κεφάλαιο 18

2.5K 332 23
                                    


"Χαρά!" μια οικεία φωνή στο πλάι μου με καλούσε να ξυπνήσω, μα εγώ απλά κρατούσα τα μάτια μου κλειστά... Το κεφάλι μου ενώ το ένιωθα βαρύ, ήταν άδειο... άδειο από σκέψεις που με ταλαιπωρούσαν και αναμνήσεις να με βασανίζουν... "Χαρά! Ξύπνα!" η επίμονη φωνή συνέχισε να με καλεί και άνοιξα τα μάτια μου την στιγμή που ένιωσα ένα απαλό άγγιγμα στο χέρι μου.

Άνοιξα αργά τα βλέφαρά μου και το ανήσυχο πρόσωπο του Δημήτρη εμφανίστηκε μπροστά μου. "Επιτέλους!" τον άκουσα να λέει, και μου φάνηκε ότι διέκρινα μια ανακούφιση στα χαρακτηριστικά του. "Με τρόμαξες ρε Χαρά..." συνέχισε να μου λέει με παράπονο και έφερε το χέρι μου στα χείλη του. Προσπάθησα να μιλήσω, μα ένιωθα τον λαιμό μου γδαρμένο και στεγνό. "Μισό λεπτό" άκουσα και πάλι τον Δημήτρη, και σαν να διάβασε το μυαλό μου εμφανίστηκε μπροστά μου με ένα ποτήρι νερό. Με ανασήκωσε και έφερε το ποτήρι στα χείλη μου, συμβουλεύοντάς με να μην είμαι βιαστική. Με άφησε απαλά στο μαξιλάρι μου κι έκλεισα και πάλι τα μάτια. "Τι συνέβη;" ρώτησα με φωνή βραχνή, που έφτασε εντελώς ξένη στα αυτιά μου. Τον ένιωσα να ανακάθεται στην θέση του και να παίρνει μια βαθιά ανάσα πριν μου μιλήσει. "Είχες μια κρίση... ένα ξέσπασμα..." είπε σιγανά και το χέρι του δεν έφυγε από το δικό μου. Εικόνες εμφανίστηκαν ξαφνικά μπροστά μου... λέξεις... φωνές... "Χαρά" με συνέφερε αμέσως, άνοιξα τα μάτια μου κοιτώντας τον με βλέμμα ακόμα θολό, και μόλις τότε συνειδητοποίησα ότι το χέρι μου τον κρατούσε σφιχτά. "Το ξέσπασμά σου ήταν σοβαρό... αναγκάστηκαν να σου κάνουν ηρεμιστική" μου είπε σμίγοντας με ανησυχία τα μάτια. "Πίστευα ότι θα σου έκανε καλό να βρίσκεσαι εδώ Χαρά..." συνέχισε και πήρε μια λυπημένη έκφραση. Αναστέναξα βαθιά και στύλωσα το βλέμμα στο λευκό ταβάνι απέναντί μου. Δεν ήθελα κήρυγμα... να γίνω καλά ήθελα... να απαλλαγώ από τους εφιάλτες μου, να απαλλαγώ από οτιδήποτε με βαραίνει, σκιές, μορφές, αναμνήσεις.

Για λίγο η σιωπή μας τύλιξε μα το χέρι του δεν άφησε λεπτό το δικό μου. Μου έδινε μια ασφάλεια και μια σιγουριά που είχα χρόνια να την νιώσω. Απολάμβανα αυτήν την επαφή, μα μέσα μου απειλούσε η ίδια κραυγή να δραπετεύσει. Κόμπος που ανέβαινε στον λαιμό μου, έτοιμος να με πνίξει...

"Πήρα μερικές αποφάσεις..." συνέχισε πιο διστακτικά ο Δημήτρης πληγώνοντας την μεταξύ μας σιωπή. "Μην το πάρεις στραβά... ενήλικη είσαι... εσύ ξέρεις καλύτερα τι χρειάζεσαι... όμως..." η εισαγωγή του δεν μου άρεσε. Γύρισα αργά προς την πλευρά του και κάρφωσα τα μάτια μου στα δικά του. "Φεύγεις από εδώ" είπε κοφτά και έψαχνε στο βλέμμα μου τις απαντήσεις του, αφού τα χείλη μου παρέμειναν σφραγισμένα. "Θέλω να φύγεις από εδώ" πρόσθεσε και πάλι πιο αποφασιστικά και έσφιξε το χέρι μου κρατώντας το γερά. Δεν ξέρω τι είδε στο πρόσωπό μου μα τα μάτια του έκρυβαν θυμό. "Θα μείνεις μαζί μου" είπε απότομα και το στόμα μου άνοιξε απο την έκπληξη. "Θα έρθεις να μείνεις μαζί μου και δεν σηκώνω κουβέντα για το θέμα αυτό" κατέληξε και το βλέμμα του καρφώθηκε στο δικό μου. "Η κατάσταση σου είναι πιο σοβαρή από ότι πίστευα. Δεν πρόκειται να σε αφήσω... δεν θέλω να ξαναγίνει κάτι τέτοιο, και να μην είμαι εγώ δίπλα σου! Δεν το θέλω!" είπε πιο έντονα μα αμέσως τα χαρακτηριστικά του μαλάκωσαν... ηρέμησε...

Τον έβλεπα να μιλάει... τα χείλη του να σχηματίζουν λέξεις, μα δεν άκουγα. Το μυαλό μου είχε κολλήσει στα λόγια του. "Χαρά!" με φώναξε απότομα και προσπάθησα να ανασηκωθώ στο κρεβάτι. "Δεν γίνεται αυτό που λες..." σιγοψιθύρισα και εκείνος άλλαξε αμέσως έκφραση. "Κάνεις κακό στον εαυτό σου... Βουλιάζεις όλο και περισσότερο, και δεν μπορώ να κάθομαι άπραγος να βλέπω την κατηφόρα σου.." μου είπε με ειλικρίνεια. "Θέλω να μείνεις μαζί μου... Θα βάλω τα δυνατά μου να σε βοηθήσω να ξεχάσεις.. να ξεμπερδέψεις με το καθίκι που έμπλεξες" είπε με μια ανάσα και έβλεπα την αγωνία στο βλέμμα του για να με πείσει. "Χρειάζεσαι βοήθεια Χαρά! Κάποιος να βρίσκεται συνεχώς μαζί σου... κάποιος να σε στηρίξει, και να σε σηκώνει όταν πέφτεις κάτω..." έκλεισα τα μάτια μου και ανάσανα βαθιά. Μια ζωή... μια ζωή άλλοι έπαιρναν αποφάσεις για εμένα... Πρώτα οι γονείς μου, έπειτα ο άντρας μου... τώρα κάποιος άλλος. Δεν ήξερα να αποφασίζω για εμένα, δεν ήξερα, φοβόμουν... αισθανόμουν ανασφάλεια...

Χρειαζόμουν βοήθεια. Αυτό ήταν βέβαιο, αλλιώς όλα αυτά που βρισκόταν μέσα μου κρυμμένα θα με τρέλαιναν... θα με αποτελείωναν αργά και σταθερά... Μπορούσα να εμπιστευτώ τον Δημήτρη; Μπορούσα να ακουμπήσω πάνω του όλα μου τα βάσανα; όλους μου τους εφιάλτες; Μπορούσα να στηριχτώ στον ώμο του και να συνεχίσω; Μπορούσα να πιάσω το χέρι βοηθείας που μου πρόσφερε τόσο απλόχερα;


Η κραυγήTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon