κεφάλαιο 21

2.5K 342 13
                                    


Είχαν ήδη περάσει δύο εβδομάδες που βρισκόμουν στο σπίτι του Δημήτρη, μα μου φαινόταν σαν χθες η πρώτη μέρα που πέρασα την πόρτα. Εκείνος με πρόσεχε και με περιποιόταν σαν μικρό παιδί. Μαγειρεύαμε παρέα σχεδόν κάθε μέρα και επέμενε να τρώγω μέχρι και την τελευταία μπουκιά που είχε το πιάτο μου. Σχεδόν ποτέ δεν με άφηνε μόνη, και συνεχώς τον έπιανα να με κοιτά με βλέμμα ανεξιχνίαστο... περίεργο. Προσπαθούσε να με κάνει να γελάω, να μιλάω, να ζω... Αυτός ήταν ο Δημήτρης... ένας άγνωστος που έγινε πιο γνωστός από οποιονδήποτε που ήξερα...Έβαζε τα δυνατά του για να με τραβήξει από τον βούρκο που βυθιζόμουνα, και δεν του χαλούσα το χατίρι Χαμογελούσα, τον ακολουθούσα παντού και ζούσα... Ναι ζούσα... μα αν κοιτούσες βαθιά στα μάτια μου θα μπορούσες εύκολα να καταλάβεις ότι οι πληγές μου ήταν ακόμα ανοιχτές και αιμορραγούσαν.

Τα βράδια οι σκιές με παραφύλαγαν, οι εφιάλτες επέστρεφαν και με τυραννούσαν μέχρι το ξημέρωμα. Δεν έβγαινα από το δωμάτιο μου, δεν έκανα θόρυβο, έσφιγγα τα χείλη, και έκλεινα γερά τα μάτια μου. Υπέφερα... βαθιά μέσα μου έλιωνα που ο φόβος και οι τύψεις παραμόνευαν κάθε φορά που έμενα μόνη. Ήθελα να ξεχάσω... ήθελα να αφήσω τον τύραννο πίσω μου, να αρπάξω την δεύτερη ευκαιρία που μου έδινε η ζωή... μα... δεν μπορούσα... Το μυαλό μου δεν άδειαζε από όλη την ασχήμια που είχα περάσει, και οι κραυγές μου μόνο στο σκοτάδι ακουγόταν... ύστερα κρυβόταν βαθιά μέσα μου...

Τα βλέμματα του Δημήτρη έκρυβαν ενδιαφέρον μέσα τους, πόθο, τρυφερότητα. Μπορεί όλα αυτά τα συναισθήματα να είχαν θαφτεί καλά τα τελευταία χρόνια, μα μπορούσα ακόμα να τα αναγνωρίσω. Μπορούσα να τα αναγνωρίσω στο άγγιγμά του, στην πληγωμένη του ματιά κάθε φορά που εγώ πεταγόμουν τρομαγμένη μακριά του. Ο καλός μου ο Δημήτρης... Τόσο υπομονετικός, τόσο δοτικός...

"Χαρά!" τον άκουσα να με φωνάζει ένα απόγευμα και βγήκε στην βεράντα όπου καθόμουν χαζεύοντας την θέα. Κρατούσε κάτι χαρτιά και με κοιτούσε με ύφος σοβαρό. "Θέλω να τα διαβάσεις αυτά και να τα υπογράψεις όποτε είσαι έτοιμη" μου είπε κοιτώντας με και μου έτεινε τα χαρτιά που κρατούσε. Άνοιξα αργά τον φάκελο, και έβγαλα από μέσα μερικά έγγραφα. Αμέσως τα μεγάλα γράμματα στην πρώτη σελίδα μου έκοψαν την αναπνοή: ΔΙΑΖΕΥΚΤΗΡΙΟ... Το διαζύγιο ήταν έτοιμο και περίμενε μόνο υπογραφές. Ρούφηξα τα ονόματα με 'μιας λες και ήθελα να βεβαιωθώ ότι επρόκειτο για τον δικό μου γάμο. Κρατούσα τα χαρτιά, κι ένιωσα τα χέρια μου να τρέμουν, την καρδιά μου να χτυπά δυνατά. Γιατί όμως; Το ήθελα αυτό, ήθελα να ξεφύγω από τον εφιάλτη μου... όμως αλήθεια... έφταναν μερικές λέξεις, και δύο υπογραφές για να γλιτώσω πραγματικά;

