Η Αιχμάλωτη στην Παγωμένη Γη...

By ChristinaG97

50.3K 5.2K 1.3K

13ος αιώνας. Μια ακόμη επιδρομή στα Αγγλικά ανατολικά παράλια από τους Βίκινγκς. Κι ένα τρόπαιο: η γενναία κό... More

Κεφάλαιο Ι
Κεφάλαιο ΙΙ
Κεφάλαιο ΙΙΙ
Κεφάλαιο IV
Κεφάλαιο V
Κεφάλαιο VI
Κεφάλαιο VII
Κεφάλαιο VIII
Note
Κεφάλαιο IX
Κεφάλαιο X
Κεφάλαιο XI
Κεφάλαιο XII
Κεφάλαιο XIII
Κεφάλαιο XIV
Κεφάλαιο XV
Κεφάλαιο XVI
Κεφάλαιο XVII
Κεφάλαιο XVIII
Κεφάλαιο XX
Κεφάλαιο XXI
Κεφάλαιο XXII

Κεφάλαιο XIX

2.7K 236 87
By ChristinaG97

"Η πρώτη και η τελευταία βραδιά"

Η Έμμα έμεινε τουλάχιστον έκπληκτη μόλις ο Ράνγκβαλντ την φανέρωσε ότι ήδη είχε βαπτιστεί χριστιανός μέσα στις δυο βδομάδες που ήταν απόμακρος. Πρόσθεσε πως το έκανε πρώτος από όλους, ώστε και άλλοι να πάρουν παράδειγμα από εκείνον. Ήταν δύσπιστη ως προς αυτό. Ο Ράνγκβαλντ την ενημέρωσε ότι είχαν φτάσει στις κοντινές πόλεις, μαζί και στο Κροπρ, Απόστολοι της Χριστιανικής θρησκείας με σκοπό να διαδώσουν το έργο του Χριστού, όμως δεν θεωρούσε τόσο πιθανό να ακολουθήσουν τον Ερλ τους αυτή τη φορά οι πολίτες. Ίσως μάλιστα η απάρνηση των Θεών τους να ήταν και η κατάλληλη ευκαιρία ο Ράνγκβαλντ να χάσει την εύνοια τους και φυσικά το γεγονός αυτό να εκμεταλλευτεί και ο Σίγκβαρντ.

"Δεν ανησυχείς για αυτό;", αναρωτήθηκε η Έμμα, με το άγχος ξεκάθαρο στα μάτια της. Το μέτωπο της ήταν ζαρωμένο και τα φρύδια της ενωμένα πάνω από τη μύτη της.

Το σαγόνι του σφίχτηκε και ένας μυς ταλαντεύτηκε στο πηγούνι του. Το βλέμμα του ήταν κάπως σκληρό, αλλά αποφασισμένο. Πήρε μια βαθιά ανάσα από τη μύτη, με τα μάτια του καρφωμένα στο κενό. "Φυσικά και ανησυχώ", μουρμούρισε βραχνά. "Γνωρίζω ότι πιέζω την τύχη μου". Τα μάτια του στάθηκαν τώρα πάνω της, με την έκφραση τους να μαλακώνει. Ένα αμυδρό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του. "Αλλά, γνωρίζω κιόλας ότι αυτό ήταν το τελευταίο μας εμπόδιο. Και αν πρέπει να διαλέξω ανάμεσα στη θέση μου και σε σένα, ξέρω ήδη τι πρέπει να κάνω".

Ένα κομμάτι μέσα της έλιωσε στο άκουσμα των λέξεων του. Ένα άλλο, όμως, ήταν λες και πέθαινε, ρουφώντας λίγο λίγο τη χαρά και την γαλήνη της. Αναρίγησε, καθώς έβλεπε τα γαλανά του μάτια να την κοιτάζουν με λατρεία, ανυποψίαστα. Δεν είχε λόγο να μην την εμπιστεύεται. Κι όμως, ήθελε με κάποιον τρόπο να του δείξει ότι έπρεπε να φύγει μακριά της, να σωθεί. Να φωνάξει, να τσιρίξει! Να μην βγάζει τα εμπόδια ανάμεσα τους, μόνο και μόνο για να βιώσει την απόλυτη προδοσία, το θάνατο.

