Μετά από κάνα-δύο ημέρες, το γιόμα, πήγανε για φαγητό στη σκηνή που ήτανε τα μαγειρεία. Στο καζάνι άχνιζε και μοσκοβολούσε μια ωραία φασολάδα. Ο λοχαγός καθόταν δίπλα και περίμενε να συγκεντρωθεί ο λόχος. Αφού έγινε αυτό, ξαφνικά, δίνει μια κλοτσιά στο καζάνι. Αυτό γυρίζει ανάποδα και καθώς ήτανε κατηφόρα, γεμίζει όλη την πλαγιά με φασολάδα. Έπειτα ο στράφηκε στον λόχο:
-Παιδιά, έχουμε πόλεμο. Έπεσε ένα βλήμα στο καζάνι με το φαγητό και αυτό διαλύθηκε. Τώρα, κανονίστε την πορεία σας...
Για φαγητό όλες οι ομάδες πήγαν στην βάση τους. Ο Λάγιος κοίταξε στους πρόποδες του βουνού και είδε ένα μικρό χωριό με καμιά δεκαπενταριά σπιτάκια . Κοίταξε έπειτα τους συναδέλφους του και ρώτησε:
- Ποιος θα έρθει να πάμε σε αυτό το χωριό; Όλο και κάτι θα βρούμε να πάρουμε για φαΐ . Λάκη;-στράφηκε στον συγκάτοικο του.
Τελικά πήρε μαζί του τον Λάκη. Φεύγοντας, είπε στα άλλα παιδιά:
-Εσείς, αν θέλετε, μαζέψτε ξύλα και κάντε μια καλή φωτιά. Εμείς θα προσπαθήσουμε να φέρουμε τίποτα να ψήσουμε.
Όταν έφυγαν, ο ομαδάρχης σιγομουρμούρισε:
-Μωρέ φέρε εσύ Λάγιο κάτι να ψήσουμε, κι ας είναι και μοσχάρι, θα το ταιριάσουμε εμείς...
Μέχρι το χωριό ήταν περίπου πέντε χιλιόμετρα δρόμος, αλλά σε κατηφόρα. Μόλις μπήκαν στο χωριό, αντίκρισαν τέσσερις γυναίκες που καθόταν η μια δίπλα στην άλλη. Η μια έπλεκε κάλτσες, η δεύτερη φανέλο, η τρίτη είχε την ρόκα και η τέταρτη είχε πέντε δοχεία με τυρί, το οποίο καθάριζε και το ετοίμαζε για να το δώσει κάπου. Οι νεαροί καλημερίσανε τις γυναίκες. Ο Λάκης ρώτησε αν υπάρχει φουρνάδικο εκεί γύρω. Ο Λάγιος γέλασε πονηρά- τι φουρνάδικο να βρεις σε ένα τόσο μικρό χωριουδάκι!
Οι γυναίκες κοιταχτήκανε στα μάτια και αυτή που έγνεθε στη ρόκα είπε:
-Τι φούρνο ζητάς παλικάρι μου σε ένα χωριό με δέκα σπίτια;
Έπειτα κάτι ψιθύρισαν αναμεταξύ τους και έπειτα οι τρείς από τις τέσσερις τους μπήκαν μέσα στο σπίτι. Η άλλη, συνέχισε να καθαρίζει το τυρί και είπε στα παιδιά:
-Καθίστε παιδιά και θα σας φέρουν οι γυναίκες κάτι σε λίγο...
Μετά από μερικά λεπτά, εμφανίστηκαν οι κυρίες με τρία καρβέλια ψωμί, λίγα κρεμμύδια και κάνα-δύο πράσα. Η γυναίκα που καθάριζε το τυρί έβγαλε κι εκείνη τρία κομμάτια τυρί.
Ο Λάγιος θέλησε να κάνει τον χουβαρδά και έβγαλε να πληρώσει.
-Όχι παλικάρι μου, κράτησε τα λεφτά σου. Έχω κι εγώ γιό φαντάρο και φαντάζομαι πως είναι...
Ευχαρίστησαν τις γυναίκες, πήραν τα φαγώσιμα και συνεχίσανε τον δρόμο τους. Μόλις ανεβήκανε πιο πάνω στο χωριό, ο Λάγιος είπε:
-Λάκη, πάρε τα ψωμιά και τα υπόλοιπα, εγώ θα πάω από εκείνη την πλευρά του βουνού. Εχθές είδα ένα μαντρί κάπου εκεί, θα πάω μπας και βρω τίποτα.
