«Απλώς πέτα το πάνω στο τραπέζι μέσα σε ένα από αυτά τα ποτήρια κι εμείς θα πρέπει να πιούμε απ' το ποτήρι στο οποίο προσγειώθηκε το μπαλάκι, όποια ομάδα χτυπήσει όλα τα άλλα ποτήρια, κερδίζει.» Εξηγεί ο Τρίσταν.
«Τι κερδίζει;» Ρωτάω.
«Τίποτα, απλά δεν μεθάς τόσο γρήγορα γιατί δεν χρειάζεται να πιεις τόσα πολλά ποτήρια.» Γελάει εκείνος.
«Θα ξεκινήσουμε εμείς.» Λέει η Στεφ. Τρίβει παιχνιδιάρικα το μικρό μπαλάκι στην μπλούζα του Τρίσταν πριν το πετάξει πάνω στο τραπέζι. Αυτό πηδάει πάνω από το χείλος του μπροστινού ποτηριού προτού κυλήσει μέσα στο πίσω ποτήρι.
«Θέλεις να πιεις πρώτη;» Ρωτάει ο Ζέιν.
«Φυσικά.» Ανασηκώνω τους ώμους και σηκώνω το ποτήρι. Όταν ο Τρίσταν πετάει το διπλανό μπαλάκι στο τραπέζι αλλά αστοχεί, αυτό πέφτει στο πάτωμα και ο Ζέιν το σηκώνει, βυθίζοντας το στο μοναδικό ποτήρι με νερό στην μεριά μας. Ώστε έτσι παίζεται αυτό. Είναι σχετικά ανθυγιεινό, αλλά βρίσκομαι σε φοιτητικό πάρτυ, τι περιμένω αλήθεια;
«Ναι, εγώ παίζω χάλια.»Η Στεφ τον κοροϊδεύει κι εκείνος της χαμογελάει.
«Ξεκίνα εσύ.» Με παροτρύνει ο Ζέιν. Η πρώτη μου απόπειρα να παίξω γύρο σφηνάκια με μπύρα... καλά, βότκα κεράσι... φαίνεται να πηγαίνει καλά καθώς έχω σκοράρει τέσσερις φορές στη σειρά. Το σαγόνι μου πονάει απ' τα χαμόγελα και τα ξεκαρδίσματα με τους αντιπάλους μου και το αίμα μου χορεύει από το αλκοόλ και το γεγονός ότι λατρεύω να είμαι επιτυχημένη σε όλα, ακόμα και σε φοιτητικά παιχνίδια με ποτά.
«Το έχεις ξαναπαίξει αυτό πριν! Το ξέρω ότι έχεις!» Η Στεφ με κατηγορεί με το ένα χέρι στον μηρό της.
«Όχι, απλώς έχω δεξιότητες.» Γελάω.
«Δεξιότητες;» Κοροϊδεύει.
«Μην ζηλεύεις τις θανατηφόρες δεξιότητές μου στον γύρο με σφηνάκια.» Λέω και όλοι όσοι βρίσκονται σε ακτίνα πέντε μέτρων ξεσπούν σε γέλια.
«Ω Κύριε! Σε παρακαλώ μην ξαναπείς 'δεξιότητες' !» Λέει η Στεφ κι εγώ κρατάω το στομάχι μου ενώ προσπαθώ να σταματήσω να γελάω. Αυτό το παιχνίδι ήταν καλύτερη ιδέα απ' όσο νόμιζα. Η τεράστια ποσότητα αλκοόλ που έχω καταναλώσει βοηθάει και νιώθω ξένοιαστη. Νέα και ξένοιαστη.
«Αν πετύχεις αυτό θα νικήσουμε.» Ενθαρρύνω τον Ζέιν. Όσο περισσότερα ποτήρια πίνει, τόσο πιο άνετα φαίνεται να είναι γύρω μου.
«Θα το πετύχω.» Καυχιέται μ' ένα χαμόγελο. Το μικρό μπαλάκι πετάγεται στον αέρα και προσγειώνεται κατευθείαν μέσα στο τελευταίο ποτήρι που έχει μείνει στην πλευρά της Στεφ και του Τρίσταν.