"Θέλω να ελευθερωθείς από αυτό το κάθαρμα το συντομότερο δυνατόν Χαρά... Να μην σας ενώνει τίποτα πια.." η απαλή φωνή του Δημήτρη με συνέφερε αμέσως και κάθισε δίπλα μου. Πέρασε τα χέρια του στον ώμο μου και με τράβηξε πάνω του. Παρόλο που ένιωθα παγωμένη κρατώντας τα χαρτιά της ελευθερίας μου, μια γλυκιά ζεστασιά απλώθηκε μέσα μου με την επαφή μας. "Να τα διαβάσεις και να τα υπογράψεις το συντομότερο δυνατόν. Να τα στείλω σ' αυτόν και να τελειώνουμε μια και καλή μαζί του" συνέχισε τρίβοντας το χέρι του στο μπράτσο μου. "Ξέρεις που είναι;" οι λέξεις έφυγαν από τα χείλη μου χωρίς να το σκεφτώ, και ήταν η πρώτη φορά εδώ και μήνες που ρώτησα για εκείνον. Τον ένιωσα να ξαφνιάζεται με την ερώτησή μου και το χέρι του έμεινε ακίνητο για λίγα δευτερόλεπτα πάνω μου. "Όχι" είπε ξερά. "Εάν γνώριζα που στο διάβολο είναι, θα τον έστελνα φυλακή. Αλλά είναι τόσο δειλό το καθίκι αυτό, που ποιος ξέρει σε ποια τρύπα κρύβεται" συνέχισε εκνευρισμένος, και για μια στιγμή, ξαφνιάστηκα με την σκληρότητα της φωνής του. Έμεινα σιωπηλή και τον άκουσα να παίρνει μια βαθιά ανάσα. Πλησίασε το κεφάλι του στα μαλλιά μου και με φίλησε τρυφερά. "Δεν χρειάζεται να τον ξανασυναντήσεις ποτέ ξανά Χαρά... δεν θα το επιτρέψω εγώ... ούτε τα μάτια του να σηκώσει πάνω σου... Είσαι ασφαλής πια" είπε πιο απαλά και τα χείλη του συνέχισαν το ταξίδι τους στο μέτωπό μου. Έκλεισα τα μάτια και αφέθηκα στο άγγιγμά του. Ένιωθα κουρασμένη... καταβεβλημένη, και είχα τόσο ανάγκη μια αγκαλιά εκείνη τη στιγμή... που δεν είχα το κουράγιο να τραβηχτώ από κοντά του. Απλά δεν είχα το κουράγιο. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα και τα άνοιξα για να τα αφήσω να τρέξουν στα μάγουλά μου... ελεύθερα... "Μην κλαις μωρό μου... δεν θέλω να κλαις άλλο πια" τα δάχτυλά του εξαφάνιζαν το υγρό μονοπάτι που είχε χαραχτεί στο πρόσωπό μου. "Μαζί θα το ξεπεράσουμε... μαζί, θα σε βοηθήσω.. μα πρέπει να με βοηθήσεις κι εσύ, άνοιξέ μου την καρδιά σου... άσε με να μπω εκεί μέσα, το θέλω όσο τίποτα... εγώ θα την φωτίσω Χαρά, άνοιξέ την για μένα μόνο..." συνέχισε τα λόγια εκείνα που με έκαναν να κλαίω ακόμα περισσότερο. Λυγμοί συντάραζαν το κορμί μου, και δεν μπορούσα να συνέλθω. Τα χέρια του με έσφιγγαν, με κρατούσαν τρυφερά, με αγκάλιαζαν με αγάπη... Τέτοια χέρια θέλω να με κρατούν στην ζωή μου, με αυτόν το τρόπο να με αγγίζουν, δεν μου αξίζει τίποτα λιγότερο... Οχι... δεν μου αξίζει τίποτα λιγότερο από το να με αγαπούν...

Η κραυγήHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin