Νιώθω το στήθος μου να πονάει καθώς βλέπω τον Κρίστιαν να τυλίγει τα χέρια του γύρω από την Κίμπερλυ και να τη σηκώνει από το πάτωμα σε μια κίνηση αγάπης. Χαίρομαι τόσο για εκείνη, αλήθεια χαίρομαι. Είναι απλά ότι είναι δύσκολο να κάθεσαι και να βλέπεις κάποιον να παίρνει κάτι που εσύ ήθελες, όσο χαρούμενη και αν είσαι για αυτούς. Ποτέ δεν ήθελα να πάρω ούτε λίγη από την ευτυχία της αλλά είναι δύσκολο να κοιτάω καθώς φιλάει και τα δυο της μάγουλα και περνά το υπέροχο διαμαντένιο δαχτυλίδι στο δάχτυλο της.
Σηκώνομαι από την θέση μου, ελπίζοντας ότι κανείς δεν θα προσέξει την απουσία μου και καταφέρνω να φτάσω στο σαλόνι πριν τα δάκρυα μου πέσουν στα μάγουλα μου. Ήξερα ότι θα συμβεί αυτό, ήξερα ότι δεν θα καταρρεύσω. Αν δεν ήταν εκείνος εδώ θα μπορούσα να το χειριστώ αλλά είναι υπερβολικά σουρεαλιστικό, υπερβολικά επώδυνο το να είναι εδώ.
Ήρθε για να με βασανίσει, έπρεπε να το κάνει. Για ποιον άλλο λόγο θα ήταν εδώ και δεν θα μου μιλούσε καθόλου; Δεν βγάζει νόημα, με αγνοούσε για τις τελευταίες δέκα μέρες και μετά εμφανίζεται εδώ ενώ ήξερε ότι θα ήμουν εδώ. Δεν έπρεπε να έρθω, έπρεπε τουλάχιστον να οδηγήσω μέχρι εδώ για να μπορούσα να φύγω τώρα. Ο Ζέιν δεν θα είναι εδώ μέχρι... ο Ζέιν. Ο Ζέιν θα έρθει να με πάρει στις οκτώ και είναι επτά μισή τώρα. Ο Χάρρυ θα τον σκοτώσει, κυριολεκτικά, αν τον δει εδώ.
Ή μπορεί και όχι, μπορεί να μην τον νοιάζει καθόλου. Βρίσκω την τουαλέτα και κλείνω την πόρτα πίσω μου. Μου παίρνει λίγο να καταλάβω ότι ο διακόπτης για το φως είναι μια οθόνη αφής στον τοίχο. Αυτό το σπίτι είναι πολύ υψηλής τεχνολογίας για μένα. Έγινα τελείως ρεζίλι την στιγμή που μου έπεσε το ποτήρι με το κρασί όταν τον είδα. Δείχνει τόσο αδιάφορος, σαν να μην μπορούσε να νοιαστεί λιγότερο που είμαι εδώ ή σαν να μην είναι καθόλου περίεργη η παρουσία του εδώ. Ήταν καθόλου δύσκολο για αυτόν? Πέρασε τις πρώτες μέρες κλαίγοντας και μένοντας στο κρεβάτι όπως έκανα εγώ? Δεν μπορώ να ξέρω και δεν αλλάζει αυτή την πονεμένη έκφραση του.
Ανάσες Τέσσα. Πρέπει να ανασάνεις. Πρέπει να ανασάνω ανεξάρτητα από το κοφτερό μαχαίρι που γυρνάει στο στήθος κάθε φορά που προσπαθώ. Σκουπίζω τα μάτια μου και κοιτάω την αντανάκλαση μου. Το μακιγιάζ μου δεν έχει μουτζουρωθεί ευτυχώς και τα μαλλιά μου είναι ακόμα υπέροχες μπούκλες. Τα μάγουλα μου είναι ελαφρώς κόκκινα αλλά κατά κάποιο τρόπο με κάνει να δείχνω καλύτερα, πιο ζωντανή. Όταν ανοίγω την πόρτα ο Τρέβορ στηρίζεται στον τοίχο, ανησυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του.
«Είσαι καλά; Βγήκες από εκεί μέσα αρκετά γρήγορα.» κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου.
«Ναι... απλά ήθελα λίγο αέρα.» λέω ψέματα. Χαζό ψέμα, δεν βγάζει καν νόημα να πάω στην τουαλέτα για να πάρω αέρα. Ευτυχώς για μένα ο Τρέβορ είναι ευγενικός και δεν θα με κορόιδευε για το ψέμα μου όπως θα έκανε ο Χάρρυ.
«Εντάξει, σερβίρουν επιδόρπιο τώρα αν πεινάς ακόμα.» μου λέει ενώ περπατάμε στον διάδρομο.
«Δεν πεινάω τόσο αλλά θα φάω λίγο.» απαντάω.
«Πως το ξέρεις;» η μικρή φωνή του Σμιθ ακούγεται από το δωμάτιο που περνάμε.
«Γιατί ξέρω τα πάντα.» ο Χάρρυ απαντάει. Ο Χάρρυ; Στο δωμάτιο με τον Σμιθ;
«Εσύ συνέχισε, εγώ...αμ...θα πάω να μιλήσω στον Σμιθ.»
«Είσαι σίγουρη... μπορώ να περιμένω.» προτείνει.
«Όχι, είμαι εντάξει.» τον απορρίπτω ευγενικά για να μπορώ να κρυφακούσω όχι τόσο ευγενικά.
«Όχι τα πάντα.» λέει ο Σμιθ.
«Και όμως, ξέρω τα πάντα.» η φωνή του Χάρρυ είναι ήρεμη ενώ γέρνω στον τοίχο δίπλα στην πόρτα.
«Εκείνη θα πεθάνει;»
«Όχι, τι τρέχει με σένα και νομίζεις ότι όλοι θα πεθάνουν;»
«Δεν ξέρω» του λέει το μικρό αγόρι.
«Λοιπόν δεν είναι αλήθεια, δεν πεθαίνουν όλοι.»
«Ποιοι πεθαίνουν;»
«Όχι όλοι.»
«Τότε ποιοι Χάρρυ;» ο Σμιθ πιέζει.
«Άνθρωποι, κακοί άνθρωποι υποθέτω. Και ηλικιωμένοι άνθρωποι. Και άρρωστοι άνθρωποι, oh και λυπημένοι άνθρωποι μερικές φορές.»
«Σαν την όμορφη κοπέλα σου;» η καρδιά μου χτυπά γρηγορότερα.
«Όχι! Δεν θα πεθάνει. Δεν είναι λυπημένη.» ο Χάρρυ λέει και καλύπτω το στόμα μου με το χέρι μου.
«Είναι.»
«Όχι, δεν είναι. Είναι ευτυχισμένη, και δεν θα πεθάνει. Ούτε και η Κίμπερλυ.»
«Πως το ξέρεις;»
«Σου είπα ήδη πως το ξέρω, επειδή ξέρω τα πάντα.» ο τόνος της φωνής του έχει αλλάξει από τότε που αναφέρθηκε το όνομα μου.
«Όχι δεν ξέρεις τα πάντα.» ο Σμιθ μισογελάει.
«Είσαι εντάξει τώρα; Ή θα κλάψεις περισσότερο;» ο Χάρρυ ρωτάει.
«Μην με πειράζεις.»
«Συγνώμη, τελείωσες με το κλάμα όμως;»
«Ναι.»
«Ωραία.»
«Ωραία.»
«Μην με κοροϊδεύεις. Είναι αγενές.» λέει ο Χάρρυ.
«Εσύ είσαι αγενής.»
«Όπως είσαι και εσύ, είσαι σίγουρος ότι είσαι μόνο πέντε;» ο Χάρρυ ρωτάει και αναρωτιέμαι το ίδιο πράγμα. Ο Σμιθ είναι ώριμος για την ηλικία του, αλλά υποθέτω πρέπει να είναι λαμβάνοντας υπόψη όσα έχει περάσει.
«Αρκετά σίγουρος. Θες να παίξουμε;» ο Σμιθ τον ρωτάει.
«Όχι, δεν θέλω.»
«Γιατί;»
«Γιατί κάνεις τόσες πολλές ερωτήσεις, μου θυμίζεις...»
«Τέσσα;» η φωνή της Κίμπερλυ με τρομάζει και σχεδόν ουρλιάζω.
«Έχεις δει τον Σμιθ; Έφυγε τρέχοντας και ο Χάρρυ μέσα από όλους τους ανθρώπους πήγε πίσω του.» η Κίμπερλυ δείχνει μπερδεμένη αλλά και συγκινημένη από αυτό.
«Αμμ, όχι.» τρέχω στον διάδρομο για να αποφύγω την γελοιοποίηση του να με δει ο Χάρρυ. Ξέρω ότι άκουσε την Κίμπερλυ να φωνάζει το όνομα μου. Όταν πάω πίσω στην τραπεζαρία πλησιάζω την μικρή ομάδα με την οποία μιλάει ο Κρίστιαν και του λέω πόσο εκτιμώ που με κάλεσε και τον συγχαίρω για τον αρραβώνα του. Η Κίμπερλυ εμφανίζεται μερικά λεπτά αργότερα και της δίνω μια αποχαιρετιστήρια αγκαλιά πριν κάνω το ίδιο με την Κάρεν και τον Κεν.
Ελέγχω το κινητό μου, είναι δέκα λεπτά πριν τις οκτώ. Ο Χάρρυ είναι απασχολημένος με τον Σμιθ και προφανώς δεν έχει σκοπό να μου μιλήσει και δεν με πειράζει. Αυτό είναι που χρειάζομαι, δεν χρειάζομαι να μου απολογηθεί και να μου πει πόσο μίζερος ήταν χωρίς εμένα. Δεν χρειάζομαι να με κρατήσει και να μου πει ότι θα βρούμε ένα τρόπο να το λύσουμε αυτό, να φτιάξουμε όλα όσα έχει σπάσει. Δεν το χρειάζομαι αυτό. Το θέλω περισσότερο από τίποτα άλλο, αλλά δεν το χρειάζομαι. Και δεν θα το κάνει ούτως ή άλλως οπότε είναι άσκοπο να το χρειάζομαι. Πονάει λιγότερο όταν δεν το χρειάζομαι.
Μέχρι να φτάσω στο τέλος του δρόμου που οδηγεί στην μεγάλη εξώπορτα του κήπου έχω παγώσει. Έπρεπε να είχα φορέσει μια ζακέτα, είναι τέλη Ιανουαρίου, δεν ξέρω τι σκεφτόμουν. Έχει αρχίσει να χιονίζει, λίγο αλλά αρκετά για να με κάνει να κρυώνω κι άλλο. Ελπίζω ο Ζέιν να έρθει σύντομα. Ο παγωμένος αέρας είναι ανελέητος καθώς φυσάει στα μαλλιά μου και τρέμω, τυλίγω τα χέρια μου γύρω μου σε μια προσπάθεια να ζεσταθώ.
«Τες;» για μια στιγμή νομίζω ότι φαντάζομαι το αγόρι με τα μαύρα να περπατάει προς το μέρος μου μες στο χιόνι.
«Τι κάνεις;» ο Χάρρυ με ρωτάει, πλησιάζοντας ακόμα πιο πολύ.
«Φεύγω.»
«Oh...» τρίβει με το χέρι του το σβέρκο του όπως κάνει πάντα. Μένω σιωπηλή.
«Πως είσαι;» ρωτάει και είμαι μπερδεμένη.
«Πως είμαι;» γυρνάω για να τον κοιτάξω. Προσπαθώ να κρατήσω την ψυχραιμία μου καθώς με κοιτάει επίμονα με μια τελείως ουδέτερη έκφραση.
«Ναι... εννοώ είσαι... ξέρεις, εντάξει;» Πρέπει να του πω την αλήθεια ή ψέματα.
«Εσύ πως είσαι;» ρωτάω, τα δόντια μου χτυπούν από το κρύο.
