Monstrum

By Psyxanthi

16.4K 683 396

Δύο οικογένειες πνιγμένες στο αίμα. Μια σκιά την ταλάνιζε, την τιμωρούσε και αδίστακτα την τριγυρνούσε. Η σκι... More

Vultus est index animi.
Fronti nulla fides
Res, non verba.
altera pars
Ubi nihil vales, ibi nihil velis.
Oderint, dum metuant
Veni, vidi, vici.
Vincit qui se vincit.
Fortuna vitrea est: tum cum splendet frangitu.
Vide et credere.
.Natus est mori
Her exitium
Proditio
Vires acquirit eundo.
Erga Omnes
Timendi causa est nescire.
Nos aut nullus
Mors
Inveni et ego amissis you
Si vis pacem para bellum.
Rue Matt
Vita vel mors
Tenebrae nos destruit
Persona non grata
Interfectorem revelationum
Zehirli aşk| Poisoned love|
Dum spiro, spero
Mors ultima ratio
Pacta sun servanda
Cor ad cor loquitur.
Lavenia
Erebus
Angel of death (1.1)
Angel of death (1.2)
The tough apocalypse

In praeteritum colit me

558 22 6
By Psyxanthi

Τίποτε δεν ζωντανεύει το παρελθόν πιο αποτελεσματικά από μια μυρωδιά που έχει συσχετισθεί μ’ αυτό.
Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ
Ρωσοαμερικανός συγγραφέας  (1899-1977)

ΚΡΊΣΤΙΑΝ

Πριν εννέα χρόνια

Είχα έναν μόνιμο πόνο στο στήθος μου που με ταλάνιζε ακατάπαυστα. Μόλις τύλιξα τα χέρια μου με αίμα, από το πρώτο μου θύμα. Απ'οσο με ενημέρωσε ο πατέρας μου μας είχε κλέψει χρήματα, δίστασα. Δίστασα να πατήσω την σκανδάλη, μα το έκανα! Αηδίασα με τον ευατο μου. Στο μυαλό μου τρεμόπαιζε η εικόνα του νεκρού άντρα που μόλις σκότωσα.

«Μην είσαι τόσο δειλός, έλεος» ακούστηκε η μπάσα και σκληρή φωνή του πατέρα μου. Σούφρωσα τα χείλη μου και γρυλισα οργισμένος. «Δεν είμαι υποχρεωμένος να κάνω ότι πεις εσύ!» ανταπάντησα, μα το μετάνιωσα αμέσως. Ένας κανόνας του πατέρα μου είναι να μην του αντιμιλάω, ποτέ.

«Είσαι, μέχρι να αφήσεις την τελευταία σου ανάσα, θα είσαι, είσαι ο γιος μου και είσαι υποχρεωμένος να συνεχίσεις το όνομα της οικογένειας μας. Κατάλαβες; Ή θες να σου το δείξω αλλιώς;» έκανε κίνηση να βγάλει τη ζώνη του όπως έκανε συνήθως μα σώπασα.

«Δειλός και άχρηστος σαν την μάνα σου»

ΠΑΡΟΝ

Το καλλίγραμμο κορμί της, οι εκρηκτικές αναλογίες της μου έπαιρναν κάθε φορά, κάθε στιγμή την ανάσα. Μου άφησε μια διαπεραστική ματιά καθώς περιεργαζόταν τα φορέματα στην ντουλάπα της. Τα καστανά μαλλιά της έπεφταν σαν ένας όμορφος χείμαρρος στις πλάτες της.

Το μεταξωτό νυχτικό που φορούσε άφησε ένα τρέμουλο στην ραχοκοκαλιά μου, κι ας είχα δει το λείο γυμνό κορμί της, την ήθελα ξανά και ξανά. Ακούμπησε στην άκρη του κρεβατιού τρία συγκεκριμένα φορέματα ώστε να φορέσει απόψε στο μαγαζί και τα περιεργαζόταν. «Το κόκκινο φόρεσε» σούφρωσα τη μύτη μου ενώ εκείνη με κοιτούσε με τα λάγνα μάτια της.

Μου άφησε ένα -λοξό- χαμόγελο, ώσπου μου έσκασε ένα πλατυ χαμόγελο. «Δεν ξέρω, το κόκκινο η το μπλε; Το μπλε τονίζει τα μάτια μου» σχολίασε και άρπαξε στα χέρια της το μπλε φόρεμα της. «Το κόκκινο όμως τονίζει με ομοιόμορφο τρόπο τις καμπύλες σου» σιγομουρμούρισα και εκείνη έσκασε στα γέλια. Γιατί τόσο καιρό δεν γελούσε; Έχει το πιο όμορφο χαμόγελο που έχω αντικρίσει ποτέ μου.

Οι παρειές του προσώπου της κοκκίνισαν, πήραν έναν ροδαλό χρώμα και άρπαξε στα χερια της το κόκκινο φόρεμα που την συμβούλευσα. «Δηλαδή, θες να μου πεις πως δεν θα ζηλέψεις που άλλοι άντρες θα με κοιτάζουν;» καγχασε και άφησε ένα περιπαιχτικό γέλιο να ειπωθεί μεταξύ μας.

«Αυτοί πρέπει να ζηλεύουν, διότι ξέρουμε πολύ καλά, πως μονάχα ένας άντρας κυριαρχεί στο κορμί και στην καρδιά σου»

Και το γνώριζα, αυτή η γυναίκα ήρθε για να μείνει, ήρθε για να στοιχειώσει τις νύχτες μου. Να απαλύνει τον πόνο που νιώθω, να αγαπήσει τους δαίμονες μου. Κάτι μέσα μου λύγιζε σε κάθε στιγμή που μου χαμογελούσε.

°~~~°

Με το που βγήκε στην πίστα και ξεκίνησε να τραγουδάει, όσοι άντρες υπήρχαν μέσα στο μαγαζί την παρακολουθούσαν προσηλωμένοι. Ένα κύμα ζήλιας διαπέρασε το κορμί μου, ειδικά όταν ένας συγκεκριμένος εγλυφε με χυδαίο τρόπο το στόμα του και την κοίταζε ξελιγωμένος.

Με το που κατέβηκε από την πίστα της κόλλησε με αηδιαστικό τρόπο και προσπαθούσε να της πιάσει την κουβέντα. Τον έσπρωξε από πάνω της και μου έκανε νόημα ότι τα έχει όλα υπό έλεγχο, μα εκείνος την άρπαξε βίαια από το μπράτσο και την έσυρε ατσαλα κατά πάνω του.

«Έλα, αρκετά κράτησε το Show» έκανα νόημα στον Χούλιο να ενημερώσει την ασφάλεια του μαγαζιού. Και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα τον πήραν και τον έδιωξαν από το μαγαζί κακήν κακώς.

Ωστόσο, η Ρέινα μου έριξε ένα αγριεμενο βλέμμα. Τι ήθελε να κάνω; Αφού δεν τον έσπασα στο ξύλο τυχερός είναι. «Πας καλά; Μπορούσα να το χειριστώ μόνη μου!» στριφογύρισε τα μάτια της ενοχλημένη και ήπιε μια τεράστια γουλια από το ουίσκι της.

«Το ξέρεις πως δεν γουστάρω όταν άλλος άντρας σου κολλάει και εσύ, εσύ η ίδια νιώθεις αμήχανα με την στάση του!» ύψωσα τη φωνή μου ώσπου οι υπάλληλοι του μαγαζιού γύρισαν και μας κοίταξαν συνωφρυωμένοι. Καθάρισε τον λαιμό της νευρικά, και τότε έριξε το φαρμάκι της ως συνήθως.

«Δεν χρειάζομαι τη βοήθεια σου για να υπερασπιστώ τον ευατο μου Κρίστιαν» δεν θα τα πάμε καλά. Για ακόμη μια φορά μου πάει κόντρα. Το μόνο σίγουρο πως η βραδιά μας δεν θα καταλήξει ήρεμη. Μου γύρισε υποτιμητικά την πλάτη της και έπιασε την κουβέντα στον Ένζο, στον τραγουδιστή του μαγαζιού.

Είναι αρκετά θαλερή στο να φλερτάρει με άλλον άντρα μπροστά μου. Αρκετά θα έλεγα. Η όραση μου ήταν αμυδρή και δυσδιάκριτη, ήταν τελείως επίφαντο πως ενοχλήθηκα με την στάση της και έβραζα ολόκληρος. Τον μαλάκα. Ακούμπησε τα δάχτυλα της γύρω του και εκείνος πλησίασε το πρόσωπο του κοντά στο δικό της. Μου κάνει κάποιος πλάκα; Για μαλάκα με περνάει;

«Δεν περίμενα πως θα ήσουν τόσο ψύχραιμος, φίλε να ξέρεις ο Ένζο έχει βάλει στο μάτι την Ρέινα από την αρχή» με ενημέρωσε ο Χούλιο καθώς κουνούσε το σέικερ στα χέρια του. Ήπια μια γερή γουλια από το ποτό μου, το κοπανησα με ορμή στο πάσο του μπαρ και κατευθύνθηκα προς το μέρος τους.

«Έλα, αρκετά μιλήσατε»
«Κρίστιαν έχω μια συζήτηση με την δεσποινίς» έσφιξε το χέρι του στο μπράτσο της ενώ εκείνη άφησε ένα άηχο χαμόγελο να της ξεφύγει. Ήξερε πολύ καλά τι έκανε γαμώ το ξεροκέφαλο της, μα τα νεύρα μου την προκειμένω στιγμή χτυπούσαν στον εγκέφαλο οπότε ήμουν τόσο κοντά ώστε να τον σκοτώσω.

«Θα σε συμβούλευα να ράψεις το στοματάκι σου εκτός αν θέλεις να σου κόψω την γλώσσα» έκανα ένα βήμα μπροστά του, το πρόσωπο του χλώμιασε, τα χείλη του τρεμόπαιζαν μεταξύ τους  και έκανε ένα βήμα προς τα πίσω φοβισμένος. «Έτσι μπράβο» το χέρι μου τυλίχθηκε γύρω της και την έσπρωχνα προς το διάδρομο ώστε να κατευθυνθούμε στο γραφείο μου. Δεν θα με τρελάνει εμένα αυτή η γυναίκα.

ΡΕΙΝΑ.

Με έσπρωξε ώστε να μπω μέσα στο γραφείο του, τι στο καλό παθαίνει; Αν και.. το παραδέχομαι, το παρατράβηξα μαζί του. Δεν πίστευα πως θα εκνευριζόταν τόσο. Έριξε μια ματιά προς τα πίσω ώστε να μην μας δει κάποιος και τότε μπήκαμε μέσα. Δεν θα ήθελα να μαθευτεί ακόμη πως έχω ερωτικές σχέσεις με το αφεντικό, ήδη με έχουν στην μπούκα εδώ μέσα.

Φοβήθηκα για μια στιγμή όταν γύρισε και με κοίταξε εξοργισμένος. Το βλέμμα του σκυθρωπό και σκοτεινό, η μεγαλοπρεπής κορμοστασιά του σε συνδιασμό με το σοβαρό του ύφος μου άφησαν μια καούρα στο στομάχι μου. Η παλάμη του βρέθηκε στο πόμολο της πόρτας, μα τελευταία στιγμή την κλείδωσε ώστε να μην έχει κανένας τους πρόσβαση στο γραφείο του.

Με μια κίνηση έβγαλε το σακάκι του πάνω από τον ανεπτυγμένο κορμό του, σούφρωσε τη μύτη του και έπειτα έσκασε ένα ψυχρό και παγωμένο χαμόγελο. «Βγάλε το φόρεμα σου» Τι; Εδώ μέσα; Τώρα; Καθάρισα τον λαιμό μου, έκανα ένα βήμα πίσω ώστε να ακουμπήσω στην άκρη του γραφείου του μα έπειτα πρόσθεσε ξανά. «Τώρα»

Με τρεμαμένες κινήσεις, τα λεπτεπίλεπτα δαχτυλα μου γλίστρησαν στην αρχή του φορέματος μου, και σιγά σιγά σύρθηκε στο πάτωμα. Το συγκεκριμένο φόρεμα δεν απαιτούσε σουτιέν, οπότε στεκόμουν μισόγυμνη μπροστά του μονάχα με το εσώρουχο μου.

Ένιωθα να με διαπερνάει ένα ρίγος, ένας κρύος αέρας, μα ήταν το βλέμμα του. Με περιεργαζόταν σπιθαμή προς σπιθαμή, από τις γάμπες μου, τους γοφούς, στους μηρούς μου και έπειτα άφησε ένα -λοξό- χαμόγελο όταν το βλέμμα του εστίασε στις ερεθισμένες μου ρογες.

Το νωχελικό σύρσιμο του κορμιού και των ποδιών του με έκαναν να αφήσω ένα μειδίαμα. Το γκρι χρώμα των ματιών του μετατράπηκε σε φουρτούνα. Όταν όμως με πλησίασε, μου κόπηκε η ανάσα. Πίεζε το κορμί του ενάντια στο δικό μου, χωρίς να μου μιλάει. Όπως την πρώτη φορά ήθελε να με βασανίσει, μα τώρα.. τώρα είναι παντελώς διαφορετικο.

Ήθελε να με τιμωρήσει.

«Θυμάσαι τα λόγια μου;»
«Ναι» ψιθύρισα ξέπνοα όσο εκείνος έτριβε τα δάχτυλα του πάνω από το ύφασμα του εσώρουχου μου. Ανατρίχιασα ολόκληρη με την κίνηση του και ξερόβηξα. Έχει έλεγχο πάνω στο κορμί μου και το μισώ απίστευτα.

Εσφιξε τα δόντια του ενώ ένιωθα την σκληρή του στύση να με πιέζει.

Εκείνος άφησε ένα πικρό γέλιο, καθώς η μεγάλη του παλάμη βρέθηκε γύρω από τον λαιμό μου και με πίεσε ώστε να χαλαρώσω το κορμί μου στο γραφείο του.

«Ξέρεις τι κάνω σε όσους δεν ακολουθούν τους κανόνες μου, μωρό μου;» δάγκωσα την γλώσσα μου και η πικρή γεύση του αίματος μου εισήλθε στον οργανισμό μου. Άφησα μια βαριά ανάσα όπου κρατούσα επί ώρα και δάγκωσα ανεπαίσθητα το κάτω χείλος μου.

«Τους τιμωρώ» συμπλήρωσε εκείνος, και με μια κίνηση έχωσε τα δάχτυλα του μέσα στο ποτήρι του με το ουίσκι. Τι ακριβώς θέλει να κάνει; «Μη τολμήσεις και κουνηθείς» πρόσταξε εκείνος και έπιασε στα χέρια του, το παγάκι μέσα από το ποτήρι του.

Ένιωθα κάθε μυς του κορμιού μου σφιγμένο, μια αδιανόητη έξαψη στο κορμί μου, μια αδημονία στο τι επρόκειτο να κάνει ο ίδιος. Συνέχισε να με κρατάει σταθερά με την παλάμη του όσο με το άλλο του χέρι έτριβε το παγάκι πάνω στο γυμνό μου δέρμα.

Επικεντρώθηκε στις θηλές μου, μια κρύα αίσθηση με έκανε να κουνηθώ μα ο ίδιος με αγριοκοίταξε. Το κορμί του ήταν απίστευτα κοντά στο δικό μου σε σημείο να αισθάνομαι την κοφτή του ανάσα να σκάει πάνω μου. Το κορμί μου ήταν μούσκεμα εξαιτίας, από το παγάκι που ταλάνιζε ο ίδιος γύρω από το στήθος μου.

