Running On Empty

By -negativeecreep

14.5K 633 6K

𝐓𝐡𝐞𝐲 𝐜𝐨𝐮𝐥𝐝 𝐛𝐞 𝐚𝐧𝐲𝐭𝐡𝐢𝐧𝐠 𝐭𝐡𝐞𝐲 𝐰𝐚𝐧𝐭𝐞𝐝, 𝐛𝐮𝐭 𝐭𝐡𝐞𝐲 𝐝𝐢𝐝𝐧'𝐭 𝐰𝐚𝐧𝐭 𝐭𝐨 𝐛... More

𝐑𝐔𝐍𝐍𝐈𝐍𝐆 𝐎𝐍 𝐄𝐌𝐏𝐓𝐘
⋆。゚☁︎。⋆。 ゚☾ ゚。⋆
𝟎𝟏.
𝟎𝟐.
𝟎𝟑.
𝟎𝟒.
𝟎𝟓.
𝟎𝟔.
𝟎𝟕.
𝟎𝟖.
𝟎𝟗.
𝟏𝟎.
𝟏𝟏.
𝟏𝟐.
𝟏𝟑.
𝟏𝟒.
𝟏𝟓.
𝟏𝟔.
𝟏𝟕.
𝟏𝟖.
𝟏𝟗.
𝟐𝟎.
𝟐𝟐.
𝟐𝟑.
𝟐𝟒.
𝟐𝟓.
𝟐𝟔.
𝟐𝟕.
𝟐𝟖.
𝟐𝟗.

𝟐𝟏.

247 13 147
By -negativeecreep

𝐑𝐔𝐍𝐍𝐈𝐍𝐆 𝐎𝐍 𝐄𝐌𝐏𝐓𝐘.
𝐏𝐀𝐆𝐄 𝐓𝐖𝐄𝐍𝐓𝐘-𝐎𝐍𝐄.
𝐉𝐀𝐃𝐄↠

Αγαπητό ημερολόγιο,

Τέσσερις ημέρες, ενενήντα έξι ώρες, πέντε χιλιάδες επτακόσια εξήντα λεπτά, τριακόσιες σαρανταπέντε χιλιάδες εξακόσια δευτερόλεπτα, κι όμως εγώ έχω κολλήσει σε ένα μόνο πράγμα.

Στο φιλί μας.

Με φίλησε!

Πραγματικά με φίλησε κι από τότε αισθάνομαι λίγο περισσότερο έφηβη απ'ότι πριν.

Όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα, τόσο όμορφα, με τέτοιον τρόπο όπου δεν είχα φανταστεί ποτέ μου.

Ήταν το άγγιγμά του, η φωνή του, το γαλαζοπράσινο βλέμμα του που διαπέρασε την ψυχή μου και την έκανε χίλια κομμάτια, ή μήπως η αίσθηση του να έχω κάποιον να με εκτιμάει για αυτό ακριβώς που είμαι;

Για πρώτη φορά αναγνωρίζω τι σημαίνει ανταπόκριση.

Είναι τόσο καταραμένα γλυκιά η σκέψη ότι εκείνος, ναι, εκείνος που από την πρώτη στιγμή που συναντήθηκαν οι ματιές μας με είχε ολοκληρωτικά δική του, με ήθελε και με σκέφτονταν όπως κι εγώ.

Είμαι ερωτευμένη, ημερολόγιο.

Νομίζω την έχω πατήσει.

Θέλω να μπλέξω τα δάχτυλά μου στα χρυσαφένια μαλλιά του, θέλω να κοιτάζω το χαμόγελό του για ατέλειωτες ώρες, θέλω να κουλουριαστώ στα πόδια του και να θαυμάζω αυτές τις θάλασσες των ματιών του μέχρι να αποκοιμηθώ. Θέλω να τον παρατηρώ, να του κρατάω το χέρι, να είμαι κομμάτι της ζωής του. Θέλω να τον αγγίξω χωρίς καν να χρησιμοποιήσω τα χέρια μου.

Είμαστε κάτι σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Όποτε τον βλέπω να χαμογελάει, αισθάνομαι αυτομάτως πιο χαρούμενη. Σαν κάτι να βράζει μέσα μου, σαν να ανοίγει ένα πουγκάκι και να σκορπίζονται εκατομμύρια πεταλούδες στο στομάχι μου, σαν να επιπλέω ανάσκελα στο νερό και να γίνομαι ένα με το κύμα. Κάθε φορά όμως που βλέπω τη θλίψη να αποτυπώνεται στο αγγελικό του πρόσωπο, η καρδιά μου ραγίζει, πληγώνεται. Πονάει. Πραγματικά πονάει.

Γιατί αυτός είναι ο ορισμός της αγάπης. Όταν η χαρά, η λύπη κι ο ενθουσιασμός του άλλου γίνονται δική σου υπόθεση.

Δεν ξέρω, ίσως είμαι πολύ μικρή για να αγαπήσω. Ίσως και να είναι ένας απλός ενθουσιασμός ύστερα από τόσα χρόνια όπου βρισκόμουν στο σκοτάδι. Ίσως να έχω ανάγκη από κατανόηση, φροντίδα κι έναν ώμο για να ακουμπήσω όταν θα αισθάνομαι μόνη. Όμως είμαι διατεθειμένη να κάνω το ίδιο και για εκείνον. Είμαι πρόθυμη να γίνω ο ώμος του, η αγκαλιά του, και το καταφύγιό του σε αυτόν τον επικίνδυνο κόσμο που ζούμε.

Μπορεί να μην με σκέφτεται καν. Μπορεί να περνάει τον χρόνο του μαζί μου εφόσον αντιμετωπίζει τόσα προβλήματα με την οικογένειά του. Εξάλλου, ήταν ένα απλό φιλί. Ασχέτως αν για εμένα ήταν μία σταγόνα νερό μέσα στην έρημο.

Δεν αγαπάω τον εαυτό μου. Δεν θεωρώ ότι αξίζω να αγαπηθώ. Είμαι μια χιονοθύελλα θλίψης, απογοήτευσης, άγχους, τελειομανίας και ιδεών που ανά πάσα ώρα και στιγμή θα ξυπνήσει και θα παγώσει τα πάντα στο πέρασμά της. Δεν θέλω το κρύο μου να παγώσει το ποτάμι καλοσύνης, εξυπνάδας και σεβασμού που υπάρχει μέσα του.

Δεν θέλω να καταστρέψω το μοναδικό τέλεια ατελές πράγμα στη ζωή μου.

Κι αυτό είναι που πονάει περισσότερο. Το ότι δεν ξέρω να αγαπάω.

Ό,τι αγγίζω φθείρεται.

Εγώ η ίδια, έχω φθαρεί.

Βρίσκομαι σε μία πολύ δύσκολη περίοδο της ζωής μου. Σε λίγους μήνες δεν θα θεωρούμαι η μικρή Jade που πήγε πρώτη μέρα στο γυμνάσιο. Θα είμαι μια ενήλικη που καλείται να πάρει τη ζωή στα χέρια της, να αποφασίσει και να χτίσει το μέλλον της.

Εγώ όμως είμαι ακόμη στο μηδέν. Όσο οι συμμαθητές μου παίζουν μπάλα στο προαύλιο και κάνουν ανόητα αστεία που θα θυμούνται μια ζωή, εγώ δακρύζω στις τουαλέτες του σχολείου, προσπαθώντας να συνεφέρω τον εαυτό μου από μια κρίση πανικού ύστερα από το διαγώνισμα της βιολογίας. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έτυχε να ερωτευτώ και να χάσω τελείως το μυαλό μου.

Αγαπητό ημερολόγιο, για πόσο ακόμη θα υποφέρω;

Πότε θα ζεσταθεί η παγωνιά μέσα στην ψυχή μου;

Έκλεισα το ημερολόγιό μου, και χάιδεψα το μαύρο εξώφυλλό του που είχα διακοσμήσει με σκίτσα και στιχάκια. Πήρα μια βαθιά ανάσα, σκούπισα τα δάκρυά μου με το μανίκι του φούτερ μου, και σηκώθηκα από το πάτωμα. Άνοιξα ελάχιστα την πόρτα για να σιγουρευτώ ότι ήμουν μόνη, κι εφόσον το πεδίο ήταν ελεύθερο βγήκα έξω και στάθηκα μπροστά από έναν νιπτήρα. Έπλυνα τα χέρια μου με αργές αλλά νευρικές κινήσεις, κι έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου για να ηρεμήσω.

Την προηγούμενη ώρα γράψαμε διαγώνισμα στη βιολογία για το οποίο διάβαζα όλο το βράδυ, και η πίεσή μου είχε κορυφωθεί. Δεν ξέρω τι ακριβώς αισθανόμουν εκείνη τη στιγμή γιατί ενώ ήμουν σίγουρη για τις περισσότερες ασκήσεις είχα κάποιες αμφιβολίες, αλλά είχα την ανάγκη να μείνω μόνη μου και να κλάψω για να εκτονωθώ. Το φιλί μου με τον River το Σάββατο δεν καλυτέρευε την όλη κατάσταση καθώς δεν είχα σταματήσει να τον σκέφτομαι, αυτό όμως που με τρόμαζε είναι ότι δεν τον είχα δει ξανά από εκείνη τη μέρα.