Ο λαιμός της φλεγόταν όπως ποτέ άλλοτε. Ήταν τόσο κοντά στο να του ξεφουρνίσει τα πάντα για το σχέδιο του Σίγκβαρντ. Όμως, ήξερε ότι ο Καλφ και μερικοί ακόμη άντρες παραμόνευαν κοντά στην Αμέλια, έτοιμη να της κόψουν το λαιμό με το που μάθαιναν ότι ο Ράνγκβαλντ γνώριζε πόσο δόλιος ήταν ο αδερφός του. Ήξερε ότι τους παρακολουθούσαν, ακόμη κι εκείνη τη στιγμή που καθόντουσαν στο ίδιο τραπέζι μαζί. Μάλιστα, η Έμμα είχε αντιληφθεί ότι ένας από τους άντρες που πριν από λίγες ώρες βρισκόταν στο πλευρό του Ράνγκβαλντ ήταν ο Τούριντ. Ο άνθρωπος που είχε καλέσει ο Σίγκβαρντ μπροστά της για να την πιέσει να δεχτεί την πρόταση του και να μην κινδυνεύσει η Αμέλια. Τα χέρια της ήταν δεμένα.

Έτσι, λοιπόν, σιώπησε. Έσφιξε τα δόντια της και στάθηκε μπροστά από τον καθρέπτη του δωματίου της, καθώς η Άστριντ και η Άλβα, μαζί με τη υπερβολικά χαρούμενη Αμέλια, την ετοίμαζαν για τη σημερινή τελετή. Η προσοχή της δεν ήταν στραμμένη στο κατάλευκο φόρεμα, που όμοιο σε υφή και ομορφιά δεν είχε αντικρίσει ξανά, με τα αραχνοΰφαντα τελειώματα στα μανίκια και το ανοιχτό χαμόγελο στο στήθος που άφηνε όσο έπρεπε εκτεθειμένο το στέρνο της. Ούτε στις περίπλοκες, απαλές κινήσεις των δύο γυναικών που δημιουργούσαν με τα μαλλιά της ένα απλό, αλλά αριστοκρατικό χτένισμα, με μια πλεξούδα να είναι τυλιγμένη σαν φωτοστέφανο γύρω από το πίσω μέρος του κεφαλιού της και δυο κυματιστές τούφες να ξεφεύγουν από τις υπόλοιπες τρίχες, γαργαλώντας τα πλαϊνά του λαιμού της.

Το μυαλό της ήταν μουδιασμένο, ενώ καταβάθος είχε μια επιθυμία που σιγόκαιγε αρκετά ώστε να την πονά. Ήθελε να αισθανθεί χαρά και ελπίδα για αυτόν τον γάμο. Για το γεγονός ότι ο Ράνγκβαλντ είχε θυσιάσει μέχρι και τα πιστεύω του απλά και μόνο για να την κάνει γυναίκα του. Κάτι τέτοιο, παρόλο που δεν εξαφάνιζε εντελώς τον πόνο που αναγκάστηκε να ανεχτεί όλες αυτές τις βδομάδες που βρισκόταν στο Κροπρ και μακριά από την Αγγλία, τουλάχιστον τον περιόριζε. Όμως, δεν μπορούσε να αφήσει τον εαυτό της να αισθανθεί ούτε χαρά ούτε ελπίδα.

Πόσο θα ήθελα να ήταν εδώ ο πατέρας και ο Πήτερ..., συλλογίστηκε μελαγχολικά.

Ύγρανε τα ξεραμένα χείλη της με τη γλώσσα της, με τη ματιά της να αδυνατεί να επικεντρωθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο τη συναντούσε καθώς η Άστριντ και η Άλβα, μαζί με μερικούς άντρες πιο πίσω τους τη συνόδευαν ως τη νεόχτιστη εκκλησία. Ούτε και στην ενθουσιασμένη, εντελώς ανέμελη Αμέλια που βημάτιζε χορεύοντας δίπλα της μπορούσε να στείλει ένα πραγματικό χαμόγελο. Οι ώμοι της ήταν σφιγμένοι και το κεφάλι της σκυμμένο, αποφεύγοντας τα βλέμματα των ανθρώπων του Κροπρ, ίσως διότι αισθανόταν τρομερές τύψεις για αυτό που έπρεπε να κάνει.