Έπειτα σιγά σιγά, το κατέβασε προς το εσώρουχο μου και ξεκίνησε να το τρίβει, αρκετη ώρα, αρκετή ώστε να με κάνει υγρή και να μουγκρίζω αγανακτισμένη. Ποθούσα και αναζητούσα το άγγιγμα του, μα εκείνος ικανοποιείται περισσότερο που βασανίζομαι.

Ώσπου κάποια στιγμή, με το ένα του χέρι τράβηξε άγαρμπα το εσώρουχο μου και το έσκισε.

Οι παλάμες του βρέθηκαν γύρω από τα μπράτσα μου και με σήκωσε όρθια. Πίεσε το στόμα του πάνω στο δικό μου σε ένα άγριο, μοχθηρό και κτητικό φιλί. Για μια στιγμή όμως, με κοίταξε, κοιτούσε με προσμονή τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου μα μου κόπηκε η ανάσα όταν γύρισε αμέσως το κορμί μου και με έβαλε να σκύψω μπροστά στο γραφείο του.

Τύλιξε την παλάμη του γύρω από τις καστανές μου τούφες και τις τράβηξε προς τα πίσω, ολόκληρος ο κορμός του πίεζε το δικό μου, που σχεδόν το αγκάλιαζε. Μου πήρε την ανάσα όμως, όταν μια δυνατή σφαλιάρα προσγειώθηκε στα οπίσθια μου. «Αυτό, για τον Ένζο» μου ξέφυγε μια κραυγή έκπληξης, και ένα αναφιλητό ωστόσο, το κορμί μου τον ήθελε. Θέλω να τον νιώσω μέσα μου.

«Αυτό για τον Raffaelo» μου είπε, άλλη μια σφαλιάρα. Τα δάχτυλα μου γατζώθηκαν γύρω από το έπιπλο ώσπου οι κλειδώσεις μου άσπρισαν. Τα κόκκινα σημάδια που μου προκάλεσε, με ετσουζαν, μα το κορμί μου καίγεται με αφορμή του αγγίγματος του.

Η στύση του με πίεζε από πίσω και.. απλά τον ήθελα. Και αυτός ευχαριστιέται μονάχα από την αδημονία μου. «Σε παρακαλώ..» μου ξέφυγε ένα αναφιλητό, έχω απλώς ανάγκη το άγγιγμα του. Γαμώτο.

Τα δάχτυλα του ξέφυγαν προς την διεγερμένη κλειτορίδα μου ώσπου γλίστρησε δύο δάχτυλα μέσα μου με αργό τρόπο, ανατρίχιασα ολόκληρη όσο εκείνος το ευχαριστιόταν. «Τι θέλεις; Τι θέλεις και με παρακαλάς τόσο πολύ;» έβγαλε κατευθείαν τα δάχτυλα του από μέσα μου.

«Πήδα με» ακούστηκε σαν ικεσία, μα δεν με νοιάζει, ποσώς που με ενδιαφέρει την προκειμένω στιγμή. Ωστόσο, εκείνος δεν έχασε την ευκαιρία του και μπήκε με ορμή μέσα μου. Μου ξέφυγε μια κραυγή, μα αμέσως εκείνος σταμάτησε και απλά με τυραννούσε. «Σςς, μη κάνεις φασαρία, δεν θέλεις να μας ακούσουν σωστά;» είπε με την παραπλανητικα αισθησιακή φωνή του.

«Ναι, σωστά» είπα με τρεμάμενη φωνή καθώς εκείνος συνέχισε να μπαινοβγαίνει μέσα μου άγρια. «Σε ποιον άντρα ανήκεις;» μούγκρισε εκείνος ενώ εμένα μου ξέφυγε ένα γέλιο με την φράση του.

«Σε εσένα» πήρε μια βαθιά ώθηση και με κάρφωσε ακόμη περισσότερο πάνω του. Έπρεπε να καταπιώ τους αναστεναγμούς μου, ένιωθα να πνιγομαι και να καίγομαι ολόκληρη από κάτω του. «Πες το ξανά» διέταξε ο ίδιος καθώς άλλη μια σφαλιάρα προσγειώθηκε στα οπίσθια μου.

«Σε εσένα» είπα ξέπνοα, ξεροκατάπια. Πότε μα πότε δεν φανταζόμουν πως θα κατέληγα έτσι. Η ζωή μου μαζί του. Να καταλήξω να ερωτεύομαι τον εχθρό μου. Κάθε σημείο πάνω μου έτρεμε στην επαφή μαζί του, τα πόδια μου λύγισαν, ρίζωσε μέσα μου ένα είδος έξαψης που με ταλάνιζε.

Για μια στιγμή σταμάτησε ώσπου ένιωσα, τα χείλη του να αφήνουν κατά μήκος της σπονδυλικής μου στήλης υγρά φιλιά. Τύλιξε την παλάμη του με τη δική μου ώσπου πήρε ξανά τον έλεγχο και άρχισε ξανά. Κάθε εκατοστό του κορμιού μου έτρεμε και ένιωσα ένα γαργαλιτό, ένα είδος ηλεκτρισμού, υγρή έτοιμη να τελειώσω.

«Σου αρέσει πως σε γαμάω;» το μυαλό μου θόλωσε από την ερώτηση του, η όραση μου ήταν αμυδρή, άφησα έναν αναστεναγμό να μου ξεφύγει. Τον ένιωθα, ένιωθα το κορμί του να τυλίγει το δικό μου και μια ανυπόφορη ζεστασιά, ένα κάψιμο σε κάθε σημείο πάνω μου, με σκότωνε.

«Ναι.. πολύ»
«Πολύ ε;» καγχασέ, και άφησα τον ευατο μου ελεύθερο επιτέλους.

Τον παρατήρησα που κούμπωνε το πουκάμισο του, δεν άκουσα λέξη από το στόμα του έπειτα απ'οτι έγινε στο γραφείο του. «Είσαι θυμωμένος ακόμη;» η φωνή μου ήταν σιγανή και απαλή, ίσως επειδή φοβάμαι να αντιμετωπίσω την αλήθεια κατάματα. Γύρισε το πρόσωπο του, έσμιξε τα φρύδια του σε μια ευθεία, φάνηκε τρομαγμένος;!

«Οχι, όχι γιατί το λες αυτό;» δεν ξέρω για ποιο συγκεκριμένο λόγο τον ρώτησα μα με κυρίευσε ένα συναίσθημα.. φόβου. «Επειδή φαίνεσαι θυμωμένος και έκανα κάποιες υποθέσεις» έσφιξα τα χείλη μου νευρικά μα πριν προλάβει να απαντήσει, κάποιος ήταν έξω από την πόρτα και χτυπούσε συνεχόμενα. «Ντύσου γρήγορα»

Έπιασα γρήγορα το φόρεμα στα χέρια μου, όμως από μέσα ήμουν εντελώς γυμνή εφόσον το εσώρουχο μου το έσκισε. Άνοιξε διστακτικά την πόρτα και μπήκε μέσα ο Ματέο. «Καλά ρε μαλάκα τι κάνεις τόση ώρα;» μισάνοιξε το στόμα του με το που με είδε και έπειτα χαμογέλασε διάπλατα, σα να φώναζε από μακριά ξέρω τι κάνατε εδώ μέσα.

«Θα έρθεις έξω; Μας περιμένουν τα άτομα για την ανταλλαγή που λέγαμε» σχολίασε ο Ματέο και αφού με χαιρέτησαν απομακρύνθηκαν εντελώς από το οπτικό μου πεδίο. Τι ακριβώς έγινε μόλις εδώ μέσα;

°~~~°

Αισθάνθηκα το στρώμα να βουλιάζει, μόλις γύρισε.

«Άργησα;» η φωνή του ήταν κουρασμένη και ταλαιπωρημένη, έχωσε το πρόσωπο του στον λαιμό μου και με έσφιξε κατευθείαν πάνω του.

