Η κραυγή

By renandr

91.9K 10.2K 715

Πως είναι να ζεις σε ένα σπίτι οπου η λεκτική και σωματική βία είναι καθημερινό φαινόμενο; Η ιστορία αυτή είν... More

κεφάλαιο 2
κεφάλαιο 3
κεφάλαιο 4
κεφάλαιο 5
Σημείωση
κεφάλαιο 7
κεφάλαιο 8
κεφάλαιο 9
Σημείωση
κεφάλαιο 11
κεφάλαιο 12
κεφάλαιο 13
κεφάλαιο 14
κεφάλαιο 15
κεφάλαιο 16
κεφάλαιο 17
κεφάλαιο 18
κεφάλαιο 19
κεφάλαιο 20
κεφάλαιο 21
κεφάλαιο 22
κεφάλαιο 23
κεφάλαιο 24
κεφάλαιο 25
κεφάλαιο 26
κεφάλαιο 27
κεφάλαιο 28
κεφάλαιο 29
Κεφάλαιο 30
Ένα τελευταίο σχόλιο...

κεφάλαιο 1

6.4K 393 29
By renandr


Τον Θοδωρή τον γνώρισα όταν ακόμα πήγαινα σχολείο. Πήγαινα Πρώτη Λυκείου, ενώ εκείνος τέσσερα χρόνια μεγαλύτερός μου, δούλευε ως ηλεκτρολόγος κοντά στον εργολάβο θείο του. Βρεθήκαμε σε κοινή παρέα σε μια έξοδό μας, και αμέσως τον ξεχώρισα ανάμεσά στους φίλους του. Όμορφος, ψηλός, υπέροχο χαμόγελο, ευγενικός... Τι άλλο να ήθελε μια κοπέλα της ηλικίας μου από έναν νεαρό άντρα; Ο Θοδωρής είχε απλά όλο το πακέτο. Οι φίλες μου είχαν χάσει την μιλιά τους με τον όμορφο νεαρό που βρέθηκε κοντά μας, μα εκείνος είχε μάτια μόνο για μένα... Το βλέμμα του φυλάκισε το δικό μου και αυτό ήταν... ήμουν δική του από την πρώτη στιγμή κι εκείνος το ήξερε καλά.

Με πλησίασε αμέσως μόλις με είδε, η αύρα του με τύλιξε και κολακεύτηκα πολύ. Μου είπε το όνομά του, μιλήσαμε για λίγο κι μου ζήτησε σχεδόν αμέσως τον αριθμό μου. Εγώ εντυπωσιασμένη από τα γαλάζια μάτια του, το ευγενικό και καλοσυνάτο χαμόγελό του, τον έδωσα αμέσως. Ήμουν μόνο δεκαέξι χρονών. Εμπειρίες με το άλλο φύλλο δεν είχα, σχέση άλλη δεν είχα κάνει ποτέ, ούτε πολλά πάρε δώσε με αγόρια, μα εκείνο το βράδυ ο Θοδωρής με έκανε να νιώσω σαν την πιο ποθητή γυναίκα πάνω στον πλανήτη.

Κάπως έτσι ξεκίνησε ο έρωτάς μου μαζί του. Βγαίναμε στα κλεφτά, ανέβαινα στην μηχανή του και οργώναμε την μικρή μας πόλη. Μου μιλούσε και ρουφούσα τα λόγια του... με κοιτούσε και χανόμουν στο μπλε των ματιών του... Αυτός ο έρωτας δεν είχε προηγούμενο... Πετούσα μαζί του... πραγματικά πετούσα και τον ερωτευόμουν όλο και πιο βαθιά. Κι εκείνος όμως το ίδιο ένιωθε ή τουλάχιστον αυτό καταλάβαινα εγώ. Συνεχώς με ήθελε κοντά του, να βγαίνουμε, να κάνουμε βόλτες, να κάνουμε έρωτα... Δεν του άρεσε να βγαίνω χωρίς αυτόν, δεν του άρεσε να βλέπω συχνά τις φίλες μου, δεν του άρεσε να με μοιράζεται με κανέναν.

Με ζήλευε και δεν είχε πρόβλημα να το δείξει, μα τυφλωμένη από έρωτα με κολάκευε αυτό, με ήθελε μόνο δική του και δεν με πείραξε ποτέ η κτητικότητά του. Όλες τις φίλες μου τις είχα κάνει πέρα, έβγαινα μόνο μαζί του, και ειλικρινά δεν χορταίναμε ο ένας τον άλλον. Έτσι πέρασαν τρία χρόνια... τρία χρόνια κράτησε αυτή η ιστορία, τρία υπέροχα χρόνια γεμάτα από έρωτα και ανεμελιά. Δεν έφυγα από την πόλη μου για σπουδές, δεν ήθελα να τον αφήσω, μα ούτε κι o Θοδωρής ήθελε να φύγω. Μου είχε ξεκαθαρίσει εξαρχής, ότι σχέσεις εξ αποστάσεως δεν κάνει, και αν έφευγα φοιτήτρια, εάν άλλαζα πόλη, η σχέση μας θα τελείωνε εκείνη την ημέρα.

Όπως ήταν αναμενόμενο, όταν ανακοίνωσα στους γονείς μου την απόφασή μου να μην δώσω εξετάσεις, οι φασαρίες που ακολούθησαν ήταν επικές. Γνωστοί δικηγόροι και οι δύο στην Πάτρα, ήταν ανήκουστο η μοναχοκόρη τους όχι μόνο να μην ακολουθήσει το επάγγελμα των γονιών της, αλλά ούτε καν να σπουδάσει. Τα επιχειρήματά τους ήταν λογικά... στρωμένη δουλειά... έτοιμο γραφείο... σταθερή πελατεία... καλό όνομα... τίποτα όμως δεν μπορούσε να με κάνει να αλλάξω γνώμη, και τίποτα δεν έβαζα πάνω από την αγάπη μου για εκείνον τον άντρα...

Συνέχισα να απολαμβάνω τον έρωτά μου με τον Θοδωρή όταν κάποιος καλοθελητής πρόλαβε τα νέα στους δικούς μου. Ο πατέρας μου άστραψε και βρόντηξε. Ήταν σίγουρος ότι εξαιτίας του δεν σπούδασα, εξαιτίας του το γραφείο του δεν θα περνούσε στα χέρια της κόρης του και έγινε έξαλλος και μαζί μου και μαζί του. Τα λόγια που ανταλλάξαμε ήταν βαριά. Η μητέρα μου πήρε φυσικά το μέρος του πατέρα μου, και με κατηγόρησαν ότι οδεύω προς την καταστροφή. Επέμεναν ότι ο άντρας αυτός δεν θα μπορούσε να μου προσφέρει τα απαραίτητα και προσπαθούσαν μάταια να με πείσουν να τον αφήσω.

Έμεινα για μέρες μέσα κλεισμένη και αρνιόμουν να ακούσω το οτιδήποτε απο τους γονείς μου. Ο Θοδωρής με έπαιρνε συνεχώς τηλέφωνο και μπορούσα να διακρίνω στην φωνή του την ανησυχία και τον εκνευρισμό. "Τι θα γίνει βρε μωρό μου; Πότε θα σε δω;" μου έλεγε και τα μάτια μου γέμιζαν δάκρυα. Μου έλειπε.. μου έλειπε πολύ, και το ίδιο κι εγώ σε εκείνον. "Κάνε υπομονή" τον συμβούλευα... "θα μαλακώσουν λίγο και μετά θα μπορούμε να είμαστε μαζί συνέχεια..." τον καθησύχαζα όσο μπορούσα.

Οι δικοί μου όμως δεν μαλάκωναν και το χάσμα ανάμεσά μας ολοένα και μεγάλωνε.

Ένα βράδυ, μετά από άλλη μια μάχη με τους γονείς μου το κουδούνι χτύπησε και ο πατέρας μου κοίταξε το ρολόι του περίεργα καθώς ήταν αργά για επισκέψεις. Άνοιξε προσεκτικά και βρέθηκε μπροστά σε μια ανθοδέσμη, και από πίσω της πρόβαλε ξαφνικά ο Θοδωρής. Η καρδιά μου κλότσησε στο στήθος μου άτακτα, και το χαμόγελό μου απλώθηκε στα χείλη μου. "Καλησπέρα" τον άκουσα να λέει με την βαθιά φωνή του και η μητέρα μου με κοίταξε στραβά. "Χαρά" άκουσα να με προειδοποιεί και το χαμόγελο χάθηκε αμέσως από το πρόσωπό μου. "Τι θέλεις νεαρέ μου;" τον ρώτησε ο πατέρας μου και η μάνα μου έσπευσε να σταθεί δίπλα του. "Μπορώ να περάσω;" ρώτησε πάλι εκείνος και οι γονείς μου τον έβαλαν απρόθυμα στο σαλόνι. Ήταν πανέμορφος. Φορούσε καλό σακάκι και παντελόνι, και το πουκάμισό του ήταν καλοσιδερωμένο και φαινόταν καινούριο. Είχε ντυθεί επίσημα και με την ανθοδέσμη στα χέρια, έμοιαζε με γαμπρός! Κι όντως... Εκείνο το βράδυ ο Θοδωρής με ζήτησε σε γάμο από τους γονείς μου...

Τα μάτια μου άνοιξαν στο άκουσμα της πρότασής του και τα πόδια μου για μια στιγμή δεν μπορούσαν να με κρατήσουν όρθια. Όσο και χαρούμενη να με έκανε, η αντίδραση των δικών μου με φόβιζε... με τρόμαζε όσο τίποτα άλλο. Και όπως το φοβόμουνα... Ο πατέρας μου έγινε έξαλλος... είπε λόγια πικρά, λόγια που δεν θα ξεχνούσα ποτέ στην ζωή μου, μα ο Θοδωρής παρόλο που τον ένιωθα να βράζει μέσα του από θυμό και οργή προσπάθησε να συγκρατηθεί. Με πλησίασε αργά και με έπιασε από το χέρι. Μου έδωσε ξαφνικά τόση δύναμη... όση μου είχαν αρπάξει εκείνες τις μέρες οι δικοί μου. "Χαρά... θα με παντρευτείς;" με ρώτησα κοιτάζοντάς με, και για μια στιγμή μια αμήχανη σιωπή απλώθηκε στο σαλόνι μας. Κοίταξα τους γονείς μου και το βλέμμα τους από μόνο του έλεγε πολλά. "Εάν πεις ναι... εμάς ξέχασέ μας" είπε στεγνά ο πατέρας μου και σαν μαχαιριά καρφώθηκαν τα λόγια του στην καρδιά μου. "Χαρά..." η μητέρα μου έμοιαζε χαμένη... μα δεν υπήρχε περίπτωση να πάει κόντρα στον άντρα της.

Γύρισα στο Θοδωρή που κρατούσε ακόμα το χέρι μου και τα μάτια του μου έδειχνα τον δρόμο... "Ναι" είπα δυνατά και του χαμογέλασα αποφασιστικά. "Για μένα πέθανες... Η κόρη μου δεν είναι πουτάνα... Να πάρεις τον ξεβράκωτο που διάλεξες και το πόδι σου να μην το ξαναπατήσεις εδώ!" τα λόγια του πατέρα μου... Αντί για ευχές μου έδινε κατάρες, ενώ η μάνα που με γέννησε κράτησε κλειστό το στόμα της, συμφωνώντας μαζί του με την σιωπή της.

Έφυγα από το πατρικό μου το ίδιο βράδυ. Δεν πήρα τίποτα μαζί μου παρά μόνο τα ρούχα που φορούσα... Η αγάπη του Θοδωρή μου έφτανε, αυτή θα με έντυνε, αυτή θα με σκέπαζε τα βράδια που θα κρύωνα, αυτή θα με νανούριζε τις νύχτες...


Continue Reading

You'll Also Like

16.6K 2.1K 31
Αλεκατρίδες. Το αμέντι. Το τρίτο βιβλίο της σειράς.
2.6M 181K 69
"Σταμάτα να τρέχεις, αστυνομία!" άκουσα μια ανδρική φωνή πίσω μου. Σκατά!Άρχισα να τρέχω πιο γρήγορα. Τελικά ,ο μπάτσος με έφτασε και με άρπαξε. Τα...
116K 4.4K 52
Η δεκαεπτάχρονη Νόα Μόργκαν λατρεύει την ήσυχη, φυσιολογική της ζωή στο Τορόντο. Αλλά όταν η μητέρα της επιστρέφει από μια κρουαζιέρα απροσδόκητα πα...
780K 24.2K 33
Την ένιωσα να σφίγγεται και ένα κλαψουρισμα βγήκε από τα χείλη της τα οποία τόσο θέλω να φιλήσω αυτή την στιγμή αλλά προτρέχει η ιδέα μου Όσο κατέβα...