίζω να καταλαβαίνετε.
Πάμε τώρα στο κεφάλαιο.
Πως σας φάνηκε;😝
Ελπίζω να σας άρεσε, εμένα μ'αρεσε αρκετά μπορώ να πω.
Σύντομα έρχεται το νέο μου βιβλίο PAIN οπότε μείνετε συντονισμένοι 😍
Τα λέμε στο επόμενο.
Φιλάκια, η δικιά σας, Σία🌹