Το ξυπνητήρι μου ακούγεται και ο Χάρρυ γρυλίζει με τον ενοχλητικό ήχο.
«Τες...» Κλαψουρίζει, γυρίζοντας πλευρό και καλύπτοντας το κεφάλι του με το μαξιλάρι του.
Το κλείνω γρήγορα και σηκώνομαι από το κρεβάτι να ετοιμαστώ για την πρώτη μου μέρα πίσω στην εταιρία Vance. Όταν βγαίνω από το ντους τυλίγω μια πετσέτα γύρω υγρό μου σώμα και κατευθύνομαι στην κουζίνα να ανοίξω την καφετιέρα. Είμαι λίγο αγχωμένη που θα δω την Κίμπερλι, δεν ξέρω ποια θα είναι η αντίδρασή της που εγώ και ο Χάρρυ τα ξαναβρήκαμε. Δεν είναι επικριτική αλλά δεν ξέρω ποια θα ήταν η δική μου αντίδραση αν αυτή τα περνούσε όλα αυτά με τον Κρίστιαν. Δεν ξέρει όλες τις λεπτομέρειες αλλά ξέρει πως είναι αρκετά άσχημα για να της τα κρατώ κρυφά.
Επίσης δεν ανυπομονώ να δω τον Τρέβορ, κατά κάποιον τρόπο αν ανυπομονώ επειδή είναι πολύ καλός και τα πηγαίναμε μια χαρά αλλά νιώθω πως δεν θα χαρεί που είμαι πιασμένη, ακόμη μια φορά. Ειλικρινά, πάντα ήμουν από την ημέρα που με γνώρισε. Με την καυτή μου κούπα καφέ προχωρώ προς το μεγάλο παράθυρο του σαλονιού. Το χιόνι πέφτει σε παχιές νιφάδες, μακάρι να σταματήσει να χιονίζει επιτέλους. Μισώ να οδηγώ για την δουλειά στο χιόνι επειδή πρέπει να πηγαίνω από τον αυτοκινητόδρομο ταχείας κυκλοφορίας την περισσότερη διαδρομή προς την εταιρία Vance.
«Μέρα.» Η φωνή του Χάρρυ με ξαφνιάζει από το διάδρομο.
«Μέρα» Χαμογελάω και πίνω άλλη μια γουλιά από τον καφέ μου.
«Δεν θα έπρεπε να κοιμάσαι;» Τον ρωτάω και αυτός σκουπίζει τον ύπνο από τα μάτια του.
«Δεν θα έπρεπε να είχες ντυθεί;» Αντεπιτίθεται.
Χαμογελώ και τον προσπερνάω προχωρώντας στο υπνοδωμάτιο για να ντυθώ, αυτός τραβά την πετσέτα και τη βγάζει από το σώμα μου κάνοντας με να τσιρίξω και να τρέξω στο δωμάτιο. Ακούω τα βήματα πίσω μου και κλειδώνω την πόρτα. Ένας Θεός ξέρει τι θα γίνει αν τον αφήσω να μπει στο δωμάτιο. Το δέρμα μου καίει στην σκέψη αλλά δεν έχω χρόνο γι αυτό τώρα, πρέπει να ετοιμαστώ.
«Υπέροχα, πολύ ώριμο.» Λέει μέσα από το ξύλο.
«Ποτέ δεν είπα πως είμαι ώριμη.» Χαμογελάω και ανοίγω την ντουλάπα. Αποφασίζω να φορέσω μια μακριά μαύρη φούστα και κόκκινη μπλούζα, όχι το πιο κολακευτικό συνολάκι μου, αλλά είναι η πρώτη μέρα μετά τις διακοπές και χιονίζει.
Αφού βαφτώ με ένα ελαφρύ μακιγιάζ κοιτώντας στον ολόσωμο καθρέπτη της ντουλάπας, μου έχει μείνει μόνο να στεγνώσω τα μαλλιά μου. Όταν ανοίγω την πόρτα ο Χάρρυ δεν είναι πουθενά. Μισό-στεγνώνω γρήγορα τα μαλλιά μου πριν τα τραβήξω πίσω σε έναν σταθερό κότσο.
«Χάρρυ;» Πιάνω την τσάντα μου και το κινητό μου. Καμία απάντηση. Που είναι; Η καρδιά μου αρχίζει να χτυπά γρήγορα καθώς τριγυρνώ στο διαμέρισμα ψάχνοντας τον. Η μπροστινή πόρτα ανοίγει με ένα κλικ και αυτός μπαίνει καλυμμένος με χιόνι.
«Που ήσουν; Άρχισα να ανησυχώ;»
«Να ανησυχείς για τι;»
«Δεν ξέρω αλήθεια, ότι κάτι σου συμβαίνει ή κάτι τέτοιο;» Ακούγομαι γελοία.
«Απλά έβαλα μπρος το αμάξι σου ώστε να είναι ζεστό όταν θα κατέβεις.» Ανασηκώνει τους ώμους του και βγάζει τις μουσκεμένες μπότες του αφήνοντας μια λίμνη από χιονόνερο στο δάπεδο.
«Αλήθεια;» Δεν μπορώ να κρύψω την έκπληξη μου.
«Ναι...»
«Ποιος είσαι;» Γελάω
«Μην αρχίσεις με αυτό αλλιώς θα κατέβω πάλι και θα σκάσω τα λάστιχά σου.» Λέει. Στριφογυρίζω τα μάτια μου και γελάω με την ωμή απειλή του.
«Λοιπόν ευχαριστώ μισό να οδηγώ στο χιόνι οπότε τουλάχιστον το αυτοκίνητο θα είναι ζεστό.» Χαμογελώ.
«Μπορώ... μπορώ να σε πάω εγώ;» Τα μάτια του συναντούν τα δικά μου. Τώρα στα αλήθεια δεν ξέρω ποιος είναι. Ήταν ευγενικός την περισσότερη από τη χθεσινή μέρα και τώρα ζεσταίνει το αμάξι μου και προτείνει να με πάει στην δουλειά, να μην αναφέρω και τον τρόπο που γέλασε τόσο πολύ χτες το βράδυ ώστε τα μάτια του να γυαλίζουν από την υγρασία. Ειλικρινά του πάει πολύ όλο αυτό.
«Ή όχι» Προσθέτει όταν παίρνω τόσο πολύ να του απαντήσω.
«Θα το ήθελα πολύ αν μπορούσες .» του λέω και ξανά βάζει τις μπότες του.
«Πάλι καλά που το αμάξι σου είναι ερείπιο αλλιώς κάποιος θα μπορούσε να το είχε κλέψει με το κλειδί στην μίζα.» Ο Χάρρυ λέει καθώς βγαίνει από το οικόπεδο.
«Δεν είναι ερείπιο.» υπερασπίζομαι το αμάξι μου κοιτώντας την μικρή γρατσουνιά στο παράθυρο του συνοδηγού.
«Τέλος πάντων, σκεφτόμουν για την άλλη εβδομάδα που θα ξανά αρχίσουν τα μαθήματα, θα πηγαίνουμε στην πανεπιστημιούπολη μαζί σωστά; Τα μαθήματα σου είναι περίπου ίδιες ώρες με τα δικά μου οπότε είναι λογικό. Μετά, τις μέρες που θα πηγαίνω στην εταιρία θα παίρνω το δικό μου αμάξι και θα σε συναντώ στο σπίτι.» Προτείνω.
«Εντάξει...» κοιτάζει μπροστά έξω από το παρμπρίζ.
«Τι;»
«Απλά εύχομαι να μου είχες πει ποια μαθήματα διάλεξες.»
«Γιατί;»
«Δεν ξέρω... ίσως θα μπορούσα να κάνω κάποιο μαζί σου αντί εσύ και ο Λίαμ να δηλώσετε τα ίδια μαθήματα.»
«Έχεις ήδη δηλώσει για Γαλλικά και Αμερικάνικη λογοτεχνία και δεν νομίζω πως θα σε ενδιέφεραν οι Παγκόσμιες Θρησκείες.»
«Δεν με ενδιαφέρουν.» Ξεφυσά. Ξέρω πως αυτή η συζήτηση δεν θα καταλήξει πουθενά, οπότε χαίρομαι όταν φτάνουμε στην εταιρία Vance. Το χιόνι έχει μειωθεί αλλά είναι ακόμη παρόν. Ο Χάρρυ σταματά το αυτοκίνητο μου κοντά στην μπροστινή πόρτα ώστε να μην εκτεθώ πολύ στο κρύο.
«Θα είμαι εδώ να σε πάρω στις τέσσερις.» Λέει και εγώ γνέφω και σκύβω στο μικρό ώρο για να τον φιλήσω για αντίο.
«Σε ευχαριστώ που με έφερες.» Ψιθυρίζω ενάντια στα χείλη του αγγίζοντας τα άλλη μια φορά.
«Μχμμ...» Μουρμουρίζει και τραβιέμαι. Όταν βγαίνω από το αμάξι ο Τρέβορ εμφανίζεται λίγα βήματα πιο πέρα, το μαύρο του κουστούμι καλυμμένο με χιόνι. Το στομάχι του σφίγγεται όταν μου χαμογελάει ζεστά.
«Γεια έχω καιρό να...»
«Τες!» Ο Χάρρυ φωνάζει το όνομά μου και κλείνει την πόρτα του αυτοκινήτου, κάνοντας τον κύκλο για να σταθεί δίπλα μου. Τα μάτια του Τρέβορ κοιτούν τον Χάρρυ μετά εμένα ξανά και το χαμόγελο του εξαφανίζεται.
«Ξέχασες κάτι...» Ο Χάρρυ λέει, δίνοντάς μου ένα στυλό με μελάνι. Τι στο καλό;
«Ένα στυλό;» Σηκώνω το φρύδι μου.
Γνέφει και τυλίγει τα χέρια του γύρω από τη μέση μου, πιέζοντας άγρια τα χείλη του στα δικά μου. Αν δεν ήμασταν σε χώρο στάθμευσής και δεν ένιωθα πως αυτός ήταν ο αρρωστημένος του τρόπος να μαρκάρει την περιοχή του, θα μου άρεσε ο επιθετικός τρόπος που η γλώσσα του χωρίζει τα χείλη μου. Τραβιέμαι και μια αυτάρεσκη έκφραση καλύπτει το πρόσωπό του. Τρέμω και τρίβω τις παλάμες μου στα μπράτσα μου. Θα έπρεπε να είχα βάλει πιο χοντρή ζακέτα.
«Χαίρομαι που σε βλέπω, Τρέντον δεν είπαμε;» Ο Χάρρυ χλευάζει. Ξέρω πολύ καλά ότι γνωρίζει το όνομά του. Είναι τόσο αγενής.
«Αχ... ναι. Και εγώ χαίρομαι που σε βλέπω.» Ο Τρέβορ μουρμουρίζει και εξαφανίζεται στις συρμάτινες πόρτες.
«Τι στο καλό ήταν αυτό;» Μαλώνω τον Χάρρυ.
«Ποιο;» Αστειεύεται.
«Είσαι γουρούνι.» Γρυλίζω.
«Μείνε μακριά του, Τες. Το εννοώ.» Ο Χάρρυ απαιτεί, φιλώντας το κούτελό μου για να ελαφρύνει τις σκληρές του λέξεις. Στριφογυρίζω τα μάτια μου και περπατώ βαριά, μπαίνοντας στο κτήριο σαν παιδί.
«Πως ήταν τα Χριστούγεννα σου;» η Κίμπερλι ρωτάει καθώς παίρνω ένα ντόνατς και καφέ. Πιθανόν δεν πρέπει να πιω και άλλο αλλά ο Χάρρυ με ενόχλησε, αφού συμπεριφερόταν σαν άνθρωπος τον σπηλαίων και το άρωμα των κόκκο του καφέ με ηρεμεί.
«Ήταν...»
Oh ξέρεις, επέστρεψα στον Χάρρυ μετά έμαθα πως μαγνητοφώνησε τον εαυτό του να κάνει σεξ με διάφορα κορίτσια και κατέστρεψε τις ζωές του, μετά επέστρεψα σε αυτόν πάλι. Η μητέρα μου εμφανίστηκε στο διαμέρισμά μου και προκάλεσε σκηνή, τώρα δεν μιλιόμαστε. Η μητέρα του Χάρρυ ήταν στην πόλη και έπρεπε να προσποιούμαι πως ήμασταν μαζί παρόλο που δεν ήμασταν, κάτι που βασικά μας οδήγησε να τα ξαναβρούμε και ήταν μια χαρά μέχρι η μητέρα μου να πει στην μητέρα του ότι αυτός πήρε την παρθενιά μου για ένα στοίχημα. Oh και τα Χριστούγεννα ήταν θαυμάσια ο Χάρρυ χτύπησε τον μπαμπά του και έδωσε μπουνιά σε ένα γυάλινο ντουλάπι. Τα συνηθισμένα.
«Υπέροχα. Τα δικά σου;» αποφασίζω να πάω με την μικρότερη εκδοχή.