Αναρωτήθηκα μήπως έκανα κάτι λάθος αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς. Δεν ήταν ούτε στο λεωφορείο, ούτε σε καμία από τις τάξεις που είχαμε μαζί. Είχε εξαφανιστεί και δεν είχε δώσει κανένα σημείο ζωής. Ανησυχούσα. Ανησυχούσα και πολύ μάλιστα. Σκέφτηκα κάθε πιθανό σενάριο για το τι θα μπορούσε να είχε πάθει. Να τσακώθηκε με τους δικούς του, να έπαθε άλλη μία από εκείνες τις κρίσεις όπου θυμώνει και δεν υπολογίζει τίποτα, ή το τελευταίο και πιο λογικό· να ξενέρωσε μαζί μου και πολύ απλά να μην ήθελε να με ξαναδεί μπροστά του.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι κάτι πήγαινε λάθος και το αρνητικό προαίσθημα μέσα μου ποτέ δεν διαψεύδονταν.

Κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέπτη, και το θέαμα ήταν τουλάχιστον τρομαχτικό. Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια μου ήταν ορατοί, το δέρμα μου χλωμό, ενώ επίσης είχα αυξομειώσεις στο βάρος μου από το άγχος. Υπήρξαν φορές που έτρωγα του σκασμού για να πνίξω τα συναισθήματά μου, καταλήγοντας πάντα να κλαίω στο ντουλάπι της κουζίνας ή να κάνω εμετό για να μην παίρνω θερμίδες, και άλλες που δεν έτρωγα τίποτα όλη μέρα και είχα τάσεις λιποθυμίας. Τα αποτελέσματα για τα πανεπιστήμια στα οποία είχα γίνει δεκτή θα έρχονταν σε έξι μήνες περίπου, και η αγωνία με είχε κυριολεκτικά πεθάνει. Έπρεπε να περάσω οπωσδήποτε στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, και να έβρισκα κάποιο διαμέρισμα για να συγκατοικήσω μαζί με τη Winona. Θα βρίσκαμε δουλειές, θα μοιραζόμασταν τα έξοδα, και σε συνδυασμό με τις οικονομίες που είχα αφήσει στην άκρη θα ήταν πολύ πιο εύκολο. Τα είχα προγραμματίσει όλα. Ωστόσο, εάν δεν περνούσα πουθενά το τέλος μου ήταν αδιαμφισβήτητο. Δεν υπήρχε πλάνο Β'. Η μόνη λύση ήταν η αυτοκτονία.

Γιατί έτσι έλυνα εγώ τα προβλήματά μου τότε. Βλάπτοντας τον εαυτό μου και κάνοντας με να νιώθω όσο πιο λίγη γίνονταν.

Βγήκα από την τουαλέτα, και περπάτησα σαν χαμένη μέχρι έξω για να βρω τη Winona. Κατέβηκα τις σκάλες και με το ένα χέρι στην τσέπη και στο άλλο να κρατάω το ημερολόγιό μου, πήγα προς την πίσω αυλή για να περάσω το διάλειμμα μου. Όταν έφτασα εκεί την είδα κλεισμένη στην αγκαλιά του Steven, με τον οποίο φαίνονταν να κάνουν μία έντονη συζήτηση, και αφού έμεινα να τους κοιτάζω για μερικά λεπτά δίχως εκείνοι να με έχουν καταλάβει έκανα μεταβολή και έφυγα για κάπου αλλού. Δεν ήξερα για που. Το να κάτσω μαζί τους ενώ εκείνοι ήθελαν προφανώς να μείνουν μόνοι σαν ζευγάρι θα ήταν αγένεια, αδιακρισία αλλά και βαρετό για εμένα. Η σχέση τους πλέον άγγιζε τον τίτλο της τοξικότητας και οι μόνοι που μπορούσαν να λύσουν το πρόβλημα ήταν αυτοί.

Τους αγαπούσα, τον καθένα για διαφορετικούς λόγους, όμως είχα κουραστεί να κάνω τον ψυχολόγο. Η Winona δεν έλεγε να καταλάβει ότι αφού το παρελθόν της δεν αφορούσε τον Steven δεν υπήρχε λόγος να τον απομακρύνει από κοντά της, ο Steven έπρεπε να αποδεχτεί ότι δεν ήταν το τέλειο αγόρι που όλοι ήθελε να πιστεύουν, και εγώ ήμουν ο μεσολαβητής που μετέφερε τα λόγια τους επειδή δεν είχαν το θάρρος. Η αδερφή μου είχε προβλήματα με τις 'φίλες' της και προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή ενός συγκεκριμένου ατόμου που δεν είχα ιδέα ποιος ήταν, η μητέρα μου μου μιλούσε όλη την ημέρα για το ότι έπρεπε να διαβάζω ακόμη πιο εντατικά, και το μοναδικό άτομο που μπορούσα να αποκαλέσω συντροφιά και ενδιαφερόμουν συναισθηματικά για εκείνο, ήταν εξαφανισμένο ύστερα από το φιλί μας.

Όλα είχαν γίνει χάος.

Δεν ξέρω πως τα κατάφερνα, όμως ύστερα από κάθε κατάσταση πάντα εγώ κατέληγα πληγωμένη. Αν μπορούσα να κοιμηθώ για πάντα, να κλείσω τα μάτια μου και όλοι οι πόνοι να αποτελέσουν παρελθόν, θα το έκανα. Τελικά ίσως και να έλειπα στους ανθρώπους της ζωής μου. Η μητέρα μου θα έχανε το 'παιδί θαύμα' που έφερνε καλούς βαθμούς για να έχει λέει στους συγγενείς, η αδερφή μου τον σάκο του μποξ για να χτυπάει όποτε είχε νεύρα, και οι υπόλοιποι τον ψυχολόγο που έδινε λύση στα προβλήματά τους ενώ ακόμη να συνειδητοποιήσει τα δικά του, και ο River...αυτός δεν θα έχανε τίποτα. Αντιθέτως, μόνος του επέλεξε να εξαφανιστεί.

Αποφάσισα να ανέβω στην ταράτσα του σχολείου για να μείνω εντελώς μόνη. Ήμουν εγώ και ο εαυτός μου. Αγνόησα τα πρόσωπα των παιδιών που με κοιτούσαν περίεργα γιατί καθώς αυτοί κατέβαιναν τις σκάλες για να κάνουν το διάλειμμά τους, εγώ ανέβαινα με γρήγορα βήματα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το βλέμμα μου βρήκε μέχρι και την Kat η οποία κρατούσε στο στήθος της κάποια βιβλία και μιλούσε με μια κοπέλα από την τάξη της. Την χαιρέτησα όμως εκείνη δεν με πρόσεξε. Πλέον δεν με επηρέαζε καθόλου. Είχα συνηθίσει την έλλειψη ανταπόκρισης από εκείνη, και είχα αποδεχτεί το πόσο διαφορετικές ήμασταν. Επειδή δεν με προσέβαλε άλλο για τις επιλογές μου δεν σήμαινε ότι γίναμε και οι καλύτερες φίλες!

Ύστερα από μερικά λεπτά και έχοντας συναντήσει πολλά ανεπιθύμητα πρόσωπα, κατάφερα να φτάσω στην πολυπόθητη ταράτσα. Άνοιξα την σιδερένια πόρτα, και ο κρύος αέρας χτύπησε με δύναμη το πρόσωπό μου. Λογικό, αφού πλέον βρισκόμουνα είκοσι μέτρα πάνω από το έδαφος. Δεν υπήρξε κανείς, πέρα από εμένα και το άδειο τσιμεντένιο δάπεδο. Χαμογέλασα ελαφρά στο πόσο μόνη ήμουν, και ορκίζομαι ότι η σεροτονίνη μου αυξήθηκε ραγδαία στη σκέψη ότι δεν με έβλεπε ούτε με άκουγε κανείς. Ήμουν ολομόναχη. Σπάνιο πράγμα εάν λάβει κανείς υπόψιν του ότι στο λύκειο Roosevelt φοιτούσαν τετρακόσια εξήντα παιδιά και ήταν πρακτικά αδύνατον να απολαύσεις μερικές στιγμές γαλήνης. Ο άνεμος πήγαινε τα μαλλιά μου προς τα πίσω, και ο συννεφιασμένος ουρανός πρόδιδε το γεγονός ότι σε λίγο θα έβρεχε. Δεν με ενδιέφερε όμως. Ευτυχώς φορούσα ένα ζεστό και φαρδύ μαύρο φούτερ με κουκούλα, ένα στενό μαύρο τζιν με σκίσιμο σε κάθε γόνατο και τις μαύρες αρβύλες μου. Το κρύο δεν με άγγιζε τόσο πολύ.

Περπάτησα προς το χείλος της ταράτσας, και έγυρα προς τα εμπρός για να κοιτάξω κάτω. Βρισκόμουν πολύ ψηλά. Ένα λάθος βήμα και θα έπεφτα κάτω. Θα ήταν υπέροχη αίσθηση. Θα ένιωθα σαν να πετάω. Θα ήμουν επιτέλους ελεύθερη. Ποτέ δεν φοβόμουν τα ύψη. Αντιθέτως, τα λάτρευα. Από μικρή έλεγα ότι αν μπορούσα να έχω μια υπερδύναμη θα ήταν να πετάω. Το να στέκομαι είκοσι μέτρα πάνω από το έδαφος, με τον δυνατό αέρα να κλονίζει το σώμα μου και την σαγηνευτική αίσθηση της μοναξιάς ήταν ονειρικό. Για μια στιγμή πίστεψα ότι ένα άνοιγμα των χεριών μου θα αρκούσε και θα πετούσα ανέμελη πάνω από ολόκληρο το Aberdeen. Οι μαθητές από κάτω έδειχναν πολύ μικροί. Το προαύλιο, σαν προσομοίωση σε κάποιο μουσείο. Η υπόλοιπη πόλη, σαν πανοραμική φωτογραφία σε καρτ-ποστάλ. Πόσο μικρά και ασήμαντα φαίνονταν όλα.

Πόσο μικρά γίνονταν τα προβλήματα εάν τα έβλεπες από άλλη οπτική γωνία.

Κάθισα κάτω, με τα πόδια μου να κρέμονται στο κενό και το υπόλοιπο σώμα μου να δίνει μία μάχη με τον δυνατό αέρα. Το μυαλό μου είχε θολώσει. Δεν υπήρχαν σκέψεις οι έγνοιες. Βρισκόμουν στον δικό μου κόσμο. Έναν κόσμο στον οποίο ήμουν ολομόναχη. Δεν άκουγα φωνές, ούτε έβλεπα πρόσωπα, ούτε την επόμενη ώρα θα ετοιμαζόμουν για το μάθημα της άλγεβρας, ούτε ήμουν ανεπιθύμητη. Απλώς υπήρχα. Κοίταξα ξανά κάτω, και η επιθυμία μου να πέσω έγινε ακόμη πιο έντονη. Το είχα υπό έλεγχο. Έσκισα μια σελίδα από το τετράδιό μου και έφτιαξα μια πρόχειρη σαΐτα. Έπειτα την πέταξα, την παρατήρησα να σχίζει τον άνεμο και τελικά να καταλήγει στην κορυφή ενός από τα δέντρα που βρίσκονταν στο προαύλιο. Η μοναξιά ορισμένες φορές ήταν ανυπόφορη. Τόσο αιχμηρή, σαν μαχαίρι. Παρόλα αυτά, την αγαπούσα. Γιατί ποτέ δεν θα με έβλαπτε ή θα με πλήγωνε. Άξιζε πολύ περισσότερο από μια ανούσια συζήτηση με κάποιον ή από το να πιεστείς να συναναστραφείς με κάποιον. Η μοναξιά ήταν λύτρωση για κάποια σαν εμένα.

Σηκώθηκα όρθια. Ήθελα να αισθανθώ εκείνη τη λύτρωση στο έπακρο. Άνοιξα τα χέρια μου σχηματίζοντας ένα 'Τ', ο αέρας έσπρωχνε τα μαλλιά μου προς τα πίσω, και οι ανάσες μου λιγόστευαν. Τόσο υπέροχο συναίσθημα. Θα ήταν ακόμη καλύτερο αν πηδούσες, είπε μια φωνή μέσα μου. Πλησίασα για μισό εκατοστό το χείλος της ταράτσας και συνειδητοποίησα ότι απείχα πολύ λίγο από το θάνατο και την καταστροφή. Δεν με ενδιέφερε όμως. Θα μπορούσα να πέσω εκείνη ακριβώς τη στιγμή και δεν θα ενδιαφέρονταν κανένας. Ο θάνατός μου θα ήταν ίδιος με τη ζωή μου. Μοναχικός, κρύος και επώδυνος. Βέβαια, θα θυμόμουν τις τελευταίες μου στιγμές πετώντας. Ήθελα πολύ να πετάξω. Κοίταξα στιγμιαία κάτω, και δάγκωσα το κάτω χείλος μου. Πως γίνονταν μια τόσο ριψοκίνδυνη και σύντομη στιγμή να άξιζε περισσότερο από τα δεκαεπτά χρόνια ύπαρξής μου;

«¡ΤΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΟΤΙ ΚΑΝΕΙΣ!»ήταν το τελευταίο πράγμα που άκουσα πρωτού δύο δυνατά χέρια με τραβήξουν προς τα πίσω, κάνοντάς με να πέσω απότομα στο τσιμεντένιο έδαφος της ταράτσας. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου και προσπάθησα να σηκωθώ αψηφώντας τον πόνο που αισθανόμουν από τη πτώση, έτοιμη να του βάλω τις φωνές.

