κεφάλαιο 5

3.1K 337 19
                                    


Τον έβλεπα με την άκρη του ματιού μου να με κοιτάζει έντονα μα εγώ προσπαθούσα να αποφύγω το βλέμμα του. Πέρασαν μερικά λεπτά σιωπής... Εκείνος με περιεργαζόταν μα εγώ κοιτούσα το κενό. Η κραυγή από μέσα μου απειλούσε να βγει... προσπαθούσε να βγει εκείνη την χαραμάδα που θα της επέτρεπε να δραπετεύσει από μέσα μου... Μα δεν την άφησα... δεν την άφησα και για ακόμα μια φορά την έθαψα βαθιά μέσα μου...Ντροπή... Ένιωσα βαθιά ντροπή γιατί ήξερα τι σκεφτόταν... Πως όμως να άνοιγα το στόμα μου και να έλεγα όλα αυτά τα φρικτά πράγματα που μου έκανε ο άνδρας που διάλεξα για σύζυγό μου; Η ψυχολογία μου, μου έπαιζε περίεργα παιχνίδια... Ήθελα την ζωή μου πίσω... μα δεν μπορούσα να το εξηγήσω... ο Θοδωρής... απλά ορισμένες φορές είχε τα νεύρα του... Όλα θα έφτιαχναν... όλα θα έφτιαχναν... Κι αν όχι; Έκλεισα σφιχτά τα μάτια, δεν ήθελα να τον αφήσω να δει την μάχη που είχε ξεσπάσει μέσα μου...

Τον άκουσα να αναστενάζει κι έπειτα να σηκώνεται αργά από την άκρη του κρεβατιού. Έκανε δυο βήματα και στάθηκε στο πλάι μου πιάνοντας το χέρι μου απαλά. "Ελπίζω κάποια στιγμή να αποφασίσεις να μιλήσεις...δεν φταις εσύ..." είπε ήρεμα, με άφησε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Την άνοιξε και βγήκε έξω κλείνοντάς την απαλά πίσω του. Ανάσανα βαθιά... έκλεισα τα μάτια και τα έτριψα δυνατά. Πως μπορεί να καταλάβει κάποιος τόσα πράγματα που κρύβεις μέσα σου, κοιτάζοντάς σε μόνο; Τελικά τα μάτια τα μαρτυρούν όλα... Τίποτα δεν μένει κρυφό μέσα μας...

Δεν πρόλαβα να ηρεμήσω σχεδόν καθόλου. Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά και μπήκε απότομα ο Θοδωρής μέσα. Την έκλεισε βιαστικά πίσω του και με μεγάλα βήματα κατευθύνθηκε σε μένα. "Τα κανόνισα" είπε ξερά και το βλέμμα του ήταν σκοτεινό και άγριο όπως πάντα. "Θα υπογράψεις και θα φύγουμε" συνέχισε και έγνεψα καταφατικά χωρίς να μιλήσω. Αμέσως με βοήθησε με απότομες κινήσεις να σηκωθώ και περίμενε την νοσοκόμα με τα χαρτιά βηματίζοντας νευρικά στο δωμάτιο. Ο πόνος από το δεμένο μου χέρι με τυραννούσε απίστευτα αλλά κρατούσα τα χείλη σφιγμένα και το ουρλιαχτό καλά κρυμμένο μέσα μου.

Λίγη ώρα αργότερα έμπαινα στο αυτοκίνητο του Θοδωρή και πηγαίναμε σπίτι. Έκλεισα τα μάτια και ακούμπησα την πλάτη μου στο κάθισμα. "Είσαι άχρηστη..." τον άκουσα να λέει και ένιωσα το κρύο βλέμμα του πάνω μου. Δεν μίλησα, δεν είπα κουβέντα... Ήμουν πολύ αδύναμη και φοβόμουν μην ξεσπάσει και πάλι πάνω μου. Οδηγούσε νευρικά και κατά την διάρκεια της υπόλοιπης διαδρομής δεν μίλησε καθόλου. Λίγη ώρα μετά σταμάτησε απότομα μπροστά από το σπίτι με αναμμένη την μηχανή. "Τράβα μέσα, θα αργήσω να έρθω" τον άκουσα να μου λέει και γύρισα να τον κοιτάξω με την απορία ζωγραφισμένη στο βλέμμα μου. "Τι με κοιτάς γαμώτο; Τράβα μέσα σου λέω!" φώναξε εκνευρισμένος και άνοιξα βιαστικά την πόρτα του αυτοκινήτου. Μόλις την έκλεισα πίσω μου, εξαφανίστηκε πατώντας τέρμα το γκάζι στον έρημο δρόμο.

Η κραυγήWhere stories live. Discover now