κεφάλαιο 28

2.4K 281 14
                                    


Η κοιλιά μου φούσκωνε μέρα με την μέρα, εβδομάδα με την εβδομάδα. Η αγάπη του Δημήτρη με έκανε πιο δυνατή, πιο ευτυχισμένη. Το θαύμα της ζωής μεγάλωνε μέσα μου, και παρόλο που συχνά ένιωθα μια μελαγχολία, γρήγορα μετατρεπόταν σε μια γλύκα... μια γλύκα που ξεκινούσε από την αγκαλιά του, και κατέληγε μέσα μου.

Μόλις έκλεισα τον έβδομο μήνα αποφάσισα να ξεκινήσω τα ψώνια για το μωρό. Από φόβο μην πάει κάτι στραβά, δεν άφησα τον εαυτό μου να παρασυρθεί, κι έτσι περίμενα μέχρι το τελευταίο τρίμηνο. "Έχεις καταλήξει σε κάποια χρώματα ή όλα θα είναι ροζ;" με ρώτησε ο Δημήτρης την ώρα που άφηνε το αμάξι στο πάρκινγκ ενός πολυκαταστήματος. Γέλασα σιγανά και τον κράτησα γερά από το χέρι παρασέρνοντάς τον προς την είσοδο ενός καταστήματος με βρεφικά είδη. "Δεν με νοιάζει καθόλου το χρώμα... Πάρε και γαλάζια εάν θέλεις" αποκρίθηκα με χαμόγελο κι ένιωσα τα χείλη του να μου αφήνουν ένα φιλί στα μαλλιά. Ένιωσα μεγάλη συγκίνηση την στιγμή που στα χέρια μου κράτησα ένα λευκό ζιπουνάκι με δύο μικρά καφετιά αρκουδάκια στο πέτο. Πρώτη φορά... ναι πρώτη φορά έπιανα στα χέρια μου παιδικά ρουχαλάκια, και για μια στιγμή ένιωσα τα δάκρυά μου να κυλούν χωρίς να μπορώ να τα ελέγξω. "Είναι αλήθεια μωρό μου..." η φωνή του άντρα που αγαπούσα ακούστηκε σαν ψίθυρος δίπλα μου. "Το μωρό μας θα έρθει σε λίγο καιρό... ένα μικρό πλασματάκι... δικό σου και δικό μου... Δεν θέλω να αναστατώνεσαι"πρόσθεσε ξανά κι έβαλε προστατευτικά τα χέρια του γύρω μου. Ανάσανα βαθιά προσπαθώντας να ξαναβρώ την αυτοκυριαρχία μου, και αφού του χαμογέλασα απομακρύνθηκα χαζεύοντας ρούχα και διάφορα αξεσουάρ που βρισκόταν γύρω μου. Ήμουν αρκετά απορροφημένη από τα ψώνια μου, γεμίζοντας το καρότσι, ενώ αρκετές φορές η ματιά του Δημήτρη έσμιξε με την δική μου.

Και τότε... "Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω και πάλι Χαρούλα..." άκουσα την γνώριμη από το παρελθόν μου φωνή και ένας παγωμένος αέρας με τύλιξε ξαφνικά. Οι τρίχες του αυχένα μου σηκώθηκαν, κι ενώ το μυαλό μου αρνιόταν να κοιτάξει προς την κατεύθυνση που ερχόταν εκείνη η φωνή, το κορμί μου ολόκληρο στράφηκε προς αυτόν. Τον άντρα που στοίχειωνε τις σκέψεις μου, το φάντασμα από το παρελθόν που έκλεψε με τόσο βίαιο τρόπο τα όνειρα μου, αυτόν που έκοψε το νήμα της ζωής του γιου μου πριν προλάβει να δει το φως του ήλιου, πριν προλάβω εγώ, η μάνα του να δω τα μάτια του.