«Σε ρώτησα πρώτος.» απαντάει.
Αυτό δεν είναι όπως είχα φανταστεί την πρώτη μας συνάντηση. Δεν είμαι αρκετά σίγουρη τι νόμιζα ότι θα συνέβαινε αλλά δεν είναι αυτό. Πίστευα ότι θα με έβριζε και θα βρισκόμασταν σε έναν αγώνα ουρλιαχτών. Το να στεκόμαστε σε ένα χιονισμένο δρόμο ρωτώντας ο ένας τον άλλον πως είμαστε είναι το τελευταίο πράγμα που φανταζόμουν ότι θα γίνει. Τα φανάρια που κρέμονται από τα δέντρα φωτίζοντας τον μικρό δρόμο κάνουν τον Χάρρυ να φαίνεται ότι λάμπει, σαν άγγελος. Μια φανερή παραίσθηση.
«Είμαι καλά.» ψεύδομαι. Με κοιτάει από πάνω μέχρι κάτω αργά, κάνοντας το στομάχι μου να σφίγγεται και την καρδιά μου να χτυπά γρηγορότερα.
«Το βλέπω αυτό.» η φωνή του χάνεται μαζί με τον άνεμο.
«Εσύ πως είσαι;» θέλω να πει ότι είναι χάλια. Αλλά δεν το κάνει.
«Το ίδιο. Καλά.»
«Γιατί δεν μου έχεις τηλεφωνήσει;» ίσως αυτό να βγάλει στην επιφάνεια τα συναισθήματα του.
«Εγώ...» κοιτάει εμένα και μετά τα χέρια του πριν τα περάσει από τα χιονισμένα του μαλλιά.
«Εγώ... ήμουν απασχολημένος.» η απάντηση του είναι το σφυρί που κατεδαφίζει ότι είχε μείνει από τον τοίχο μου.
«Ήσουν απασχολημένος;» ο θυμός κυριεύει τον πόνο που απειλεί να με καταβάλει οποιαδήποτε στιγμή.
«Ναι... ήμουν απασχολημένος.»
«Ουάου.»
«Τι ουαου;» ρωτάει.
«Ήσουν απασχολημένος; Ξέρεις τι έχω περάσει τις τελευταίες έντεκα μέρες; Ήταν κόλαση και ένιωσα πόνο που δεν ήξερα ότι μπορούσα να αντέξω και που δεν νόμιζα ότι μπορούσα. Συνέχισα να περιμένω... να περιμένω σαν μια τελείως ηλίθια!» φωνάζω.
«Δεν ξέρεις τι περνούσα εγώ όμως! Πάντα νομίζεις ότι ξέρεις τα πάντα όμως δεν ξέρεις τίποτα!» αντεπιτίθεται φωνάζοντας και περπατάω ως το τέλος του δρόμου. Θα τρελαθεί όταν δει ποιος θα έρθει να με πάρει. Που στο καλό είναι τέλος πάντων; Είναι δυο λεπτά μετά τις οκτώ.
«Πες μου τότε! Πες μου τι ήταν πιο σημαντικό από το να παλέψεις για μένα Χάρρυ.» σκουπίζω τα δάκρυα κάτω από τα μάτια μου και παρακαλώ τον εαυτό μου να σταματήσει να κλαίει. Έχω βαρεθεί να κλαίω όλη την ώρα.
Harry's POV
Όταν αρχίζει να κλαίει γίνεται πολύ πιο δύσκολο να κρατήσω ουδέτερη έκφραση. Δεν ξέρω τι θα γινόταν αν της έλεγα ότι και για μένα ήταν κόλαση, ότι ένιωθα πόνο που ούτε εγώ δεν ήμουν σίγουρος ότι μπορούσα να αντέξω. Νομίζω θα έτρεχε στην αγκαλιά μου και θα μου έλεγε ότι είναι εντάξει. Με άκουγε να μιλάω με τον Σμιθ, το ξέρω ότι άκουγε. Είναι στενοχωρημένη, όπως ακριβώς υπέθεσε το μικρό ενοχλητικό αγόρι αλλά ξέρω πως τελειώνει αυτό. Αν με συγχωρέσει απλά θα σκεφτώ καμία άλλη ανοησία να της κάνω. Πάντα έτσι ήταν και δεν ξέρω πώς να το σταματήσω.