«Μου έλειψες» συμπλήρωσε ξανά, τα βλέφαρα μου ήταν βαριά, νυστάζω μα ήθελα να περάσω λίγο χρόνο μαζί του πριν κοιμηθούμε. «Μμ, αύριο τι θα κάνεις; Θα πας στην εταιρεία;» ρώτησα καθώς χάιδευα μερικές τούφες των μαλλιών του.

«Ναι, να έρθεις μαζί μου» σχολίασε εκείνος καθώς τύλιξε τα στιβαρά του μπράτσα γύρω από το κορμί μου. Άφησα μια ανάσα ανακούφισης και έπειτα με πήρε ο ύπνος, στην αγκαλιά του.

Δύο αντρικές φιγούρες παραμόνευαν πάνω απο την ταλαιπωρημένη μορφή μου. Μια βαβούρα και ένα συνεχόμενο βουιτό, ταλάνιζε το μυαλό μου, το κατέστρεφε σιγά σιγά.

«Ίσως ήταν η μοίρα σου, να πεθάνεις» γρύλισε ο ένας άντρας και άφησα μια κραυγή καθώς τα χέρια του εγδερναν με μίσος το κορμί μου. Το μέρος ήταν σκοτεινό, ένιωθα να στενεύει ακόμη περισσότερο, κι άλλο, κι άλλο. Ακόμη περισσότερο.

Το πρόσωπο του πατέρα μου, σκοτεινό και σκυθρωπό.
Έπειτα της μητέρας μου. Ήταν στην άκρη του δάσους και με χλεύαζαν. Άκουγα τις προσβολές τους, τα γέλια τους. «Απο μικρή, άχρηστη ησουν»

«Ακούς;»

Το λερωμένο γεμάτο λάσπες άσπρο μου φόρεμα, ο ήχος από διαφόρων ειδών πουλιών και έπειτα.. στο κέντρο του δάσους η αδερφή μου. Γεμάτη αίματα. «Θα έχεις την ίδια μοίρα με εμένα»

Άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα, ήμουν στην άκρη του κρεβατιού, είχα ιδρώσει. Τι στο καλό εφιάλτης ήταν αυτός;

«Θα έχεις την ίδια μοίρα με εμένα»

°~~~°

Η Αντζελίκα με τον Ματέο και τον Κρίστιαν ήταν στον κάτω όροφο και έπαιρναν το πρωινό τους, λίγο πριν πάμε στην εταιρεία. Όπως μου είχε αναφέρει ο Κρίστιαν, σήμερα θα πραγματοποιηθεί σύσκεψη ανάμεσα στα στελέχη και μια αντίπαλη εταιρεία όπου αγωνίζεται να καταστρέψει διαπαντός τον Κρίστιαν.

«Αργείς;» ετριξε η πόρτα του δωματίου, ξεπρόβαλλε η Αντζελίκα, είχε πιάσει τα μαλλιά της σε μια ψηλή καλοφτιαγμένη αλογοουρά, το πρόσωπο της έλαμπε, είχε μια κρυφή λάμψη.

Ενώ το αέρινο φόρεμα που φορούσε με τις γόβες της, την έκαναν αρκετά γοητευτική.

«Είσαι καλά; Τι έχεις ; Σε πείραξε ο άλλος;»
«Κόψτο, τίποτα δεν μου έκανε. Έχω κακό προαίσθημα για σήμερα»

«Μην κάθεσαι και σκας ρε βλάκα, άντε έλα, ο άλλος βγάζει καπνούς από το κακό του» στριφογύρισα τα μάτια μου και έσκασα ένα γέλιο ώσπου άνοιξα την πόρτα του δωματίου και φύγαμε. Φύγαμε.
Και καθώς εκείνο το πρωινό, έκλεισα την πόρτα, όλα θα ήταν εντελώς διαφορετικά.
Τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο ξανά.
Ποτέ ξανά.

Δεν έχω ξανά έρθει στην εταιρεία του, συνήθως δίνει περισσότερη βάση στα νυχτερινά κέντρα της Ιταλίας, σε κάθε στενό, σε κάθε περιοχή έχει και ένα μαγαζί. Δεν καταλαβαίνω πως προλαβαίνει, πως μπορεί και τα βγάζει πέρα. Με το που κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο όλοι μαζί, είδα τις κυλιόμενες πόρτες της εταιρείας του.

Καθώς μπαίναμε μέσα, προκλήθηκε πανικός. Υπάλληλοι από εδώ και από εκεί, βαβούρα και χάος μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα διότι είδαν ξανά τον πρόεδρο της εταιρείας τους.

Ο Ματέο με τον Κρίστιαν κατευθύνθηκαν προς την ρεσεψιόν και προσπαθούσαν να μάθουν σε πόση ώρα είναι η συνάντηση με τον άντρα της αντίπαλης εταιρείας. Δεν μου ανέφερε ποιος είναι, σίγουρα όμως για να τον προκαλεί έμμεσα, δεν είναι καλό.

Περιεργαζόμουν τον χώρο, ενώ στην άκρη της σκάλας οπου μπορούσες να ανέβεις στους επάνω ορόφους, στεκόταν η Αντζελίκα. Ωστόσο, όπως γύρισα το πρόσωπο μου δίπλα από τις σκάλες της εταιρείας, είδα έναν άντρα να την βιντεοσκοπεί.

Προσπαθούσε να καταγράψει κάποια κρυφά σημεία της. Θα τον λιώσω.

Ο Κρίστιαν με τον Ματέο σιγά σιγά μας πλησίαζαν «Ελάτε μας περιμένουν» αναφώνησε ο Κρίστιαν και έκανε κίνηση να τυλίξει τα δάχτυλα του με τα δικά μου μα απομάκρυνα το χέρι του. «Συνεχίστε εσείς, έχω μια δουλειά να κάνω, να πάρετε και την Αντζελίκα» ο Κριστιάν έσμιξε τα φρύδια του απορρημενος.

«Μα-»
«Δεν θα το ξαναεπαναλάβω, είπα πηγαίνετε πάνω, να με περιμένεις στον πρώτο όροφο εσύ, εντάξει;» άφησε μια ανάσα ενοχλημένος και αφού χάιδεψε τον ώμο μου και είπε στα παιδιά να τον ακολουθήσουν, παρέμεινα μόνη μου. Δεν θα το άφηνα έτσι. Ανέβηκα βιαστικά τα σκαλιά όσο εκείνος κοιτούσε με γλοιώδες ύφος την οθόνη του κινητού του.

«Η κινηματογράφηση ατόμων χωρίς άδεια παραβιάζει το άρθρο 34 του ποινικού κώδικα. Αντιμετωπίζεται έως και 6 χρόνια φυλάκιση ή μήπως αυτό είναι παρενόχληση;» απευθύνθηκα στον άγνωστο άντρα.

Χλώμιασε και κιτρίνισε από το κακό του. Καθάρισε τον λαιμό του μα όσο κι αν προσπάθησε να φανεί αθώος. Τα μάτια του τον πρόδιδαν, όπως και η γλώσσα του σώματος του. «Κοπέλα μου πας καλά; Καμία σχέση» μαγκώθηκε και έκανε ένα βήμα πίσω μα πρόλαβα να πιάσω στα χέρια μου το κινητό του.

«Τότε τι είναι αυτό, καλέ μου;» του έδειξα το βίντεο που τράβηξε την Αντζελίκα, μα εκουσίως έριξα το κινητό του στο πάτωμα και έσπασε. «Πας καλά; Έτσι και σε πιάσω στα χέρια μου» ετριξε τα δόντια του και πήγε να με χτυπήσει μα έπιασα αμέσως το χέρι του και έκανα κίνηση να του το γυρίσω.

«Θα την θυμάσαι την φάτσα μου, ηλίθιε»

Τον έσπρωξα αμέσως, και αφού έστρωσα την φούστα μου αφού τσαλακώθηκε ανέβηκα ένα ένα τα σκαλιά, με περίμενε ο Κρίστιαν. Ελπίζω δηλαδή.