Τα πόδια μου βάρυναν, έμεινα ακίνητη στο ίδιο σημείο με μάτiα ορθάνοιχτα να κοιτώ τον Θοδωρή. "Δεν χαίρεσαι που με βλέπεις μωρό μου;" με ρώτησε χαμογελώντας στραβά και με μια απότομη κίνηση με τράβηξε πάνω του. Ένιωσα τα χείλη του πάνω στα δικά μου, και ένα κύμα αηδίας έφτασε μέχρι το λαιμό μου. Προσπάθησα να τραβηχτώ μακριά του όσο μπορούσα μα τα χέρια του με κράτησαν γερά. "Τι έγινε Χαρά;" ρώτησε με την εμφανή ειρωνεία στην φωνή του. Είδα τα μάτια του να κατηφορίζουν στην κοιλιά μου και ασυναίσθητα την κάλυψα με τα χέρια μου. Ένιωσα το κορμί μου να απειλείται, να τρέμει. Έψαξα με τα μάτια μου τον Δημήτρη, μα δεν τον έβλεπα πουθενά. Πανικός άρχισε να με τυλίγει. "Τι θέλεις;" κατάφερα να ψελλίσω, προσπαθώντας να κερδίσω λίγο χρόνο ελπίζοντας ότι ο Δημήτρης δεν θα αργούσε να έρθει κοντά μου. "Τι θέλω;" τον άκουσα να επαναλαμβάνει κοιτώντας με μάτια σκοτεινά. "Τόσο καιρό έχεις να με δεις μωρό μου; Έτσι με υποδέχεσαι;" συνέχισε να λέει χωρίς να με αφήσει ούτε λεπτό από το βλέμμα του. "Γρήγορα με ξέχασες Χαρά, γρήγορα προχώρησες παρακάτω... νοιάστηκες ποτέ για μένα όλο αυτό το διάστημα; Αναρωτήθηκες που ήμουν; Πως περνούσα μακριά σου;"Δεν μπορεί... τα αυτιά μου με γελούσαν... τα μάτια μου έβλεπαν φαντάσματα... Δεν μπορεί να άκουγα όλα αυτά...

Ένιωσα τα χέρια του να με σφίγγουν παραπάνω από ότι έπρεπε, και προσπάθησα για άλλη μια φορά να τραβηχτώ μακριά του. "Μαζί μου θα έρθεις μωρό μου..." "Έχουμε χωρίσει Θοδωρή! Περιμένω το παιδί κάπου άλλου!" είπα με μια ανάσα και σταγόνες ιδρώτα άρχισαν να τρέχουν στο μέτωπό μου. "Με τον γιατρουδάκο τσούλα; Γι αυτόν με παράτησες; Σου άξιζε! Κάθε φορά που σήκωνα το χέρι μου σου άξιζε! Πουτάνα ήσουν! Το ήξερα!" μου είπε έντονα στο αυτί τραβώντας με παράλληλα από τα μαλλιά. Μια κοφτή ανάσα μου ξέφυγε και δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια μου. Ο δράκος... Ο δράκος βρισκόταν και πάλι ολοζώντανος μπροστά μου, τα νύχια του άφηναν σημάδια πάνω μου, τα δόντια του για άλλη μια φορά με απειλούσαν, γευόμουν το αίμα στα χείλη μου, οι πληγές μου μάτωσαν και πάλι, ο δράκος με έκαιγε... με κατάπινε, ο πόνος με έπνιγε....

Με τράβηξε με δύναμη προς τα έξω ενώ προσπαθούσα να αντισταθώ, μα ποιος μπορεί να μην υπακούσει στον δράκο αυτό; Ποιος μπορεί να τον σκοτώσει, να τον εξαφανίσει; Ο εφιάλτης μου πήρε σάρκα και οστά για άλλη μια φορά... Ένιωσα το παιδί στα σπλάχνα μου ζωηρό, με κλοτσούσε, ήταν ανήσυχο, ήταν απροστάτευτο. Ένας απότομος πόνος με σταμάτησε, κι αμέσως μετά ένιωσα μια υγρασία ανάμεσα στα πόδια μου. Όχι Θεέ μου... όχι... Σήκωσα το τρομοκρατημένο βλέμμα μου προς τον δράκο μα τα μάτια του κόκκινα, θυμωμένα και άγρια καρφώθηκαν στα δικά μου. Ο Δημήτρης... ο Δημήτρης... άνοιξα το στόμα για να τον φωνάξω, μα ακόμα ένας πόνος με δίπλωσε στα δύο. "Προχώρα γαμώτο!" η φωνή του δράκου ακούστηκε ανθρώπινη και τα χέρια του με τράβηξαν με δύναμη προς το μέρος του. Το παιδί μου... το παιδί μου! Έπρεπε να το γλιτώσω... έπρεπε να σωθώ από τον εφιάλτη μου... "Χαρά! Χαρά!" άκουγα από μακριά τον Δημήτρη, και ανάσανα ξαφνικά... θα με σώσει σκέφτηκα. Τραβήχτηκα απότομα και κατάφερα να απαγκιστρωθώ από την λαβή του θεριού μα δεν βρήκα κάτι για να κρατηθώ.... και το σώμα μου έγινε ξαφνικά τόσο ανάλαφρο... τόσο διάφανο.... Το παιδί μας Δημήτρη! Το παιδί μας!

Μια φορά κι έναν καιρό ο Θεός μου χάρισε δύο παιδιά... 

Η κραυγήNơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