Η μόνη μου επιλογή είναι να της δώσω την ευκαιρία να είναι με κάποιον πολύ καλύτερο για εκείνη. Πιστεύω ότι βαθιά μέσα της θέλει κάποιον που θα είναι περισσότερο σαν εκείνη. Κάποιον χωρίς tattoo, χωρίς piercing. Κάποιον χωρίς μια μπερδεμένη παιδική ηλικία και θέματα θυμού. Νομίζει ότι με αγαπάει τώρα αλλά μια μέρα όταν κάνω μια ακόμα μεγαλύτερη βλακεία από την προηγούμενη, θα μετανιώσει ακόμη και το ότι μου μίλησε και όσο περισσότερο την κοιτάω να κλαίει σε αυτόν τον δρόμο καθώς το χιόνι πέφτει γύρω της, τόσο περισσότερο ξέρω ότι δεν είμαι καλός για εκείνη.
Είμαι ο Τοm και εκείνη είναι η Daisy. Η αξιαγάπητη Daisy που καταστρέφεται από τον Τom και δεν είναι ποτέ πια ίδια μετά. Αν την παρακαλέσω για συγχώρεση τώρα, γονατιστός, σε αυτόν τον χιονισμένο δρόμο, θα είναι αυτή η απαίσια Daisy αιώνια, όλη η αθωότητα της θα χαθεί και θα καταλήξει να μισεί και εμένα, και τον εαυτό της. Αν ο Tom είχε αφήσει την Daisy την πρώτη στιγμή της αβεβαιότητας της, εκείνη θα μπορούσε να έχει μια ζωή με τον άντρα που προοριζόταν να είναι, ένα άντρα που θα της φερόταν όπως άξιζε να της φερθούν.
«Δεν σε νοιάζει βασικά, έτσι;» λέω και βλέπω καθώς οι λέξεις μου χτυπούν ακριβώς στην καρδιά της. Θα έπρεπε να είναι μέσα με τον Τρέβορ, ή πίσω στο σπίτι με τον Νόα. Όχι μαζί μου. Δεν είμαι κανένας Darcy, και της αξίζεις ένας. Δεν μπορώ να αλλάξω για εκείνη. Θα βρω έναν τρόπο να ζήσω χωρίς εκείνη ακριβώς όπως εκείνη θα ζήσει χωρίς εμένα.
«Πως μπορείς να το λες αυτό; Μετά από όσα έχουμε περάσει, απλά με βάζεις στην άκρη και δεν έχεις καν την αξιοπρέπεια να μου δώσεις μια εξήγηση;» κλαίει και φώτα εμφανίζονται στον σκοτεινό δρόμο. Το κάνω αυτό για σένα! Θέλω να της φωνάξω αλλά δεν το κάνω. Απλά ανασηκώνω τους ώμους μου. Το στόμα της ανοίγει και μετά κλείνει ενώ ένα φορτηγάκι σταματά μπροστά μας. Αυτό το φορτηγάκι...
«Τι δουλειά έχει αυτός εδώ;» γκρινιάζω.
«Ήρθε να με πάρει.» μου λέει και τα νέα σχεδόν με ρίχνουν κάτω.
«Γιατί θα... γιατί εκείνος... τι στο καλό;» περπατάω μπρος πίσω. Προσπαθούσα να την σπρώξω μακριά μου και προσπαθούσα να την αφήσω να προχωρήσει για να είμαι με κάποιον όπως εκείνη, όχι με τον ηλίθιο τον Ζέιν μέσα σε όλους τους ανθρώπους.
«Εσύ... εσύ βγαίνεις μαζί του;» ξέρω πόσο έξαλλος ακούγομαι αλλά δεν δίνω δεκάρα καθώς περπατάω προς το φορτηγάκι να τον βγάλω έξω. «Βγες έξω από το ηλίθιο αυτοκίνητο!» φωνάζω. Με εκπλήσσει όταν η πόρτα ανοίγει και βγαίνει έξω, αφήνοντας την μηχανή να δουλεύει. Είναι ένας κόπανος.
«Είσαι καλά;» έχει τα κότσια να την ρωτήσει.
«Το ξέρα! Ήξερα ότι περίμενες την στιγμή να εμφανιστείς και να κάνεις κίνηση! Νόμιζες ότι δεν θα το μάθαινα;» Την κοιτάει και εκείνη κοιτάει εκείνον. Γαμώτο, αυτό συμβαίνει στα αλήθεια.
«Άφησε τον ήσυχο Χάρρυ.» λέει και δεν αντέχω άλλο. Το ένα μου χέρι τυλίγεται στο γιακά της ζακέτας του και το άλλο χτυπά το σαγόνι του. Η Τέσσα ουρλιάζει αλλά είναι περισσότερο σαν ψίθυρος, που χάνεται μέσα στον άνεμο. Παραπατά προς τα πίσω κρατώντας το σαγόνι του αλλά κάνει μερικά βήματα προς το μέρος μου. Προσπαθεί να πεθάνει.
«Νόμιζες τι δεν θα το μάθαινα! Γαμώτο σου είπα να μείνει μακριά της!» κινούμαι για να τον χτυπήσω ξανά, αυτή τη φορά με σταματά και καταφέρνει να με χτυπήσει ακριβώς στο σαγόνι.
Ο θυμός ανακατεύεται με την αδρεναλίνη του να συμμετέχω σε έναν καβγά για πρώτη φορά μετά από εβδομάδες. Μου έχει λείψει αυτή η αίσθηση, η ενέργεια να κυλάει στις φλέβες μου ευχαριστώντας με. Το χτυπάω ξανά, αυτή τη φορά πέφτει στο έδαφος και βρίσκομαι πάνω του σε δευτερόλεπτα, χτυπώντας τον ξανά και ξανά. Του το αναγνωρίζω, έχει καταφέρει να μου δώσει μερικές μπουνιές αλλά σε καμία περίπτωση δεν με νικά.
«Ήμουν εκεί... και εσύ όχι.» μου λέει.
«Σταμάτα!! Σταμάτα Χάρρυ!» η Τέσσα τραβάει το χέρι μου και την σπρώχνω πίσω στο δρόμο. Αμέσως βγαίνω από την κατάσταση θυμού στην οποία βρισκόμουν και γυρνάω προς εκείνη καθώς απομακρύνεται ενώ σηκώνεται.
«Μην τολμήσεις να την πλησιάσεις ξανά!» ο Ζέιν φωνάζει πίσω μου. Τι στο καλό έκανα μόλις; Βρίσκεται στο πλάι της σε χρόνο μηδέν και εκείνη με κοιτάει σαν να δολοφόνησα ένα ολόκληρο χωριό με αθώους ανθρώπους. Μακάρι να το έκανα, αυτό είναι πολύ χειρότερο.
«Τες... δεν ήθελα να το κάνω αυτό. Στο ορκίζομαι, ξέρεις πως γίνομαι όταν είμαι θυμωμένος... συγνώμη. Εγώ..»
«Μπορούμε να φύγουμε σε παρακαλώ;» η καρδιά μου σφίγγεται όταν αντιλαμβάνομαι ότι απευθύνεται σε εκείνον, στον Ζέιν. Πως στο καλό έγινε αυτό;
«Ναι.» την σκεπάζει με την ζακέτα του και ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού στο φορτηγάκι του και την βοηθάει να ανεβεί.
«Τέσσα...» φωνάζω ξανά αλλά δεν με ακούει ενώ βυθίζει το πρόσωπο της στα χέρια της και το σώμα της τρέμει από το κλάμα.
«Δεν τελειώσαμε.» τον απειλώ και γνέφει. Όταν φτάνει στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου του γυρνάει να με κοιτάξει.
«Βασικά, νομίζω ότι τελειώσαμε.» γελάει πονηρά και μπαίνει στο φορτηγάκι του.