Τον παρατήρησα που είχε στηρίξει στην άκρη του τοίχου τον μυώδη κορμό του. Κοιτούσε συνεχώς το ρολόι του, συνεπώς είχαμε αργήσει. Μα για κάτι που φημίζομαι είναι για τις ευχάριστες εισόδους που κάνω. Πάντα αξίζουν.

«Κύριε Αλκάρντο;» είπα νιαζάρικα και τον πλησίασα. Εκείνος μου χαμογέλασε λοξά και τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση μου. «Συμβαίνει κάτι;» μου ψιθύρισε δίπλα από το αφτί μου μα κούνησα το πρόσωπο μου αρνητικά. «Έλα αργήσαμε» αναφώνησα όσο εκείνος τύλιξε τα δάχτυλα του με τα δικά μου.

Αυτή την φορά όμως δεν τον απομάκρυνα.

Ωστόσο, καθώς περπατούσαμε όσοι περίμεναν έξω από την αίθουσα συσκέψεων μας κοιτούσαν με προσμονή. Με αδημονία. Εκείνος προχωρούσε μπροστά και εγώ ήμουν λίγα βήματα προς τα πίσω. Είδα το βλέμμα του άντρα που βιντεοσκόπησε την Αντζελίκα και του χαμογελασα διάπλατα.

«Καλώς ήρθατε λοιπόν, ο Κύριος Francesco, θα μας υποδεχτεί σύντομα, ωστόσο μέχρι τότε ειδάλλως μπορείτε να πάρετε τις θέσεις σας» μας ενημέρωσε η γραμματέας, και μπορώ να πω πως η αναφορά του ονόματος μου προκάλεσε ένα δυσβάσταχτο πόνο στο στήθος μου.

Ακούμπησα την παλάμη μου ακριβώς εκεί που χτυπάει η καρδιά μου και την πίεσα.

Ο Κρίστιαν κάθισε στην αρχική του θέση, στο κέντρο του τραπεζιού ενώ εγώ από την άλλη έκατσα δίπλα του προς την αριστερή μεριά του τραπεζιού. Συνέχισαν οι υπόλοιποι, όλα τα στελέχη πήραν τις θέσεις τους. Άρπαξα στα χέρια μου ένα ποτήρι και την κανάτα με το νερό. Ένιωθα ένα αλησμόνητο βάρος να κατρακυλάει πάνω μου.

Η πόρτα άνοιξε διάπλατα, τα βήματα του βαριά. Νωχελικα και νωθρά, στην αρχή παρατήρησα το μπαστούνι που πάντα κρατούσε πάνω του, και τότε το βλέμμα μου εστίασε στον κορμό του, στο μεγαλοπρεπές παρουσιαστικού του μαζί με το κοστούμι πολυτελείας. Ήταν.. ήταν.

«Παππου;» είπα άψυχα και ξέπνοα. Το χέρι μου έτρεμε, όπως και το κορμί μου. Αβουλήτως άφησα μια ανάσα, ήξερε με ποιον έμπλεξε, σε ποιον θα έκανε πρόταση και ποιον άντρα ήθελε να καταστρέφει. Τον άντρα που είμαι ερωτευμένη.

«Ηρέμησε, εσύ τρέμεις» μουρμούρισε ο Κρίστιαν, μα όσο κι αν προσπαθούσα να ηρεμήσω. Δεν μπορούσα. Βαριανάσαινα και προσπαθούσα να βρω την ανάσα μου. Ο παππούς μου με το που με είδε μου χαμογέλασε σατανικά. Ανάθεμα.

«Καλησπέρα Κύριε Αλκάρντο, χάρηκα για τη γνωριμία» έτεινε το χέρι του χαμογελόντας μα ο Κρίστιαν απλώς τον αγριοκοίταξε και γρυλισε. Η ώρα περνούσε και συζητούσαν περί τις εταιρείες τους ώσπου άκουσα τα ψυχρά και αυστηρά λόγια του παππού μου.

«Συνεπώς, η συνεργασία μας μόλις ξεκινάει»

Τακ.τακ.τακ.τακ

Ο ήχος της καρδιάς μου, πνιγηκα στον λήθαργο μου και αργοπεθαίνα. Και χωρίς αθιβολή, ο παππούς μου αυτοικανοποιουταν με τη στάση μου, αρκετά ώστε να χαμογελάει συνεχώς. Όχι όμως πονηρά. Δεν μπορώ να αιτιολογήσω τη στάση του. Ολόκληρο το διοικητικό συμβούλιο ξεκίνησε να αποχωρεί ώσπου στον χώρο ήμουν μονάχα εγώ, ο Κρίστιαν και ο παππούς μου.

«Θες να μείνω;»
«Όχι, φύγε» είπα κοφτά και διστακτικά διστακτικά έφυγε από την αίθουσα. Ο παππούς μου, χαμογέλασε και άνοιξε τα χέρια του διάπλατα. Μου είχε λείψει γαμώτο, αλλά τι κάνει; «Δεν θα με αγκαλιάσεις;» μου είπε στοργικά και κατευθείαν βρέθηκα στην αγκαλιά του. Πνίγηκα από το βαρύ του άρωμα, μα η καρδιά μου λυτρώθηκε όταν με αγκάλιασε πίσω και εκείνος.

«Κορίτσι μου όμορφο, σε έψαχνα τόσο καιρό» είπε ψυχρά, αουτς. Απ'οσο θυμάμαι τον ευατο μου πάντα μου είχε αδυναμία, ωστόσο, οι γονείς μου του είχαν απαγορεύσει ακαριαία την είσοδο στο σπίτι μας.

Είχαμε να ανταμώσουμε από την κηδεία της Ισαμπέλας, έξι ολόκληρα χρόνια. «Έμπλεξες με αυτόν;» είπε με το αυταρχικό του ύφος, έσκασα ένα χαμόγελο και τον σκουντηξα απαλά στο μπράτσο. «Ειναι ψυχούλα βρε παππού» Καγχασα και στριφογύρισα τα μάτια μου, ωστόσο, όταν κοπανησε με φόρα το μπαστούνι του στο έδαφος απηύδησα. Μήπως ξέρει κάτι που δεν γνωρίζω;

«Ρέινα μου, αυτός ο άνθρωπος είναι ένα τέρας, πως μπορείς;» άφησα μια ανάσα και δάγκωσα τη γλώσσα μου εκνευρισμένη.

«Να θυμάσαι πως μονάχα ένα τέρας μπορεί να αντιμετωπίσει ένα άλλο τέρας»

°~~~°

«Πάντως, με χαροποιησε το γεγονός πως ανταμωσες ξανά με τον παππού σου» σχολίασε εκείνος και ήπιε μια γουλια από το ροζέ κρασί του.

«Εγω πάντως είμαι ολότελα εντυπωσιασμένη, που σε όλο αυτό, σε έχω δίπλα μου» ψιθύρισα καθώς η σελήνη, μας κάρφωνε. Η μαύρη μπλούζα του και το ζιβάγκο που στόλιζε τον λαιμό του, έκαναν τις γωνίες του προσώπου του κοφτερές. Το μούσι κάμποσων ημερών τον αγρίευαν, και οι γκρι θύελλες των ματιών του ολίσθησαν κατά πάνω μου.

«Θα ήμουν οικτρός, αν αποζητούσα τη δυστυχία σου»
«Κι όμως, λίγους μήνες πριν ήσουν σαφής πως ποθούσες την καταστροφή μου» ο χαμηλός φωτισμός φώτιζε τις ραγισμένες μας καρδιές. Τις πικραμένες μας ψυχές.

«Μπορώ να πω πως από την αρχή ένα κομμάτι δικό μου, σου άνηκε» στο σπίτι είμαστε μόνοι μας, ο Αλεσσάντρο έφυγε για διακοπές εφόσον το Αφεντικό του έδωσε άδεια και ο Ματέο, ο Ματέο απ'οσο ξέρω είχε μια δουλειά να κανονίσει.