Η Κίμπερλι μου περιγράφει τα τέλεια Χριστούγεννα της με τον Κρίστιαν και το γιο του. Το μικρό αγόρι έκλαψε όταν είδε το νέο του ποδήλατο που ο «Άι-Βασίλης» του αγόρασε, είπε ακόμη και την Κίμπερλι "μαμάκα Κιμ" που έκανε την καρδιά της να λιώσει αλλά ένιωσε και άβολα την ίδια στιγμή.
«Είναι περίεργο ξέρεις, να σκέφτομαι πως είμαι κηδεμόνας κάποιου ή κάτι τέτοιο. Δεν είμαι παντρεμένη ούτε καν αρραβωνιασμένη με τον Κρίστιαν οπότε δεν ξέρω ποια είναι η θέση μου με τον Σμιθ.»Λέει.
«Πιστεύω πως ο Σμιθ και ο Κρίστιαν είναι και οι δύο τυχεροί που σε έχουν στις ζωές του, με όποιον τίτλο και αν είναι αυτό.» Τη βεβαιώνω.
«Είσαι σοφή παρά τα χρόνια σου, δεσποινίς Γιανκ.» Χαμογελάει και πηγαίνω γρήγορα στο γραφείο μου αφού κοιτάξω το ρολόι.
Το πρωί περνάει γρήγορα, το χειρόγραφο που διαβάζω είναι κάπως βαρετό, νιώθω απαίσια που το σκέφτομαι επειδή ξέρω πόση ώρα πήρε να γραφτεί αλλά απλά δεν το βλέπω να εκδίδεται. Ο μόνος «κανόνας» που μου είπε ο κύριος Βανς όταν άρχισα να δουλεύω εδώ ήταν «Αν σκέφτεσαι οτιδήποτε άλλο ενώ διαβάζεις τις πρώτες εκατό σελίδες, πέταξε το.»
Δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι για οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό το βιβλίο και είμαι μόλις στην σελίδα εβδομήντα- πέντε. Σουφρώνω τη μύτη μου καθώς μαρκάρω το εξώφυλλο με μια μεγάλη κόκκινη σφραγίδα και το βάζο στον κάδο με τα «εκτός».
Όταν η ώρα του μεσημεριανού φτάνει η Κίμπερλι δεν είναι στο γραφείο της. Θα πρέπει να αρχίσω να φέρνω έτοιμο φαγητό ώστε να μην χρειάζεται να τρώω μόνη. Θα μπορούσα πάντα να παραγγέλλω αλλά προτιμώ απλά να πάω μέχρι την επόμενη πόρτα να φάω κάτι μικρό. Πληκτρολογώ το νούμερο του Χάρρυ καθώς κατεβαίνω στο χώρο υποδοχής με το ασανσέρ, αλλά δεν το σηκώνει. Όταν το ασανσέρ σταματά στον τρίτο όροφο ουρλιάζω σιωπηλά καθώς ο Τρέβορ μπαίνει.
«Γεια.» Λέω, η φωνή μου ελάχιστη. Δεν ξέρω γιατί αυτό είναι τόσο άβολο, δεν έβγαιναν κιόλας με τον Τρέβορ ή κάτι τέτοιο. Βγήκαμε ένα ραντεβού και πέρασα καλά. Απολαμβάνω την παρέα του και αυτός τη δική μου. Αυτό είναι μόνο.
«Πως ήταν οι διακοπές σου;» Ρωτάει, τα μπλε του μάτια λάμπουν κάτω από τον φωτεινό φωτισμό.
«Πολύ καλές. Εσένα;» Ελπίζω να μην με ρωτήσει κανείς άλλος σήμερα.
«Μια χαρά. Είχαμε μια μεγάλη στροφή στο καταφύγιο κάτω στην πόλη, τάισε πάνω από τριακόσιους ανθρώπους.» Καυχιέται περήφανα.
«Ουάου, τριακόσιους ανθρώπους; Αυτό είναι υπέροχο.» Χαμογελάω, η ένταση μεταξύ μας έxει σχεδόν εξαφανιστεί.
«Ήταν στα αλήθεια πολύ ωραία, ελπίζω του χρόνου να έχουμε ακόμα πιο πολλές πηγές και θα μπορέσουμε να ταΐσουμε πεντακόσιους ανθρώπους.» Είναι τόσο ευγενικός.
«Πας για μεσημεριανό;» Ρωτάει καθώς και οι δύο βγαίνουμε από το ασανσέρ.