Σχεδόν αισθάνθηκε ανακούφιση τη στιγμή που τα μάτια της έπεσαν στην μορφή του ιερέα, ο οποίος περίμενε με την προσοχή του στραμμένη στην είσοδο της εκκλησίας για να ξεκινήσει η τελετή. Επιτέλους, αντίκριζε κάτι γνώριμο, κάτι από τον παρελθοντικό εαυτό της. Αγαπούσε τον Θεό και είχε μπροστά της επιτέλους έναν εκπρόσωπο του χριστιανισμού. Θα είχε νόημα εάν ζητούσε τη συγχώρεση Του μέσα στον Οίκο του, προτού κάνει το έγκλημα;

Ύστερα, τα μάτια της σύρθηκαν στον Ράνγκβαλντ. Στεκόταν δίπλα από τον ιερέα, με ένα γνήσια χαρούμενο χαμόγελο που έκανε τα σωθικά της να σφιχτούν λες και κάποιος τα στράγγιζε μέσα στα δυο του χέρια. Θεέ μου, ήταν τόσο όμορφος, τόσο ανυποψίαστος. Από μακριά έμοιαζε σαν οποιονδήποτε πανευτυχή νεαρό που είχε την τύχη να παντρεύεται την αγαπημένη του.

Ξεκίνησε να περπατά, κρατώντας στα χέρια της ένα μικρό μπουκέτο από αγριολούλουδα. Και με κάθε βήμα που έκανε πιο κοντά στον Ράνγκαλντ, γνώριζε πόσο πιο κοντά έφτανε στον πόνο, τη δυστυχία και την αιώνια καταδίκη. Πόσο μακριά έφευγε από την πιθανότητα της ευτυχίας και της αγάπης αυτού του άντρα. Τα ξανθά μαλλιά του που έφταναν μέχρι σχεδόν τους ώμους του ήταν πιο χτενισμένα από ποτέ. Τα γαλάζια μάτια του έλαμπαν με λατρεία, ακολουθούσαν την παραμικρή της κίνηση λες και φοβόταν ότι θα εξαφανιστεί από μπροστά του. Φορούσε μια γκρι σκούρα πουκαμίσα, στρωμένη ομοιόμορφα πάνω από το καφέ παντελόνι του και από πάνω ένα δερμάτινο καφέ γιλέκο που του έδινε μια πιο επίσημη όψη. Η ζώνη με το μαχαίρι του δεν ήταν τυλιγμένη γύρω από τη μέση του.

Δεν έδινε καμία σημασία στον λίγο κόσμο που βρισκόταν μέσα στην εκκλησία. Έφτασε στο τέλος του διαδρόμου, εκεί που την περίμενε ο μελλοντικός της άντρας και μέσα σε ένα δευτερόλεπτο πήρε μια δύσκολη απόφαση. Καθώς το απλωμένο χέρι του τυλίχθηκε γύρω από το δικό της για να τη φέρει πιο κοντά του και να τραβήξει από το πρόσωπο της το πέπλο της, με μάτια που μπήγονταν στα δικά της με τρομερή ένταση, ορκίστηκε σιωπηλά ότι έστω για αυτή τη μέρα δεν θα σκεφτόταν τον Σίγκβαρντ. Θα έβαζε στην άκρη τις σκέψεις περί του εγκλήματος που θα έκανε. Σήμερα θα παντρευόταν και θα έδειχνε στον σύζυγο της τα συναισθήματα που της προκαλούσε. Ναι, τον αγαπούσε.

Ο ιερέας ξεκίνησε την τελετή με ένα ήπιο χαμόγελο, ενώ τα χέρια της Έμμα βρισκόντουσαν φωλιασμένα στα χέρια του Ράνγκβαλντ. Σχεδόν μπορούσε να νιώσει τον σφυγμό από τους καρπούς του. Του χαμογελούσε συγκινημένα, πασχίζοντας να κάνει τα χείλη της να μην τρέμουν, αλλά η υγρασία στα μάτια της την πρόδιδε. Ο Ράνγκβαλντ την έβλεπε έτσι και της χάριζε ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο.

"Ράνγκβαλντ Μπγιόρντσον, δέχεσαι αυτή τη γυναίκα ως νόμιμη σύζυγο σου, να την αγαπάς, να τη σέβεσαι, στα πλούτη και τη φτώχεια, στην αρρώστια και την υγεία, να απαρνηθείς οποιαδήποτε άλλη για χάρη της, μέχρι να σας χωρίσει ο θάνατος;".

Ο Ράνγκβαλντ κατάπιε λες και προσπαθούσε να καλύψει τα υπερβολικά συναισθήματα του, κοιτάζοντας την Έμμα ολόισια, δίνοντας της όρκο. "Δέχομαι". Η φωνή του ήταν συναισθηματικά φορτισμένη, αλλά προσπαθούσε να κρατήσει σταθερό προσωπείο.

Η Έμμα πήρε μια κοφτή ανάσα, νιώθοντας το αίμα να πάλλεται στις φλέβες της, όταν ο ιερέας στράφηκε σε εκείνη. "Έμμα Χίντλεϊ, δέχεσαι αυτόν τον άντρα ως νόμιμο σύζυγο σου, να τον αγαπάς και να τον σέβεσαι, στα πλούτη και στη φτώχεια, στην αρρώστια και στην υγεία, να απαρνηθείς οποιονδήποτε άλλον για χάρη του, μέχρι να σας χωρίσει ο θάνατος;".

Ήθελε να φωνάξει στο τέρμα της φωνής της πως δεχόταν και πως δεν ήταν ψέμα. Πως θα τον αγαπούσε και θα τον σεβόταν για όλη της τη ζωή. Αυτοί οι όρκοι σήμαναν πολλά για εκείνη, δεν ήταν απλά εικονικοί. Όμως, γνώριζε ότι έπρεπε να τον προδώσει. Ενώπιον Θεού, ο όρκος της θα έχει σπάσει, τη στιγμή που θα του έπαιρνε τη ζωή. Μα είχε ακόμη κάποιες ώρες που θα μπορούσε να τον τιμήσει. Και διάολε, αυτό θα έκανε!

"Δέχομαι", απάντησε με μια αποφασιστικότητα που δεν γνώριζε πώς είχε τρυπώσει μέσα της και έσφιξε τα χέρια του, αποσπώντας από εκείνον ένα τεράστιο χαμόγελο.

Δεν αισθανόταν φόβο για το βράδυ, το πρώτο βράδυ που θα περνούσαν μαζί. Πιο πολύ ανάγκη να καλύψει τα κενά που θα δημιουργούνταν στο μέλλον. Ήθελε να του δείξει πόσο τον ήθελε κοντά της, κι ας τον έδιωχνε μακριά της τόσο καιρό. Ήθελε να τον αγαπήσει.

Το δωμάτιο του Ερλ είχε πλέον ένα διπλό κρεβάτι για το ανδρόγυνο και η Άστριντ της είχε πει ότι πλέον αυτή θα ήταν η κάμαρα τους. Αναρωτιόταν πώς θα ήταν η ζωή τους εκεί μέσα, με τα κορμιά τους κάθε βράδυ να ενώνονταν υπό το φως των μικρών κεριών που θα άφηνε να σιγοκαίνε ο σύζυγος της μόνο και μόνο για να βλέπει το πρόσωπο της καθώς θα έφτανε στην απόλυτη ηδονή. Αναρωτιόταν πώς ακριβώς θα έμοιαζε η έκφραση της ή πώς θα ήταν η αίσθηση του να βρίσκεται μέσα της, μα δεν σκεφτόταν καν τον πόνο. Αν μη τι άλλο, ο πόνος που θα βίωνε απόψε θα ήταν πολύ μικρός σε σχέση με αυτόν που πραγματικά θα της άξιζε. Ο πόνος αυτός θα της θύμιζε ότι της αξίζει να τιμωρηθεί.

Συλλογιζόταν επίσης, καθώς βρισκόταν κάτω από τα σκεπάσματα στο κρεβάτι τους, κρατώντας τις άκρες τους σφιχτά μέσα στις γροθιές της, με την πλάτη της να ακουμπά στο κεφαλάρι και τα μαλλιά της κυμματιστά και μεταξένια να πέφτουν στο στέρνο της, το μέλλον που θα μπορούσαν να έχουν οι δυο τους. Ίσως σε εκείνο το κρεβάτι να έφερνε στη ζωή τον γιο του. Ίσως σε εκείνο το δωμάτιο να έκαναν μεγάλες συζητήσεις, αλλά και να καυγαδίζαν. Μα τίποτε από όλα αυτά δεν θα συνέβαινε και έπρεπε να πάψει να τα σκέφτεται. Έπρεπε να ζήσει το σήμερα, το τώρα. Να αισθανθεί ζωντανή για τελευταία φορά.

Η ξύλινη πόρτα άνοιξε με ένα τρίξιμο και αμέσως τα μάτια της καρφώθηκαν στη μορφή του που φωτιζόταν ελάχιστα από το φως των δυο κεριών που έκαιγαν σε καθένα από τα δυο κομοδίνα. Μπορούσε να διακρίνει ότι φορούσε μόνο μια λευκή πουκαμίσα που κάλυπτε το σώμα του μέχρι τη μέση των μηρών του και άφηνε εκτεθειμένο κατά πολύ το καλοσχηματισμένο στέρνο του. Τα μάτια της παρέμειναν για παραπάνω από το επιτρεπτό στα γυμνασμένα του πόδια, γλείφοντας τα χείλη της ασυναίσθητα. Αδυνατούσε να δει την έκφραση του προσώπου του, αλλά κατάφερε να προσέξει τα δυο ποτήρια που κρατούσε στα χέρια του.

Έκλεισε την πόρτα πίσω του μαλακά. Η Έμμα άκουγε προσεκτικά τις ανάσες του, καθώς την πλησίαζε αργά. Η καρδιά της μπορεί να σφυροκοπούσε, αλλά δεν ήταν από φόβο. Ήταν από το συναίσθημα που τελικά αντίκρισε στο βλέμμα του με το που την πλησίασε αρκετά. Οι καθρέπτες των ματιών του πρόδιδαν πόθο, όχι όμως τον απλό. Αλλά, εκείνον που σε έτρωγε εσωτερικά λίγο λίγο, που σε έκανε να θέλεις να φωνάξεις, να σπάσεις κάτι, να αρπάξεις τον άνθρωπο που ευθύνεται για το βασανιστήριο σου και να τον βασανίσεις το ίδιο.

Κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι, περνώντας τα απελπισμένα γαλάζια του μάτια πάνω από κάθε χιλιοστό του προσώπου της, των μαλλιών της σα να τη θαυμάζει. Της έτεινε το ένα ποτήρι με ένα λοξό χαμόγελο. "Ορίστε. Θα σε βοηθήσει να χαλαρώσεις", μουρμούρισε βελούδινα.

"Είμαι χαλαρή", υποστήριξε η Έμμα με ήπια πυγμή. Παρόλα αυτά, άρπαξε το ποτήρι και άδειασε μονορούφι το κρασί στο στόμα της με ευχαρίστηση, βγάζοντας μερικούς ήχους που σίγουρα έκαναν τον Ράνγκβαλντ να νιώσει περίεργα. Με την τελευταία σταγόνα στραγγισμένη, άφησε το ποτήρι στο κομοδίνο και τον κοίταξε χωρίς ίχνος νευρικότητας ή φόβου.

Ο Ράνγκβαλντ άφησε ένα πνιχτό γελάκι. "Από ότι φαίνεται η γυναίκα μου είναι πιο ατρόμητη από όσο νόμιζα". Ήπιε μια γουλιά κρασί, κοιτάζοντας την περιπαιχτικά.

Η Έμμα του απάντησε απλώς με ένα αμυδρό χαμόγελο, προσπαθώντας να απομνημονεύσει την κάθε μικρή αλλαγή στην έκφραση του. Η καρδιά της φούσκωσε με έρωτα, παρατηρώντας τα μάτια του που έκαιγαν με ένταση, τα χείλη του που έλειπαν από τα δικά της, τα μάγουλα του που ήθελε να απλώσει τα ακροδάχτυλα της να τα χαϊδέψει και το πηγούνι του που σχεδόν επιθυμούσε να το δαγκώσει. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτός ο άγριος, αλλά όμορφος άντρας μπροστά της ήταν πλέον δικός της.

Τώρα τα μάτια του έχασαν την περιπαιχτική τους διάθεση και σοβάρεψαν, με το που κι εκείνος άφησε το ποτήρι του στο κομοδίνο. Έφερε αργά το χέρι του προς το μέρος της, αφήνοντας τα δάχτυλα του να χαϊδέψουν μερικές τούφες από τα μαλλιά της, ακριβώς πάνω από το στήθος της. Η Έμμα μετά από αυτή του την κίνηση πάλευε να μην κλείσει τα μάτια της.

"Πάντα λάτρευα τα σκούρα σου μαλλιά", της ψιθύρισε, καθώς οι κινήσεις των δαχτύλων του έκαναν όλες τις τρίχες του κορμιού της να τεντωθούν.

Τον έβλεπε να την περιεργάζεται με θαυμασμό. Πήρε μια βαθιά ανάσα από τη μύτη και εξέπνευσε, με το μυαλό της να αρχίζει να χάνεται. Το κορμί της φώναζε για το δικό του. Ήθελε να έρθει πιο κοντά του.

Ο Ράνγκβαλντ κατάπιε σπασμωδικά, με το μήλο του Αδάμ του να αναπηδά. Ένας μυς στο σαγόνι του συσπάστηκε. "Σε θέλω", είπε βραχνά, με τη φωνή του να της δημιουργεί άλλο ένα κύμα ανατριχίλας. Ακουγόταν απελπισμένος, βασανισμένος, πεινασμένος. Σχεδόν την παρακαλούσε.