Εγώ με τον Κρίστιαν, αποφασίσαμε να ανοίξουμε το αγαπημένο του ροζέ κρασί από την κάβα. Barolo. Ο Βασιλιάς των Ιταλικών κρασιών. Το διεισδυτικό του βλέμμα τρύπωσε και ρίζωσε απρόθυμα πάνω στο κορμί μου, τρύπωσε στο πρόσωπο μου έπειτα στα χέρια μου, πως κρατούσα στα χέρια μου το κωλονάτο ποτήρι του κρασιού, με τον τρόπο που του χαμογελούσα.

ΚΡΊΣΤΙΑΝ

Είχε μαζέψει τα καστανά μαλλιά της σε μια χαμηλή αλογοουρά ενώ είχε αφήσει μερικές τούφες να χτυπάνε στο πρόσωπο της. Το πρόσωπο της είχε πάρει το χρώμα του ροδαλού, τα χείλη της ήταν ελαφρώς μισάνοιχτα όσο με παρατηρούσε. Έχει εκρηκτική ομορφιά και άφησε μια έκφραση ικανοποίησης με την απάντηση μου. Του ευδαιμονικό της χαμόγελο με έκανε να σφιχτώ, οι μυς του κορμιού μου να σφίγγονται απίστευτα.

«Κυριε Αλκάρντο, με κολακεύεις, μήπως προσπαθείς να με φλερτάρεις;» το ηδυπαθές βλέμμα της έκανε την καρδιά μου να χάσει μερικούς χτύπους , έμπλεξε τα δάχτυλα της γύρω από το ποτήρι της  έσκυψε όσο το ποτήρι της σχεδόν άγγιζε το πρόσωπο της και εκείνη με παρατηρούσε ακατάπαυστα, άφησα μια ανάσα. Ο,τι κι αν κάνει, την ποθώ, την ποθώ όπως και ό,τι κι αν κάνει.

«Θα το ήθελες πολύ Ρέινα;» είπα κοφτά, εκείνη μου χαμογέλασε σαρδόνια, η οπτική μας επαφή δεν σταμάτησε κι ας πίναμε ανενόχλητοι το κρασί μας.

«Μμ,δεν ξέρω»

«Δεν είσαι αρκετά θαλερή ώστε να το παραδεχτείς, ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό» είπα αλαζονικά, ρουθουνιασα και ξερόβηξα. Έσμιξε τα φρύδια της, χαμογέλασε -λοξά- και έπειτα χασκογέλασε.

«Θέλεις να είσαι τόσο σκληρός με τις γυναίκες;»

Άλλη μια γουλια από το κρασί μου. Άφησα μια ανάσα όπου κρατούσα επί ώρα. Ξεροκατάπια και την ξανά κοίταξα. Ίσως ήταν το γραφτό μου, ο θάνατος μου ή το πεπρωμένο μου αυτή η γυναίκα. Να κόψω μια για πάντα τα δεσμά που με κρατούσαν φυλακισμένο στο κάστρο μου χρόνια και χρόνια. Εκείνη, μπήκε απρόθυμα στο κάστρο μου, έλυσε τα δεσμά και ακούμπησε τις πληγές μου που τόσο πολύ με πονούσαν.

Εγδερνε το κορμί μου με το βλέμμα της, ακούμπησα τους αγκώνες μου στην άκρη του τραπεζιού και άφησα ένα καχεκτικό χαμόγελο να χαραχτεί στο πρόσωπο μου. Πνιγόμουν στις σκέψεις όσο κοιτούσα την καλλιγραφική της όψη. Γλυκόπικρο μελι.

«Ωω. Εγώ είμαι ανώλεθρος με τις γυναίκες»

«Έχω την αίσθηση πάντως πως έχεις μεγάλη ιδέα για τον ευατο σου, πρόσεχε.» έριξε το φαρμάκι της και έπνιξε ένα γέλιο καθώς έπινε το κρασί της. Ανέκαθεν την διέκρινε κομψότητα, εντυπωσιάζεσαι όχι μόνο από την καλλιγραφική της μορφή μα εκστασιάζεσαι από το μυαλό της. Έχει ανεπανάληπτη και αναντικατάστατη προσωπικότητα.

«Είμαι ορκισμένος εχθρός σου, σωστά; »

«Αν με ρωτούσες λίγες μέρες πριν θα σου έλεγα ναι, αλλά τώρα είμαι λίγο δύσπιστη για το πώς πρέπει να σου απαντήσω.» παραδέχτηκε εκείνη όσο κουνούσε το πόδι της νευρικά κάτω από το τραπέζι. Χαλάρωσε τον κορμό της στην καρέκλα της και άφησε μια βαριά ανάσα όπου βαστούσε εδώ και ώρα καθώς τα πλούσια ροδαλά της χείλη σχημάτισαν ένα καμπυλωτό λοξό χαμόγελο.

Ήταν ένας άκρως ανυπόστατους ισχυρισμός, απέφυγε να απαντήσει ευθέως. Είχε δυσκολία ώστε να παραδέχεται τα λάθη της, κοίτα με στα μάτια και παραδέξου το.

«Ας μιλήσουμε ανοικτά ενώπιος ενωπίω γλυκιά μου, σε διακατέχει ένα ερωτικό πάθος για εμένα» άφησε ένα μειδίαμα να της ξεφύγει, ωστόσο, το πρόσωπο της παρέμεινε ανέκφραστο, σοβαρό και ζοφερό. Το λεχθέν της προκάλεσε αναπόφευκτο συνειρμό. Έστρωσε το φόρεμα που φορούσε ενώ προσπαθούσε διηνεκώς να αποφύγει την οπτική επαφή μαζί μου.

«Χρειαζεσαι τόσο πολύ την επιβεβαίωση για τα συναισθήματα μου;» τύλιξα και γατζώθηκα γύρω από το χερούλι της καρέκλας μου με την αφορμή της απάντησης της. Με κοίταζε με βλέμμα λάγνο και αλαζονικό, αρκετά ώστε να απαυδήσω και να την κοιτάζω εμβρόντητος.

«Ομολογώ πως ήταν βαθύτατος ο στοχασμός σου, έχεις άλλη μια ευκαιρία για να πετύχεις τον στόχο σου πάντως» καγχασα, άλλη μια γουλια από το κρασί μου.

«Τι ακριβώς επιθυμείς να μάθεις Αλκάρντο; Με μίσος ξεκινήσαμε και με μίσος θα τελειώσουμε»

«Η λέξη του μίσους, κρύβει συναίσθημα Ρέινα. Πόνο, εκδίκηση, πάθος, μόχθο. Ότι μπορεί να φανταστεί το μυαλό σου. Ας πούμε μπορώ τώρα να πω πως σε μισώ, αλλά βαθειά μέσα μου να είμαι ερωτευμένος μαζί σου» είπα κοφτά ενώ έσφιξα στα χέρια μου το κωλονάτο ποτήρι με το ροζέ κρασί μου.

Φάνηκε προβληματισμένη αναιτίως, την καταλαβαίνω περισσότερο από τον καθένα. Περισσότερο απ'ολους. Η ψυχή της.. έχει ερεβώδης ψυχή, πνιγμένη στο σκοτάδι και στους δαίμονες. Όπως εμένα άλλωστε.

Ήθελα, αποζητούσα και ποθούσα να χαράξω με το στόμα μου είτε με το βλέμμα μου πάνω της. Στάλια στάλια, σε κάθε σημείο του κορμιού της. Και το σημάδι μου να μείνει πάνω της απολύτως και αιωνίως. Να διακαλλωπισω το λείο γαλακτερό της δέρμα.

«Ξεφεύγεις Αλκάρντο»

«Κι όμως Ρέινα, εσύ υπεκφεύγεις. Η λέξη μίσος δεν υπάρχει για εμάς.»

Φάνηκε για μια στιγμή να μη πιστεύει τα λόγια μου, έσκυψε το πρόσωπο της και συλλογιζόταν, πνιγμένη στις σκέψεις της όπως κάνει συνήθως. Το βλέμμα της εστίασε στην τελευταία γουλια του κρασιού της. Μέχρι το τέλος.

ΡΕΙΝΑ.

Έπιασα στα χέρια μου ορμητικά το μπουκάλι με το κρασί, παρακολουθούσα προσηλωμένη το υγρό να ρέει στο ποτήρι μου. Ξερόβηξα και καθάρισα τον λαιμό μου. Τι θα του απαντούσα; Διερρώται και δικαίως μα..πως γίνεται να λέω ψέματα στον εαυτό μου; Ακόμη και σε εκείνον, στον άνθρωπο που με γνωρίζει καλύτερα απ'ολους.

«Τα μάτια μας λένε είναι ο καθρέφτης της ψυχής μας» η στενότητα σκέψεως καθιστά το ερώτημα του δυσεπίλυτο. Μαγκώθηκα στη θέση μου, έγυρα το πρόσωπο μου προς τα πίσω και πήρα μια βαθιά ανάσα. Γιατί να μου είναι πάντα τόσο δύσκολο; Γιατί;

«Πες μου λοιπόν, ποιος είναι ο χειρότερος σου φόβος» φάνηκε διστακτικός στην επόμενη ερώτηση του. Μα δεν ήταν ερώτηση, ούτε απαίτηση, ήθελε απλά να μάθει ακόμη περισσότερα. Κούνησα ελαφρώς τα μαλλιά μου όπου εμπόδιζαν την όραση μου και άφησα μερικές τούφες να γλιστρήσουν στην λεία μου πλάτη.

«Να βρεθώ ξανά αντιμέτωπη στο διάδρομο του νεκροτομείου» οι μυς του κορμιού του σφιχτηκαν, όπως και το σαγόνι του. Έσφιξε νευρικά τα δύο του χείλη καθώς το στέρνο του ανεβοκατέβαινε.

«Εσυ;» είπα ξέπνοα, έπειτα την απάντηση μου. Εγυρε ελαφρώς το πρόσωπο του προς το μέρος μου, έσκυψε τον γυμνασμενο και ανεπτυγμένο κορμό του προς την επιφάνεια του τραπεζιού και άφησε ένα άηχο χαμόγελο.

«Κανέναν και τίποτα» κούνησε αδιάφορα τους ώμους του και τα βλέφαρα του πετάρισαν για μερικά δευτερόλεπτα. Και τότε, αίσθανθηκα ένα κύμα ριγους να διαπερνάει το κορμί μου με την επόμενη του ερώτηση. «Μια ανάμνηση που έχει χαραχτεί στην καρδιά σου;!»

Που έχει χαραχτεί στην καρδιά μου;

ΠΡΙΝ ΟΚΤΏ ΧΡΟΝΙΑ

Όταν η ζώνη του πατέρα μου διαπερνούσε το κορμί μου, όπως οι φωνές της μητέρας μου έκαναν έναν αδιαπέραστο αντίλαλο στο σπίτι και ένιωθα παντελώς παγιδευμένη ανάμεσα στους τοίχους του σπιτιού μου. Ένιωθα να μην υπάρχεις αδιέξοδος. Και εκείνο το βράδυ, το βράδυ που η Ισαμπέλα βγήκε την πρώτη της έξοδο και εγώ παρέμεινα στο σπίτι, δε γνώριζα πως ακόμη ένα μαρτύριο ήταν στην στροφή ώστε να με σκοτώσει.

Άκουγα τη φωνή της στη ντουζιέρα, μισούσε το τραγούδι έτσι μου έλεγε, πως όσοι ακολουθούν τα καλλιτεχνικά μονοπάτια είναι μονάχα χαμένοι. Ο πατέρας μου, τέρας. Δεν άφησε στιγμή για στιγμή, άδραξε την ευκαιρία του ώστε να με τιμωρήσει ξανά από την αρχή όπως έκανε συνήθως, κάθε ατελείωτο βράδυ.

Καθόμουν γονατιστή, το μοναδικό ύφασμα που φορούσα πάνω μου ήταν το παντελόνι μου. Τα καρφιά της ζώνης του προσγειωνόταν με ορμή, με δύναμη πάνω στο κορμί μου αν και οι κραυγές μου δεν τον εμπόδισαν ώστε να συνεχίσει τη δουλειά του.

«Αντιλαμβάνομαι το ταλέντο σου στη φωνητική, στη μουσική. Μα έχεις καταλήξει πληκτική» άλλη μια στην πλάτη μου.

«Σταμάτα, σε παρακαλώ, πονάω» έκανε τον γύρο και κοντοστάθηκε μπροστά μου. Έσκασε ένα γέλιο, αρκετά ώστε να χαραχτεί στην καρδιά μου ενώ αμέτρητες κηλίδες αίματος γλιστρούσαν από την πλάτη μου.

«Ξερεις τι; Όσο κι αν προσπαθείς να ξεφύγεις, το μυαλό σου, πάντα θα γυρνάει εδώ! Ο,τι και να αγγίζεις, θα μετατρέπεται σε στάχτη, διότι πίστεψε με, είσαι τόσο γαμημενα κατεστραμμένη Ρέινα, ήσουν είσαι και θα είσαι μια κατάρα για τους γύρω σου» είπε με φαρμάκι, έφτυσε τις λέξεις όπου βάλθηκαν να δηλητηριάσουν το κορμί μου εκείνο το βράδυ.

Και έφυγα, έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Δεν υπήρχε διαδρομή, στη ζωή μου είχα μονάχα το τέλος. Καμία αρχή.

Χτύπησα το κουδούνι του σπιτιού του και περίμενα με προσμονή να ανοίξει. Τα δάκρυα μου είχαν τυλίξει το πρόσωπο μου, πόσο θα αντέξω;

Το μπαστούνι που κρατούσε στα χέρια του, η μεγαλοπρεπής μορφή του. Ο ίδιος πάντα, δεν έχει αλλάξει τίποτα μέχρι στιγμής. «Παππου;» άφησα έναν λυγμό να μου ξεφύγει καθώς έπεσα πάνω του στην αγκαλιά του. Με καθοδήγησε στο σαλόνι όπου ξέσπασα και ξεκίνησα να κλαίω σε εμβρυακή στάση.

Ακούμπησε πάνω στο τραπέζι ενα κουτί με σοκολάτες και έκατσε δίπλα μου. «Ο κοπρίτης ο πατέρας σου, σου τα κάνει αυτά;» το πρόσωπο του ζάρωσε έσφιξε τις παλάμες του γύρω μου απαλά. Η άσπρη μπλούζα που φορούσα, μάτωσε, έγινε ένα με το δέρμα μου, οι ανοιχτές πληγές μου έκαναν την ψυχή μου να πονάει.

Άρπαξε στα χέρια του το κουτί με τις σοκολάτες και τις ακούμπησε απαλά στα μπούτια μου. «Φάε να γλυκαθείς, κορίτσι μου όμορφο» στένεψα τα μάτια μου εφόσον έτσουζαν και η όραση μου ήταν θολή. «Γιατί όλα σε εμένα παππού; Γιατί;» σούφρωσα τα χείλη μου και ξέσπασα ξανά σε κλάματα. Ακούμπησε την παλάμη του στα καστανά μαλλιά μου και με χάιδευε.

«Άκουσε με, εσύ είσαι μια Κασσάνο. Είσαι μια Βασίλισσα. Από μικρή κυρίευες και βασίλευες τον κόσμο. Δεν θα αφήσεις κανέναν να σε ρίχνει, ποτέ!» άφησα μια ανάσα και του χαμογελασα. Εκείνος με μεγάλωσε, εκείνος με έκανε τον άνθρωπο που είμαι.

Τον αγκάλιασα σφιχτά και ακούμπησα το πρόσωπο μου στο στέρνο του.
«Σε αγαπάω παππού μου, σε αγαπάω πολύ. Δεν θέλω να σε χάσω» είπα σχεδόν παρακαλητικά.

«Ακόμη κι αν φύγω κορίτσι μου, εγώ θα είμαι εδώ, στο μυαλό και στην ψυχή σου»

ΠΑΡΟΝ.

«Βλέπεις, εμείς οι δυο, έχουμε δύο κοινά Κρίστιαν» έκανα μια παύση, το βλέμμα μου παρέμεινε ψυχρό. Τα χείλη μου τρεμοπαιξαν μεταξύ τους και πήρα μια ανάσα πριν συνεχίσω. «Οι πατεράδες μας, είχαν μια απερίγραπτη λατρεία στη ζώνη τους»

Ήπια αμέσως ο,τι είχε απομείνει στο ποτήρι μου. Του χαμογέλασα βεβιασμένα, ωστόσο, εκείνος ψυχράθηκε ακόμη περισσότερο. Έτριξε τα δόντια όσο έπαιρνε κοφτές ανάσες. «Επιμένω όμως πως όλα ανήκουν στο παρελθόν, δεν με ενδιαφέρει» συνέχισα τον μονόλογο μου αδιάφορα. Εκείνος έτοιμος να μου χυμήξει.

Προσπάθησα να κατευνάσω το ηλεκτρισμένο κλίμα μεταξύ μας, μα από την άλλη εκείνος, προσπαθούσε με τα βίας να μην εκραγεί. Σηκώθηκε όρθιος ώστε να πιάσει στα χέρια του το μπουκάλι με το ουίσκι του. Ένας κόμπος στον λαιμό μου δεν με άφηνε να πάρω σωστά τις ανάσες μου.

Ήταν επιδερμικός ο στοχασμός του, όταν όμως ξεκίνησε να μονολογεί μόνος του, να ψιθυρίζει τότε ένιωσα έναν ηλεκτρισμό σε κάθε σημείο πάνω μου. Η ευρύτητα και οι ζοφερές του σκέψεις άφησαν μια καούρα στο στομάχι μου.

Τον καταλαβαίνω, με κατανοεί πλήρως και επαρκώς. Ξέρω τι έχει βιώσει, ίσως τελικά η μοίρα να μας οδήγησε σε αυτό το μονοπάτι, να κρατηθούμε χέρι χέρι.

«Δεν ανήκει στο παρελθόν και το γνωρίζεις, κάθε βράδυ βλέπεις τους ίδιους συνεχόμενους εφιάλτες, τι ακριβώς σε ταλαιπωρεί;»άφησε μια ανάσα και δάγκωσε το χείλος του νευρικά. Ήταν απέναντι μου, ενώ η μαύρη μπλούζα του που φορούσε, τα μακριά μανίκια της μπλούζας του που πίεζαν το κορμί του και τους διεγραμμένους κοιλιακούς του με έκαναν να χάσω την ανάσα μου.

«Είναι η αδερφή μου Κρίστιαν, με στοιχειώνει. Νιώθω, πως η μνήμη της δεν έχει λυτρωθεί ακόμη, κι αν βρήκα τους δολοφόνους της»

«Αν δεν αφήσεις το τραύμα σου, δεν θα σε αφήσει ούτε εκείνο» συμπλήρωσε και αισθάνθηκα το μαχαίρι στην καρδιά μου, να με πιέζει ώσπου αίμα να κυλάει σε ολόκληρο το κορμί μου. Προσπάθησα να παραμείνω ψυχρή.

Προκάλεσε μελαγχολικούς συνειρμούς, το μαχαίρι το έστριβε στην πληγή μου και με σκότωνε. Γιατί;
Γιατί με πονάει ακόμη αυτή η πληγή;

Σκεπτόμενα βαθυστόχαστα, σηκώθηκα όρθια με τη σειρά μου. Ήρθαν στο μυαλό μου ο πατέρας μου.
«Ο,τι αγγίζεις μετατρέπεται σε στάχτη, είσαι μια κατάρα»

Συνωφρυώθηκα και με ένα ψυχρό βλέμμα τον κοίταξα, ο πάγος στα μάτια μου δεν έλιωνε, το μαχαίρι που με κάρφωνε, έκανε το κορμί μου να μουδιάσει. Το δηλητηρίασα όμως. Ήμουν γνωστή, όπως έλεγε και ο πατέρας μου, ότι αγαπήσω, ότι αγγίξω ήταν καταδικασμένο να καταστραφεί.

«Δηλητηριάζομαι μόνη μου, από πάντα ξέρεις αυτό έκανα. Αυτό κάνω. Καταστρέφομαι μόνη μου»

Τα σαρκώδη χείλη του ακούμπησαν με γοητευτικό τρόπο το στόμιο του ποτηριού, με κοιτούσε ανέκφραστος. Μου έλειψε η θέρμη του κορμιού του.

«Ζεις στην πληγή σου ακόμη, είναι μέχρι να την αφήσεις να ξεθωριάσει.» είπε χωρίς έλεος και μου χαμογέλασε λοξά. Άφησα μια κοφτή ανάσα ενώ η καρδιά μου έχασε αρκετούς χτύπους.

Η πληγή δεν θα ζει πάντα πάνω σου, θυμάσαι; Όταν ήμασταν παιδιά και παίζαμε στους δρόμους; Έτρεχες και έπεφτες στο πάτωμα με τα γυμνά σου πόδια να κόβονται, και να ματώνουν. Βάζεις το φάρμακο σου, και σιγά σιγά η πληγή επουλώνεται. Στην αρχή πονάς, μα το σημάδι σου ξεθωριάζει. Μέχρι που δεν υπάρχει πλέον.

«Μόνο να θυμάσαι πως μέχρι να ξεθωριάσει, και όταν θα φύγει εγώ θα είμαι εδώ»

Γιατί γλυκό μου παιδί κλαίς, τα δειλινά τις Κυριακές;
Εγώ σε κάθε προσευχή κάνω ευχή
Να' σαι το τέλος μου και η αρχή.

Το τέλος μου και η αρχή..

Πολλές αγάπες γνώρισα αγάπησα και χώρισα
Μα όπου κι αν γυρνούσα εσένα.. ζητούσα
Στα όνειρα τα χίλια μου σε γύρευαν τα χείλια μου
Σε γύρευε η ψυχή μου και πόθοι κρυφοί μου.

Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα
Πριν να γνωρίσω εσένα που πρόσμενα καιρό
Μα πως φοβάμαι πως ίσως μια μέρα σε χάσω
Γιατί να σε ξεχάσω ποτέ δε θα μπορώ.


Continue Reading

You'll Also Like

7.2K 307 24
"Βοήθεια" ακούστηκε κάποιος να φωνάζει. "Το άκουσες αυτό" ρωτάω τη μαρια και αυτη γνέφει καταφατικά τρομαγμένη. Προχωρήσαμε μπας και βρουμε απο που α...
4K 279 23
Ενα μήνυμα σε εκείνο το άτομο που σκέφτεσαι...ένα μήνυμα για όσα νοιώθεις ..μηνύματα γεμάτα αγάπη ,μηνύματα λυπημένα..μηνύματα από την καρδιά βγαλμέν...
19.4K 1.4K 35
ΜΕΡΟΣ (Α) > Τα αγκάθια της τύλιξαν το κορμί του Ιάσωνα εκείνο το βράδυ και δεν μπορούσε να ξεφύγει. Όμως έτσι είναι ο έρωτας, αργοπεθαίνεις στα χέρια...
30.5K 2.4K 45
Ναταλία , ευγενική , καλόκαρδη, γλυκιά, ανέμελη, ατίθαση, ανεξάρτητη, σπούδασε για να γίνει νταντά αλλά δουλεύει σε μία καφετέρια προσωρινά μέχρι να...