«Ναι, θα περπατήσω μέχρι το Firehouse αφού δεν ήρθα με το αμάξι μου σήμερα.» Λέω, χωρίς να θέλω να συζητήσω για το Χάρρυ και για μένα αυτή τη στιγμή.
«Μπορείς να έρθεις μαζί μου αν θέλεις, πάω στο Panera αλλά μπορώ να σε πάω μέχρι το Firehouse πρώτα, δεν θα έπρεπε να περπατάς στο χιόνι.» Προσφέρει ευγενικά.
Μείνε μακριά του Τες, το εννοώ. Ο Χάρρυ με έχει προειδοποιήσει. Λοιπόν ο Χάρρυ δεν είναι εδώ και εγώ δεν είμαι παιδί, το να πάω για μεσημεριανό με έναν φίλο είναι μια χαρά. Κυρίως επειδή ο Χάρρυ δεν είναι εδώ, αν ήταν δεν μπορώ να πω ότι θα είχα την ίδια προκλητική άποψη.
«Το Panera είναι μια χαρά.» Χαμογελάω και πηγαίνουμε προς το αμάξι του. Οι θερμές θέσεις της BMW ζεσταίνουν το σώμα μου πριν καν βγούμε από το παρκινγκ. Ο Τρέβορ και εγώ μένουμε την περισσότερη ώρα ήσυχοι καθώς παραγγέλνουμε το μεσημεριανό μας και καθόμαστε σε ένα μικρό τραπέζι στο πίσω μέρος.
«Σκέφτομαι να μετακομίσω στο Σιάτλ.» Ο Τρέβορ μου λέει καθώς βουτάω ένα κρακεράκι μέσα στην σούπα μου από μπρόκολο.
«Αλήθεια; Πότε;» Ρωτάω δυνατά προσπαθώντας να ακουστώ πάνω από τις πολλές φωνές του μεσημεριανού κοινού που διάλεξαν το Panera Bread σήμερα.
«Τον Μάρτιο. Ο Κρίστιαν μου πρόσφερε μια δουλειά εκεί, μια προαγωγή στο να είμαι επικεφαλής στα τελευταία καινούρια υποκαταστήματα και είμαι έτοιμος να την πάρω.»
«Συγχαρητήρια. Αυτά είναι πραγματικά καταπληκτικά νέα.» Του λέω και το εννοώ.
«Ευχαριστώ, θέλω πολύ να διευθύνω ολόκληρο τον κλάδο των οικονομικών και ακόμα περισσότερο θέλω να μετακομίσω στο Σιάτλ.» Σκουπίζει τη γωνία του στόματός του με μια πετσέτα. Γιατί δεν μπορεί ο Χάρρυ να νιώθει το ίδιο για το Σιάτλ;
Όταν επιστρέφουμε πίσω στην εταιρία Vance το χιόνι έχει μετατραπεί σε παγωμένη βροχή και οι δύο μας τρέχουμε μέσα στο κτήριο. Τρέμω ολόκληρη όταν φθάνουμε στο ασανσέρ. Ο Τρέβορ μου προσφέρει την ζακέτα του αλλά εγώ αρνούμαι βιαστικά.
«Πρέπει να πάω στον δικό σου όροφο να μιλήσω στον Κρίστιαν.» Λέει και εγώ γνέφω.
«Οπότε εσύ και ο Χάρρυ βγαίνετε ξανά;» Ρωτάει τελικά. Περίμενα από αυτόν να με ρωτήσει.
«Ναι... προσπαθούμε να ξεπεράσουμε κάποια πράγματα.» Μασάω το μάγουλό μου.
« Οh... είσαι χαρούμενη τότε;» Κοιτάει κάτω σε εμένα.
«Ναι.»
«Λοιπόν είμαι χαρούμενος για σένα.» Μπλέκει τα χέρια του μέσα στα μαύρα του μαλλιά και ξέρω πως λέει ψέματα αλλά εκτιμώ που δεν το κάνει πιο πολύ αμήχανο από τι ήδη είναι.
Όταν βγαίνουμε από το ασανσέρ η Κίμπερλι έχει μια παράξενη έκφραση, είναι μπερδεμένη από τον τρόπο που κοιτάει τον Τρέβορ και εμένα μέχρι να ακολουθήσω το βλέμμα που κοιτάει τον Χάρρυ που ακουμπά στον έναν τοίχο.