Χωρίστηκαν. Πηγαίνοντας ο Λάγιος στο μαντρί, βρήκε έναν γέροντα. Αυτός, είχε καμιά πενηνταριά αρνιά και τα τάιζε. Τον καλημέρισε και έπειτα του έπιασε κουβέντα. Ο Λάγιος είχε πάντα λεφτά μαζί του στην τσέπη του, για κάθε περίπτωση. Αφού αντάλλαξαν μερικές κουβέντες, είπε:
-Μπάρμπα, θέλω να αγοράσω ένα αρνί. Μπορείς να μου πουλήσεις ένα;
-Δεν τα έχω για πούλημα, αλλά τι να σου κάνω, φαντάρος είσαι, θα σου δώσω. Πιάσε ένα, όποιο θέλεις.
Ο Λάγιος έριξε μια ματιά στο κοπάδι και με ένα σάλτο άρπαξε ένα. Στον γέρο έκανε εντύπωση η γρηγοράδα του και η εμπειρία του και είπε:
-Ας είχα τα χρόνια σου και την γληγοράδα σου κι ας ήμουνα ο πιο φτωχός άνθρωπος στον κόσμο...
Ο Λάγιος ρώτησε πόσο έκανε το αρνί να το πληρώσει.
-Ήμουν κι εγώ φαντάρος κάποτε και ξέρω τι θα πει... Στο χαρίζω, γιατί μου θύμισες τα νιάτα μου. Ένα τέτοιο παλικάρι ήμουν κι εγώ μια φορά...
Ο Λάγιος, για να μην κουβαλά παραπανίσιο βάρος, έσφαξε και έγδαρε σε δέκα λεπτά το αρνάκι. Χαιρέτησε τον γέρο, τον ευχαρίστησε και έφυγε.
Σαν έφτασε στην ομάδα του, βρήκε μια καλή φωτιά. Η ομάδα έψηνε ψωμί. Μόλις τον είδαν, κατά-ενθουσιάστηκαν με το πολύτιμο φορτίο του.
Ο λοχαγός, όπως συνήθως, γυρνούσε από ομάδα σε ομάδα να δει, πως ανταπεξέρχονταν οι ομάδες χωρίς φαγητό. Όταν πλησίασε την ομάδα του Λάγιου και είδε την καλοπέραση τους, έριξε μια ματιά στον ομαδάρχη χαμογελώντας και είπε:
-Σίγουρα έργο του Λάγιου είναι και αυτή η καλοπέραση ε;
Ο Λάγιος έσκυψε το κεφάλι και δεν μίλησε. Ο Λοχίας ομαδάρχης κοίταξε καλόκαρδα τον λοχαγό και είπε:
-Κύριε λοχαγέ, πριν να έρθεις, ο Λάγιος είπε να βάλουμε μια μερίδα και για εσάς. Τώρα, μια που ήρθες, κάθισε στο πλουσιοπάροχο τραπέζι μας να φας με την ομάδα μου.
Στο τάγμα πεζικού 525 ο καιρός πέρασε χωρίς ο Λάγιος να το καταλάβει. Έγινε αγαπητός σε όλους- αξιωματικούς, υπαξιωματικούς, οπλίτες...
Ώσπου μια μέρα ήρθε διαταγή από το β σώμα ο Λάγιος και άλλα δυο παιδιά– ένας φαντάρος και ένας λοχίας να παραδώσουν ότι είχαν χρεωμένα και σε τρείς μέρες να φύγουν για την Κύπρο. Εκεί έπρεπε να παρουσιαστούν σαν πολίτες, με πολιτικό ντύσιμο.
Ο διοικητής του τάγματος τους έδωσε τρείς μέρες άδεια. Ο Λάγιος παρέδωσε ότι έπρεπε και πήγε αρχικά στην Βλάστη, να δει τους πρώτους γονείς που γνώρισε. Εκεί κάθισε μια μέρα. Οι δικοί του στενοχωρήθηκαν ιδιαίτερα για την μετάθεση αυτή, μα δεν γινόταν να αλλάξει κάτι. Την επόμενη τον ξεπροβόδισαν και του έδωσαν τις καλύτερες ευχές. Η αναχώρηση του στενοχώρησε όλο το χωριό, καθώς σε αυτά τα λίγα χρόνια που έζησε στο χωριό δεν έκανε παρά μόνο καλοσύνες.