Ουρλιάζω και χοροπηδάω πάνω- κάτω σαν ηλίθια αλλά δεν θα μπορούσε να με νοιάζει λιγότερο. Ο Ζέιν χτυπάει τα χέρια του μια φορά και χωρίς να το σκεφτώ τυλίγω τα δικά μου γύρω απ' το λαιμό του μέσα στον ενθουσιασμό μου. Εκείνος παραπατάει πίσω λιγάκι αλλά τα χέρια του φτάνουν στη μέση μου προτού απομακρυνθούμε και οι δύο. Ήταν μια ανώδυνη αγκαλιά, μόλις κερδίσαμε το παιχνίδι και είμαι ενθουσιασμένη. Ανώδυνη. Τα μάτια της Στεφ είναι ορθάνοιχτα όταν κοιτάω προς το μέρος της, κάνοντάς με να κοιτάξω γύρω στο δωμάτιο για τον Χάρρυ. Δεν είναι πουθενά, αλλά τι κι αν ήταν; Αυτός με άφησε μόνη μου σ' αυτό το πάρτυ. Δεν μπορώ ούτε καν να του τηλεφωνήσω ή να του στείλω μήνυμα γιατί έχει το κινητό μου στην τσέπη του.
«Θέλω άλλον ένα γύρο!» Φωνάζει η Στεφ.
«Θέλεις να ξαναπαίξουμε;» Ρωτάω τον Ζέιν. Κοιτάζει γύρω στο δωμάτιο πριν απαντήσει.
«Ναι... ναι.. ας παίξουμε άλλο ένα.» Χαμογελάει. Ο Ζέιν κι εγώ κερδίζουμε για δεύτερη φορά κάνοντας την Στεφ και τον Τρίσταν να μας κατηγορήσουν για κλεψιά.
«Είσαι καλά;» Ο Ζέιν ρωτάει καθώς οι τέσσερις μας φεύγουμε απ' το τραπέζι. Δυο παιχνίδια γύρο με σφηνάκια ήταν αρκετά για μένα, είμαι κάπως μεθυσμένη. Εντάξει, περισσότερο από 'κάπως', αλλά νιώθω απίστευτα. Ο Τρίσταν οδηγεί την Στεφ στην κουζίνα, για να πάρουν ακόμη ένα ποτό, υποθέτω.
«Ναι, είμαι καλά. Πραγματικά καλά. Περνάω υπέροχα.» Του λέω κι εκείνος γελάει. Ο τρόπος που η γλώσσα του στέκεται πίσω από τα δόντια του όταν χαμογελάει είναι τόσο γοητευτικός.
«Χαίρομαι που το ακούω. Πάω να πάρω λίγο αέρα.» Λέει. Αέρα, θα ήθελα πολύ να αναπνεύσω αέρα που δεν είναι γεμάτος από καπνό τσιγάρων ή τη βαριά μυρωδιά ιδρώτα. Κάνει ζέστη σ' αυτό το σπίτι, πολλή ζέστη και θέλω λίγο αέρα.
«Μπορώ να έρθω;» Τον ρωτάω.
«Εμμ.. δεν ξέρω αν είναι καλή ιδέα.» Απαντάει εκείνος, κοιτάζοντας μακριά από εμένα.
«Α... εντάξει.» Τα μαγουλά μου φλέγονται από την ντροπή. Γυρίζω να φύγω αλλά αρπάζει ευγενικά το μπράτσο μου.
«Μπορείς να έρθεις. Απλώς δεν θέλω να προκαλέσω κανένα πρόβλημα ανάμεσα σε σένα και τον Χάρρυ.»
«Ο Χάρρυ δεν είναι εδώ και μπορώ να είμαι φίλη με όποιον θέλω εγώ.» Λέω μπερδεμένα. Η φωνή μου ακούγεται αστεία και δεν μπορώ παρά να γελάσω με το πόσο περίεργη ακούγεται.
«Είσαι αρκετά μεθυσμένη, έτσι δεν είναι;» Ρωτάει και μου ανοίγει την πόρτα.
«Λιγάκι.» Γελάω. Ο χειμωνιάτικος αέρας είναι καταπληκτικός και ανανεωτικός. Ο Ζέιν κι εγώ περπατάμε μέσα στην αυλή και καταλήγουμε να καθόμαστε στον σπασμένο πέτρινο τοίχο που παλιά ήταν το αγαπημένο μου σημείο κατά τη διάρκεια αυτών των πάρτυ. Υπάρχουν μόνο λίγοι άνθρωποι έξω, λόγω του κρύου. Ένας απ' αυτούς κάνει εμετό στους θάμνους, λίγο πιο πέρα.
«Υπέροχα.» Βογκάω.
Ο Ζέιν αφήνει ένα πνιχτό γέλιο αλλά δεν λέει τίποτα. Η πέτρα είναι κρύα έναντι στους μηρούς μου αλλά όχι τόσο κρύα όσο νόμιζα ότι θα ήταν, έχω ένα σακάκι στο αυτοκίνητο του Χάρρυ αν το χρειαστώ. Όχι ότι έχω και καμία ιδέα που βρίσκεται. Το αυτοκίνητό του είναι ακόμα εδώ αλλά έχω να τον δω πάνω από μια ώρα. Όταν κοιτάζω πάνω τον Ζέιν, κοιτάζει μακριά μέσα στο σκοτάδι. Γιατί είναι τόσο αμήχανο αυτό; Τα χέρια του μετακινούνται στο στομάχι του και φαίνεται να τον φαγουρίζει το δέρμα του. Όταν σηκώνει ελαφρώς την μπλούζα του, βλέπω έναν λευκό επίδεσμο.
«Τι είναι αυτό;» Ρωτάω με περιέργεια.
«Ένα τατουάζ. Το έκανα μόλις πριν έρθω εδώ.»
«Μπορώ να το δω;»
«Ναι...» Σηκώνει ψηλά τη ζακέτα του και την τοποθετεί δίπλα του, μετά τραβάει πίσω την ταινία και τον επίδεσμο.
«Είναι σκοτεινά εδώ πέρα.» Λέει, βγάζοντας το κινητό του για να χρησιμοποιήσει την οθόνη σαν φακό.
«Ρολόι;» Τον ρωτάω. Χωρίς να το σκεφτώ, τρέχω τον δείχτη μου κατά μήκος του μελανιού. Δειλιάζει, αλλά δεν απομακρύνεται. Το τατουάζ είναι μεγάλο, καλύπτοντας το μεγαλύτερο μέρος του δέρματος στο στομάχι του. Το υπόλοιπο του δέρματος του είναι καλυμμένο από μικρότερα, φαινομενικά τυχαία τατουάζ. Το νέο τατουάζ είναι ένα σύμπλεγμα οδοντωτών τροχών, φαίνεται σαν να κινούνται, αλλά ξέρω πως γι' αυτό ευθύνεται η βότκα. Το δάχτυλό μου περιεργάζεται ακόμα το ζεστό δέρμα του.
«Συγγνώμη...» Λέω και τραβάω το χέρι μου μακριά.
«Δεν πειράζει... αλλά ναι, είναι κάτι σαν ρολόι. Βλέπεις πώς το δέρμα φαίνεται σαν να είναι σκισμένο εδώ πέρα;» Δείχνει τις άκρες του τατουάζ κι εγώ νεύω.
«Είναι λες και όταν το δέρμα είναι τραβηγμένο πίσω, αυτό που είναι από κάτω να είναι μηχανικό. Σαν να είμαι ρομπότ ή κάτι τέτοιο.» Ανασηκώνει τους ώμους.
«Ρομπότ ποιανού;» Δεν ξέρω γιατί το ρώτησα αυτό.
«Της κοινωνίας, υποθέτω.»
«Ω.» Είναι το μόνο που λέω. Αυτή είναι πολύ πιο συγκροτημένη απάντηση απ' αυτήν που περίμενα να πάρω.
«Αυτό είναι βασικά πολύ πρώτο, βαθύ, αλλά πρώτο.» Χαμογελάω, το κεφάλι μου γέρνει απ' το αλκοόλ.
«Δεν ξέρω αν ο κόσμος θα καταλάβει την όλη έννοια. Είσαι το μοναδικό άτομο μέχρι στιγμής που την καταλαβαίνει.»
«Πόσα τατουάζ θέλεις ακόμα;» Ρωτάω.
«Δεν ξέρω, δεν έχω άλλο χώρο στα χέρια μου, και τώρα ούτε στο στομάχι μου, οπότε υποθέτω πως θα σταματήσω όταν δεν θα υπάρχει καθόλου χώρος.» Γελάει.
«Θα πρέπει να κάνω ένα τατουάζ.» Λέω σιγανά.
«Εσύ;» Γελάει δυνατά.
«Ναι! Γιατί όχι;» Τον μιμούμαι. Το να κάνω ένα τατουάζ ακούγεται καλή ιδέα αυτή τη στιγμή. Δεν έχω ιδέα τι θα ήθελα να κάνω, αλλά ακούγεται αστείο. Περιπετειώδες και αστείο.
«Νομίζω ότι ήπιες υπερβολικά πολύ.» Με πειράζει, τρίβοντας τα δάχτυλά του πάνω απ' την ταινία για να ξανακολλήσει τον επίδεσμο στο δέρμα του.
«Πιστεύεις ότι δεν θα το άντεχα;» Τον προκαλώ.
«Όχι, δεν είναι αυτό. Εγώ απλώς... Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να σε φανταστώ με τατουάζ. Τι θα έκανες καταρχάς;» Προσπαθεί να μην γελάσει.
«Δεν ξέρω... έναν ήλιο; Ή ένα γελαστό πρόσωπο;»
«Ένα γελαστό πρόσωπο; Σίγουρα μιλάει η βότκα τώρα.»
«Πιθανόν.» Χαχανίζω.
«Νόμιζα ότι ήσουν θυμωμένος μαζί μου.» Του λέω. Η έκφρασή του αλλάζει από γελαστή σε κανονική.
«Γιατί το νόμιζες αυτό;» Ρωτάει σιωπηλά.
«Επειδή με απέφευγες μέχρι που ο Τρίσταν σε ανάγκασε να παίξεις γύρο σφηνάκια μαζί μου.»
«Ω... δεν σε απέφευγα. Απλώς δεν θέλω να προκαλέσω προβλήματα.»
«Με ποιόν; Τον Χάρρυ;» Γνωρίζω ήδη την απάντηση.
«Ναι. Το έκανε ξεκάθαρο ότι πρέπει να μείνω μακριά σου και δεν θέλω να τσακωθώ πάλι μαζί του. Δεν θέλω άλλα μπλεξίματα μεταξύ μας, ή με σένα. Εγώ απλά... τέλος πάντων.»
«Γίνεται καλύτερος κατά κάποιο τρόπο, όσον αφορά τον θυμό του.» Υπερασπίζομαι τον Χάρρυ. Δεν ξέρω αν αυτό είναι εντελώς αλήθεια, αλλά θα ήθελα να σκέφτομαι ότι το γεγονός πως δεν έχει ήδη σκοτώσει τον Τρέβορ, λέει κάτι.
«Γίνεται;» Μπορώ να πω ότι δεν με πιστεύει.
«Ναι, γίνεται. Νομίζω.»
«Που είναι τέλος πάντων; Εξεπλάγην που σε άφησε απ' το οπτικό του πεδίο.»
«Δεν έχω ιδέα. Εξαφανίστηκε με τον Λούι, δεν ξέρω καν αν είναι ακόμη εδώ.» Λέω στον Ζέιν.
«Περίεργο.» Λέει.
«Ναι, περίεργο.» Γελάω. Είμαι ευγνώμων που η βότκα φαίνεται να κάνει τα πάντα πολύ πιο διασκεδαστικά.
«Η Στεφ χάρηκε πραγματικά που σε είδε απόψε.» Λέει ο Ζέιν καθώς βάζει ένα τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη του. Ένα γρήγορο χτύπημα του αντίχειρά του φέρνει την φωτιά στην ζωή και σύντομα η μυρωδιά της νικοτίνης εισβάλλει στα ρουθούνια μου.
«Μου έχει λείψει αλλά είμαι ακόμα θυμωμένη για όσα έγιναν.» Εξηγώ. Το θέμα δεν μοιάζει να είναι τόσο βαρύ όσο ήταν πριν από σήμερα. Περνάω υπέροχα, ακόμη κι αν ο Χάρρυ δεν είναι τριγύρω. Γέλασα και αστειεύτηκα με την Στεφ, και για πρώτη φορά ένιωσα ότι θα μπορούσα να τα αφήσω όλα αυτά πίσω μου και να προχωρήσω μπροστά μαζί της.
«Είσαι γενναία που ήρθες εδώ.» Μου λέει μ' ένα χαμόγελο.
«Ηλίθια και γενναία δεν είναι το ίδιο πράγμα.» Αστειεύομαι.
«Το εννοώ, μετά από όλα αυτά... δεν κρύφτηκες κάπου μακριά. Εγώ μάλλον θα το έκανα.»
«Κρύφτηκα για λίγο, αλλά με βρήκε.»
«Πάντα σε βρίσκω.» Η φωνή του Χάρρυ με ξαφνιάζει και πιάνομαι απ' την ζακέτα του Ζέιν για να μην πέσω κάτω από τον πέτρινο τοίχο.