Χαιρετίσαμε τον Jake με ένα νέψιμο κι ανταπέδωσε. Βολεύτηκα ξανά στην θέση μου και κοίταξα το μαύρο τραπεζομάντηλο.
"Πολύ προσγειωμένος για διάσημος" είπε ο Χρίστος.
"Το έχουν οι Έλληνες αυτό" σχολίασα.
Συζητήσαμε ανάλαφρα για αρκετή ώρα, μέχρι που ήρθε και το φαγητό. Ο Χρίστος με κοιτούσε χαμογελαστός και δεν παρέλειπε να μου υπενθυμίζει το πόσο όμορφη είμαι και το πόσο ευτυχισμένος ένιωθε που είμασταν μαζί και θα παντρευόμασταν σε λίγες μέρες.
Λίγες στιγμές αργότερα, οι μουσικοί με τα βιολιά και το πιάνο άρχισαν να δημιουργούν μια αργή, ρομαντική μελωδία που γέμιζε τον χώρο.
Ήταν μια από αυτές τις μελωδίες που έφερνες στο μυαλό σου κάθε φορά που άκουγες για ένα ρομαντικό βαλς στο οποίο το ζευγάρι είχε σκοπό να εκφράσει υποσχέσεις και όρκους αιώνιας αγάπης.
"Θες να χορέψουμε;" με ρώτησε ο Χρίστος.
Τον κοίταξα και χαμογέλασα ελαφρά.
"Φυσικά" απάντησα.
Σηκώθηκε πρώτος και πήρε το χέρι μου τραβώντας την καρέκλα μου. Με οδήγησε στην μέση του χώρου, όπου και αρχίσαμε να στροβιλιζόμαστε σε ένα αργό χορό.
Έγυρα το κεφάλι στο στέρνο του με ευκολία αφού ήταν αρκετά εκατοστά πιο ψηλός από εμένα. Έκλεισα τα μάτια, σκεπτόμενη τον γάμο, τον Χρίστο...τον Jake.
Όλα μια μπάλα σύγχυσης.
"Χρίστο;" ρώτησα κοιτώντας τον στα μάτια.
"Ναι;"
Του χαμογέλασα.
"Νιώθω πολύ τυχερή που σε έχω δίπλα μου"
Η βραδιά προχώρισε με 'μας να τρώμε επιδόρπιο, αν και δεν είχα και τόση όρεξη γι' αυτό.
"Αυτό είναι για εσάς" μας είπε ένας σερβιτόρος λίγο αργότερα, αφήνοντας ένα μπουκάλι ακριβό κρασί.
"Από ποιον;" ρώτησε ο Χρίστος.
Από ποιον... Λες και δεν ξέρεις.
"Από τον κύριο εκεί" αποκρίθηκε, δείχνοντας μας το τραπέζι του Jake.
Γυρίσαμε να τον κοιτάξουμε. Φόραγε το σακάκι του, έτοιμος να φύγει. Μας χαμογέλασε κι ένεψε καταφατικά ως απάντηση στο υψωμένο ποτήρι του Χρίστου προς το μέρος του.
"Καλή σας νύχτα" μας είπε και από κοντά καθώς βάδιζε προς την πόρτα.
"Καλό βράδυ" απάντησε ο Χρίστος.
"Καλό βράδυ" είπα κι εγώ αποφεύγοντας να τον δω.
Λίγα λεπτά αργότερα, ο Χρίστος κοίταξε το ρολόι του και μετά εμένα.
"Τι λες;" ρώτησε. "Ώρα να πηγαίνουμε κι εμείς;"
"Ναι" απάντησα.
Αφού τακτοποίησε τον λογαριασμό, μπήκαμε ξανά στο αμάξι του.
Οδηγούσε προσεκτικά, και με το ένα του χέρι χάιδευε το δικό μου χέρι.
Έγυρα το κεφάλι στο τζάμι, κοιτώντας τα πάντα να κινούνται γρήγορα.
Όπως και ο χρόνος.
Πότε πρόλαβαν να αλλάξουν όλα τόσο γρήγορα;
Φτάνοντας έξω απ' το σπίτι, ελάττωσε ταχύτητα. Στάθμευσε και για μια ακόμη φορά μου άνοιξε την πόρτα.
Περπατήσαμε μέχρι την εξώπορτα, όπου έβγαλε τα κλειδιά του κι άνοιξε.
Έκλεισε την πόρτα σιγά και με βοήθησε να βγάλω το παλτό μου.
Γέλασε δυνατά από το πουθενά, υποθέτω πως ήπιε πολλή σαμπάνια. Όχι πως τον ενοχλεί το ποτό. Ανέβηκε τις σκάλες γρήγορα, τραβώντας με μαζί του.
Άνοιξε το φως και με κοίταξε.
"Τι λες να γιορτάσουμε την επέτειο μας ΚΑΙ στο σπίτι;" ρώτησε πλησιάζοντας το κεφάλι του στο δικό μου.
Τα χέρια του βρέθηκαν στον λαιμό μου απαλά. Ένωσε τα χείλη μας σε ένα φιλί.
Ξαφνικά, την ησυχία διέκοψε ο ήχος μιας μηχανής να απομακρύνεται.
Αναπήδησα ξαφνιασμένη και πρόσεξα πως βρισκόμασταν μπροστά από το παράθυρο.
"Τι είναι;" με ρώτησε ψιθυριστά.
"Τίποτα.." ψέλλισα.
Γέλασε πνιχτά και κρατώντας με από την μέση, συνέχισε από εκεί που έμεινε.
----
Να πάρει! Τελικά αυτή η κούτα ήταν πολύ βαριά και τα βιβλία που ήταν μέσα έπεσαν στο πάτωμα. Γονάτισα για να τα μαζέψω, όταν ένα ακόμη ζευγάρι χέρια με βοήθησε.
Ήταν η Πάολα.
"Τα κατέστρεψες τα καημένα ρε Εύα!"
Άφησα τα βιβλία και την αγκάλιασα με φόρα, ρίχνοντας και τις δυό μας στο πάτωμα.
"Προς τι οι τόσες αγάπες;" ρώτησε πονηρά.
"Συγνώμη" της ζήτησα ξανά.
Πριν καν μου απαντήσει, ξέσπασα σε κλάματα. Όχι μόνο για όσα της είπα χτες μα επειδή κατάλαβα πως είχε δίκιο.
Χτες ένιωσα λες και ο Χρίστος έκανε έρωτα μόνος.
"Τι έπαθες ρε Εύα;" με ρώτησε η Πάολα χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου. "Εντάξει, σε συγχωρώ"
"Είχες δίκιο" της εμπιστεύτηκα ανάμεσα στους λυγμούς μου.
"Για ποιο απ' όλα;" ρώτησε ήρεμα.
Δεν της απάντησα και περίμενα λίγα λεπτά να ηρεμήσω.
Ήμουν έτοιμη να μιλήσω όταν άνοιξε η πόρτα του μικρού δωματίου της βιβλιοθήκης.
Ήταν ο Jake.
Στεκόταν εκεί ανέκφραστος και απόλυτος.
"Μπορώ να έχω 1 λεπτό;" ρώτησε.
"Φυσικά, φεύγω" είπε η Πάολα κι έγινε καπνός.
Μείναμε μόνοι μας.
Έβαλα την πλέον γεμάτη κούτα στο τραπέζι και στάθηκα όρθια απέναντι του αποφεύγοντας όμως το βλέμμα του.
Η σιωπή που "γέμιζε" τον χώρο με σκότωνε.
Έκανε αργά και σταθερά βήματα μέχρι που βρέθηκε λίγα μόνο εκατοστά μακριά μου.
"Σε άγγιξε;" ρώτησε απλά.
Δεν απάντησα. Δεν τον κοίταξα. Δεν κινήθηκα.
"Πες μου" επανέλαβε ξανά ήρεμος. "Σε άγγιξε;"
Τον κοίταξα, διατηρώντας την σιωπή μου. Πήρα μια κοφτή ανάσα.
"Δεν το αντέχω που να πάρει!" αναφώνισε και χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι ξαφνιάζοντας με.
"Δεν αντέχω να ξέρω πως κοιμάται μαζί σου τα βράδια. Πως σε αγγίζει" συνέχισε.
Έστρεψα το κεφάλι μακριά για να μην δει τα δάκρυα που εμφανίστηκαν.
Ούτε εγώ το άντεχα.
Με το χέρι του έστρεψε το κεφάλι μου προς εκείνον.
"Καταλαβαίνεις πως ΔΕΝ ΤΟ ΑΝΤΕΧΩ;" ρώτησε έντονα.
Δεν απάντησα γιατί δεν χρειάστηκε.
Ένωσε τα χείλη μας σε ένα φιλί που τα έλεγε όλα.