Δεν χρειαζόταν να της πει κάτι άλλο. Με το κουράγιο της στα ύψη, έπιασε τον καρπό του και τον έφερε κοντά στα χείλη της, μισανοίγοντας το στόμα της. Άφησε ένα υγρό φιλί στο εσωτερικό της παλάμης του και ύστερα σε κάθε άκρη των δαχτύλων του. Άφησε με αυτοπεποίθηση το βλέμμα της να συναντήσει το δικό του και αυτό που αντίκρισε έκανε την ανάσα της να πιαστεί στο λαιμό της. Τα μάτια του ήταν βουτηγμένα στη φωτιά, με τις κόρες τους διεσταλμένες, ενώ άφησε έναν βασανισμένο ήχο από το πίσω μέρος του λαιμού του.

Απότομα, της όρμησε. Η μια του παλάμη βρέθηκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, μέσα στα μαλλιά της, δημιουργώντας μια μπουνιά μέσα σε αυτά. Τα χείλη του καρφώθηκαν στα δικά της με απαίτηση, ενώ το χέρι του την κρατούσε κολλημένο στο πρόσωπο του. Ένα γρύλισμα ξέφυγε από το στέρνο του και η Έμμα αισθάνθηκε να αφήνεται μες στα χέρια του. Η άλλη του παλάμη στάθηκε σφιχτά στο πλάι της μέσης της, ζουλώντας και φέρνοντας τον κορμό της πιο κοντά στο δικό του.

Τα χείλη του την ανάγκασαν να ανοίξει τα δικά της ώστε η γλώσσα του να εισέλθει στο στόμα της λες και του ανήκε. Το κράτημα στα μαλλιά της ήταν τόσο δυνατό που της δημιουργούσε πόνο, αλλά το μόνο που μπορούσε να αισθανθεί έτσι όπως την κρατούσε κοντά του ήταν ευχαρίστηση. Έφερε τον κορμό του πάνω από το δικό της, βάζοντας τα πόδια του ανάμεσα από τα δικά της και ένιωσε χαμηλά στην κοιλιά της τον ανδρισμό του έτοιμο για εκείνη. Η αίσθηση αυτή έκανε μια τρομερή ζεστασιά να απλωθεί σε κάθε μόριο του κορμιού της και το κέντρο της θηλυκότητας της να τρέμει. Βρισκόταν τόσο κοντά της, αλλά όχι αρκετά.

Τα χείλη του ταξίδεψαν από τα πρησμένα χείλη της προς τα κάτω, πιπιλώντας και δαγκώνοντας τον λαιμό της, δημιουργώντας της σιγά σιγά τρέμουλα. Το χέρι του γρήγορα και απότομα, με ένα μουγκρητό να δραπετεύει από το στόμα του, τράβηξε μακριά από τον ώμο της το λευκό νυχτικό της μαζί με τα μαλλιά της και γέμισε το σημείο με καυτά φιλιά, προετοιμάζοντας την για την επόμενη του κίνηση.

Η λεκάνη του πιέστηκε πάνω στη δική της, δίνοντας της μια καλύτερη αίσθηση του μορίου του και η Έμμα άνοιξε διάπλατα το στόμα της, βγάζοντας μια κραυγή ευχαρίστησης. Με τα δυο του χέρια τώρα και με τις ανάσες και των δυο τους ξέφρενες, έσκισε το πάνω μέρος του νυχτικού της, αποκαλύπτοντας για πρώτη φορά τα στήθη της.

Η Έμμα δεν αισθάνθηκε ίχνος ντροπής. Με μια στιγμιαία συνάντηση των ματιών τους τον παρακάλεσε να την ακουμπήσει. Κι εκείνος αμέσως υπάκουσε, αναστενάζοντας ανακουφισμένα με το που τα δάχτυλα του ψηλάφισαν τις ερεθισμένες θηλές της. Ο κορμός της τραντάχτηκε, καθώς ηλεκτρισμός άρχισε να ρέει από τις θηλές της σε όλο της το σώμα και εν τέλει, ένα σφίξιμο χαμηλά στην κοιλιά της δημιούργησε υγρασία ανάμεσα στα πόδια της.

Τα μάτια τους ήταν ενωμένα, καθώς πίεζε, τσιμπούσε, χάιδευε τις θηλές της και έχωνε τα στήθη της ένα στις παλάμες του. Τα δικά του ήταν μισόκλειστα από τον πόθο και ήταν σίγουρη πως το ίδιο συνέβαινε και με τα δικά της. Αποφάσισε τότε να τον αγγίξει κι εκείνη. Ενώ εκείνος λάτρευε το στήθος της, εκείνη έφερε τα χέρια της στις πλάτες του, γρατζουνώντας τον και ύστερα τα άφησε να χαθούν μέσα στα μαλλιά του.

Πήρε τα δάχτυλα του από το στήθος της και ξαναέφερε το στόμα του στο δικό της, σε ένα πιο παθιασμένο, πιο άγριο, πιο υγρό φιλί από ότι πριν, με τα χέρια και των δυο να πιέζουν τον έναν πάνω στον άλλον λες και εάν άφηναν την απόσταση να μπει ανάμεσα τους θα πέθαιναν. Τα βογγητά τους τώρα ήταν πιο συχνά και δευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο η Έμμα έχανε και το τελευταίο ίχνος της λογικής της. Το σώμα της ήξερε πώς να αντιδράσει κι ας μην γνώριζε η ίδια.

Με ένα τελευταίο άγριο μουγκρητό, τα χέρια του Ράνγκβαλντ έσκισαν στα δυο το νυχτικό της και το τράβηξε γρήγορα από το σώμα της, πετώντας το μακριά. Η ανάσα της Έμμα διακόπηκε και κατάλαβε ότι πλέον ήταν ολόγυμνη μπροστά του, έτοιμη να του παραδοθεί ολοκληρωτικά. Η καρδιά της δεν είχε χτυπήσει ποτέ πιο γρήγορα και πιο δυνατά και δεν μπορούσε να επικεντρωθεί σε τίποτε άλλο πέρα από την ανάγκη της να αισθανθεί, να πονέσει, να τσιρίξει, να τον φέρει ακόμα πιο κοντά της.

"Είσαι υπέροχη", ψέλλισε εκείνος ξέπνοα, με συναισθηματικά φορτισμένη φωνή, ενώ τα μάτια του ταξίδευαν σε κάθε γυμνό σημείο της.

Το βλέμμα του σκοτείνιασε, καθώς κατάπιε σπασμωδικά και έφερε την παλάμη του στο κέντρο της θηλυκότητας της, γλιστρώντας τα δάχτυλα του στην άβυσσο της. Έφερε τον κορμό του πάνω από τον δικό της, στηριζόμενος με το ένα του μπράτσο πάνω στο κρεβάτι και με το άλλο του χέρι ξεκίνησε να χάνεται στα μονοπάτια της.

Η Έμμα τίναξε τον κορμό της αυτόματα, χωρίς να έχει αισθανθεί ποτέ ξανά τόσο υγρή, τόσο ζεστή, τόσο τρελαμένη. Τα βλέφαρα της έκλεισαν ασυναίσθητα, με τα ρίγη να την τραντάζουν και τη φωνή της να έχει χαθεί. Το μόνο που κατάφερε να κάνει ήταν να σκύψει προς τα πίσω τον σβέρκο της και να απελευθερώσει μερικά βογγητά.

Ο Ράνγκβαλντ πήρε μακριά το χέρι του και εκείνη αισθάνθηκε σύγχυση που δεν συνέχισε να την χαϊδεύει έτσι. Άνοιξε τα μάτια της και τον είδε να βγάζει την πουκαμίσα του, αφήνοντας τη να θαυμάσει τους μύες στα μπράτσα, το στέρνο και το στομάχι του. Γλείφοντας τα χείλη της, άπλωσε τα χέρια της να ψηλαφίσει το σώμα του σε εκείνα τα σημεία, αποσπώντας βαριές ανάσες από εκείνον κι ένα αποφασισμένο βλέμμα.

Τα χέρια του άνοιξαν διάπλατα τα γόνατα της και τοποθέτησε το σώμα του ανάμεσα τους, με τον ανδρισμό του να έρχεται σε επαφή για πρώτη φορά με το κέντρο της. Έσκυψε από πάνω της, με το μόνο που ακουγόταν να είναι οι τρεμουλιαστές αναπνοές τους και στερέωσε το κάθε μπράτσο του πάνω στο κρεβάτι δίπλα από τους ώμους της.

Τη στιγμή που τον ένιωσε να την ανοίγει, τυλίγοντας τον σφιχτά και υγρά, λίγη νευρικότητα την χτύπησε, όμως άμεσα καλύφθηκε από το κύμα ανατριχίλας που τη συνεπήρε. Αισθανόταν στο πλάι του λαιμού της την υγρή, κοφτή αναπνοή του και τον άκουσε να βγάζει ένα απελπισμένο βογγητό, ενώ το μόριο του γλιστρούσε μέσα της σταθερά.

Ο πόνος ήταν οξύς, αλλά σύντομος. Ευτυχώς, με το που τη γέμισε ολόκληρη έμεινε ακίνητος μέσα της, ώστε να καταφέρει να τον συνηθίσει. Όταν άρχισε να κουνιέται, ασυναίσθητα τον έσφιξε με τους μυς της, έχοντας την ανάγκη να τον νιώσει στα βάθη της. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ο πόνος μετατράπηκε σε μια γλυκόπικρη ανάμνηση και τα χέρια της τυλίχτηκαν γύρω από το σβέρκο του, καθώς εκείνος μπαινόβγαινε στην άβυσσο της σαν να θέλει να μπει ολόκληρος μέσα της, με την ψυχή του.

Ο πόθος της άρχισε να εντείνεται με κάθε κίνηση του και αναζητούσε απεγνωσμένα την απελευθέρωση της. Τη φιλούσε παντού, στο στόμα, στο λαιμό, στο πηγούνι, στα στήθη της καθώς πίεζε τις θηλές της. Και έκαναν συναγωνισμό για το ποιανού τα βογγητά ήταν πιο παθιασμένα, πιο απελπισμένα, πιο δυνατά.

Ο ανδρισμός του έτριβε τώρα πλέον ένα βαθύ σημείο μέσα της που έκανε την ένταση της να τυλίγεται ασφυκτικά σε ένα κουβάρι χαμηλά στην κοιλιά της. Με κάθε εισχώρηση του ένα νέο, πιο δυνατό από το προηγούμενο κύμα ρίγους τη διαπερνούσε και πλέον αδυνατούσε να ανασάνει. Δεν την πείραζε, όμως, γιατί ανέπνεε εκείνος για εκείνη.

Και τότε, λες και ήταν φτιαγμένοι για να απελευθερωθούν μαζί, οι κραυγές τους έφτασαν στην κορυφή, το ίδιο και τα σώματα τους, μαζί με τις ψυχές τους.

Ουφ! 😱 Πραγματικά, πολύ δύσκολο και καυτό το κεφάλαιο αυτό για να το γράψω! 🔥 Νομίζω ότι πρέπει να κάνω ένα παγωμένο ντους μετά από αυτό! 😂

Αγαπημένοι μου, συγνώμη για την καθυστέρηση! 😕 Ελπίζω το αποτέλεσμα να σας αντάμειψε και να το απολαύσατε! 😉❤😇 Μιλάμε για το πιο μεγάλο κεφάλαιο σε αυτή την ιστορία! 😀💪🏼

Επίσης, για όσους από εσάς λατρεύετε τις ιστορίες μαγείας με κάθε είδους πλάσματα, με έρωτες που αντέχουν για αιώνες, πρωταγωνίστριες δυναμικές και άντρες που θα κάνουν τα πάντα για τη γυναίκα της ζωής τους, τσεκάρετε την ιστορία μου "Μοργκάνα"! 😉

Περιμένω σαφώς τη γνώμη σας για τον καυτό Ράνγκβαλντ! 💋

Until next time,
Christina.

Continue Reading

You'll Also Like

125 15 3
Επηρεασμένο από το βιβλίο της @WonderWomanForEver "Γυναίκες", εδώ πέρα θα μιλήσουμε για ιστορίες γυναικών. Γυναικών αρχηγών. Γυναικών Πολεμιστών. Γυ...
9.1K 838 33
ΡΟΜΑΝΤΙΚO ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΕΠΟΧΗΣ. ...Τις λαγόνες του σάρωναν κύματα έξαψης στη σκέψη της και μόνο. Ο φαλλός του σκληρός ασφυκτιούσε μέσα στο εφαρμοστό, δε...
26K 1.8K 45
Προδόθηκα, βασανίστηκα, φυλακίστηκα, βιάστηκα... Είναι η ώρα να πάρω την εκδίκηση μου από τον αδερφό μου και να γίνω η βασίλισσα του νότου.
22 6 3
Μυθιστόρημα για την αυτοκρατορία της Νίκαιας, με πρωταγωνιστή τον λόγιο βασιλέα Θεόδωρο Β' Λάσκαρη και την οικογένειά του, ο οποίος συνέθεσε τον Μεγά...