«¡ΕΣΥ ΤΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΚΑΝΕΙΣ! Με ποιο δικαίωμα με σπρώχνεις έτσι;»ούρλιαξα και παρόλο που οι πιθανότητες να ακουγόμασταν ήταν λίγες αλλά όχι και ανύπαρκτες, δεν με απασχολούσε καθόλου. Με φίλησε, εξαφανίστηκε για μέρες και ξαφνικά την είδε προστάτης. Είχα κάθε δικαίωμα να είμαι θυμωμένη.

«Μήπως να σε άφηνα να πέσεις;»ρώτησε ρητορικά και εξίσου δυνατά, πλησιάζοντάς με και φωνάζοντας μέσα στο πρόσωπό μου.

«Ναι, έπρεπε να με άφηνες να πέσω. Χάρη θα μου έκανες. Έχω βαρεθεί τις μαλακίες όλων σας!»ούρλιαξα κι εγώ με τη σειρά μου, ενώ ήθελα να τον χαστουκίσω για τη συμπεριφορά του.

Ήταν το πρώτο μου φιλί. Το ήξερε ότι ήταν το πρώτο μου φιλί. Και αντί να με πιάσει και να μου μιλήσει για τον οποιονδήποτε λόγο όπου δεν ήθελε να με ξαναδεί μπροστά του, εξαφανίστηκε σαν δειλός που ήταν. Με στεναχώρησε. Δεν είχα ανάγκη τη βοήθειά του ενώ οφείλονταν έως έναν βαθμό για το χάος που επικρατούσε μέσα μου. Δεν ήθελα κανενός τη βοήθεια! Όσο στεκόμουν μπροστά του ένιωθα τις άμυνές μου να πέφτουν. Ήθελα να τον χτυπήσω, να του φωνάξω το πως ένιωθα, αλλά συγχρόνως να πέσω στην αγκαλιά του και να τον φιλήσω μέχρι να του κοπεί η ανάσα. Το να τον βλέπω μετά από καιρό μου έφερνε έναν πόνο χαμηλά στο στομάχι. Γιατί ένιωθα έτσι;

«Ώστε αυτό έχεις να πεις για τους ανθρώπους που είναι δίπλα σου; Ότι έχεις βαρεθεί τις μαλακίες τους;»συνέχισε να φωνάζει και άρπαξε τον καρπό του χεριού μου για να με φέρει κοντά του. Κρατήθηκα να μην αναστενάξω από τον πόνο και τινάχτηκα για να απομακρυνθώ από κοντά του.

«Αυτό έχω να πω κι άμα σου αρέσει. Τώρα φύγε κι άσε με να μείνω μόνη μου!»πήγα ξανά προς το χείλος της καταστροφής και έβαλα τα χέρια στις τσέπες του μαύρου φούτερ μου. Εκείνος δεν είχε κουνηθεί. Είχε παραμείνει στάσιμος.

«Ωραία λοιπόν. Πέσε. Πέσε να δούμε τι θα καταλάβεις. Βασικά δεν θα καταλάβεις. Όταν όλοι όσοι σε αγαπάνε θα θρηνούν τον χαμό σου και θα σκιστεί η ψυχή τους στα δύο για τον πόνο που προκάλεσες, εσύ θα είσαι ικανοποιημένη γιατί πήρες αυτό που ήθελες. Κάνε το κι άσε με να βλέπω»είπε επιβλητικά και ένα σαρδόνιο μειδίαμα εμφανίστηκε στο πρόσωπό του, όσο εγώ βρισκόμουν σε ένα πραγματικό δίλημμα για το αν έπρεπε να πέσω ή όχι.

Άλλο ένα βήμα. Δύο βήματα. Δεξί πόδι μπροστά.

Κάνε το, Jade.

Φύγε με αξιοπρέπεια. Φύγε πετώντας. Θα συναντήσεις τον πατέρα σου, θα τον αγκαλιάσεις. Θα κοιτάζεις τον κόσμο από ψηλά απολαμβάνοντας την απόλυτη γαλήνη, ενώ οι άνθρωποι στη γη θα ταλαιπωρούνται για το υπόλοιπο της ζωής τους. Δεν αξίζει κανείς και τίποτα.

Επέλεξα να το κάνω. Είχε δίκιο το υποσυνείδητό μου. Δεν άξιζε κανείς και τίποτα.

«!ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΠΑΣ ΠΟΥΘΕΝΑ!»ο River με άρπαξε ξανά, ακόμη πιο έξαλλος από πριν. Τα άλλωστε απαλά χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν μετατραπεί σε μια έκφραση θυμού και απογοήτευσης. Για μια στιγμή τον φοβήθηκα. Μου θύμισε τον Dave και τον τρόπο που με ταρακούνησε λίγες μέρες μετά από την ημέρα όπου εξέφρασα την υποστήριξή μου για την LGBTQ+ κοινότητα και τον προσέβαλα μπροστά σε όλο το σχολείο. Αναρωτήθηκα εάν θα με χτυπούσε.

«Άσε με ήσυχη!»φώναξα, στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, κι αυτός αντί να μου απαντήσει με λόγια, με άρπαξε και με φίλησε.

Πάγωσα.

Είχα μείνει με ανοιχτά μάτια, όσο αυτός είχε περάσει το αριστερό του χέρι στον λαιμό μου και το δεξί του στα μαλλιά μου. Δεν είχε καμία σχέση με την προηγούμενη φορά. Ήταν απότομος, κτητικός και δεν μου άφησε περιθώριο να πάρω καμία πρωτοβουλία. Δάγκωσε δυνατά το κάτω χείλος μου και απεχθανόμουν τον εαυτό μου για τον τρόπο που αναστέναξα όταν η γλώσσα του εισχώρησε μέσα στο στόμα μου κι όταν έσφιξε το κράτημά του στον λαιμό μου, σε σημείο που μπορούσα να αισθανθώ το στραβό του χαμόγελο την ώρα που με φιλούσε.

Προσπάθησα να του δώσω μια γεύση από το ίδιο του το φάρμακο και να κερδίσω σε αυτό το βρώμικο παιχνίδι που έπαιζαν οι γλώσσες μας, μέχρι που απομάκρυνε ελάχιστα τα χείλη του από τα δικά μου και ξεκίνησε να αφήνει μικρά υγρά φιλιά από το σαγόνι μέχρι όλο το μήκος του λαιμού μου. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου καθώς δεν ήθελα να του δώσω την ικανοποίηση ότι με έκανε να αισθάνομαι μαγικά, όταν ξαφνικά κατευθύνθηκε προς το πίσω μέρος του λαιμού μου, λίγο πιο κάτω από το αυτί μου, και αφού έγλυψε το δέρμα στο συγκεκριμένο σημείο ξεκίνησε να ρουφάει και να με δαγκώνει, αφήνοντας σίγουρα κάποιο σημάδι. Ήταν αδύνατο να παραμείνω αμίλητη. Άφησα έναν δυνατό αναστεναγμό, αισθάνθηκα ολόκληρο το σώμα μου να ανατριχιάζει, το στομάχι μου να ουρλιάζει από την υπέροχη εκείνη αίσθηση, και το ξανθό αγόρι μπροστά μου να κλείνει τα μάτια του σαγηνευμένος.

Ορίστε μια πλευρά του River που δεν είχα δει ποτέ ξανά.

Λάτρευε να έχει τον έλεγχο.

«R-River...»ψιθύρισα στο αυτί του και τα βλέμματά μας συναντήθηκαν, με τα γαλαζοπράσινα μάτια του να πετούν σπίθες στα καστανά δικά μου.

Ήταν πολύ όλο αυτό. Έπρεπε να παραδεχτώ ότι μου είχε λείψει. Ακόμη κι αν δεν μιλούσαμε πολύ, η παρουσία του χόρταινε το μυαλό και την ψυχή μου. Μου αρκούσε να τον βλέπω. Η φωνή του, αν και έσταζε θυμό από το γεγονός ότι παραλίγο να πεθάνω πριν μερικά λεπτά, με έστελνε στα ουράνια. Η όψη του ωστόσο, υποδήλωνε εξάντληση και απογοήτευση. Τα ρούχα μας όλως περιέργως ήταν σχεδόν ίδια εκείνη την ημέρα. Μαύρο φούτερ, μαύρο τζιν, μαύρα all star μποτάκια, ανάστατα ξανθά μαλλιά, και ένα σωρό αρνητικά συναισθήματα που δεν μπορούσα να προσδιορίσω αποτυπώνονταν στο αγγελικό του πρόσωπο.

«Jade γιατί το κάνεις αυτό;»έμπλεξε τα δάχτυλά μας μεταξύ τους και κοίταξε κάτω, λες και δεν είχαμε φιληθεί παθιασμένα πριν από λίγο.

«River είναι πάρα πολύ δύσκολο»κούνησα το κεφάλι μου, και εφόσον το μυαλό μου είχε κάπως καθαρίσει από το φιλί που μοιραστήκαμε συνειδητοποίησα τον λόγο για τον οποίο ήμουν θυμωμένη μαζί του.

«Εξαφανίστηκες, ξέρεις. Δεν είμαι καμία τρελή που πάει να πηδήξει από το πρώτο κτίριο που βρίσκει»

«Γ-για εμένα πήγες να κάνεις κακό στον εαυτό μου; Έτσι, τόσο απλά; Νομίζεις ότι μόνο εσύ αντιμετωπίζεις προβλήματα; Που ξέρεις τι μου συνέβη εμένα; Ωραία, θα το λάβω υπόψιν μου. Η Jade Wallace στην πρώτη δυσκολία κάνει απόπειρα αυτοκτονίας!»χτύπησε ειρωνικά παλαμάκια.

«Δεν είναι μόνο αυτό. Απλώς έχω βαρεθεί πάντα να πληγώνομαι. Όλοι με εγκαταλείπουν. Η οικογένειά μου, η Winona, εσύ!»φώναξα καθώς με έπνιγε το άδικο.

«Δεν σε εγκατέλειψα! Και σταμάτα να βγάζεις τόσο γρήγορα συμπεράσματα για τους πάντες»

«Για πες μου λοιπόν τι έγινε. Άστο, βασικά ξέρω. Ξενέρωσες μαζί μου κι έριξες μαύρη πέτρα πίσω σου. Αλλά γιατί ασχολούμαι; Δεν είμαστε και τίποτα»τον είδα να κλείνει τις γροθιές του και να ξεφυσάει.

Δεν θα είχαμε καλή κατάληξη.

«Κι από πότε δύο 'τίποτα' ανταλάσσουν φιλιά, το σκάνε από το σπίτι το βράδυ για να μιλήσουν για τη ζωή τους, περνάνε τα χίλια ζόρια για να φτάσουν στο Castle Rock και υπερασπίζονται ο ένας τον άλλον ακόμη κι αν καταλήγουν τιμωρία;»με πλησίασε και έκανα ένα βήμα πίσω.

Ήμασταν πολλά πράγματα, όμως η λέξη τίποτα δεν ήταν ένα από αυτά. Ο θυμός κι ο πόνος μου δεν με άφηναν ούτε να δω ούτε και να μιλήσω καθαρά. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ήθελα αμέσως απαντήσεις. Η ίδια μου η μητέρα μου έκρυψε την αλήθεια για τον θάνατο του πατέρα μου τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Κι ο River, δεν μπορούσε να μου πει τον λόγο που εξαφανίστηκε ύστερα από το φιλί μας για τέσσερις ολόκληρες μέρες. Κουράστηκα να πονάω.

«Και γιατί δεν μου εξηγείς τι συνέβη; Να μιλήσουμε. Σαν φυσιολογικοί άνθρωποι.»

«Γιατί δεν είναι εύκολο»μια σταγόνα νερού πέφτει στα μαλλιά μου, και σηκώνω το κεφάλι για να δω ακόμη περισσότερες να βρέχουν τη Γη. Δεν κουνήθηκα από τη θέση μου, κι απλά έμεινα εκεί·να κοιτάζω το αγόρι που είχα ερωτευτεί, αφήνοντας τη βροχή να ξεπλύνει κάθε συναίσθημα από πάνω μου.

«Και πότε θα είναι;»είπα πικραμένη όσο αυτός με κοιτούσε θλιμμένος.

Αυτό ήμασταν. Δύο θλιμμένα παιδιά. Και αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος όπου δεν μπορούσε να δουλέψει ό,τι υπήρξε ανάμεσά μας.

«Άσε, ξέρω. Δεν θα είναι ποτέ εύκολο»έφυγα προς την πόρτα που οδηγούσε στο εσωτερικό του σχολείου και το άφησα εκεί, μόνο του.

Όπως είχε αφήσει αυτός εμένα.

Continue Reading

You'll Also Like

401K 19.1K 70
"Κλείσε τα μάτια σου" μου λέει στο άσχετο και πλέον ήρεμος. Προσπαθώ να χαλαρώσω τις ανάσες μου από την ένταση της στιγμής. "Τι;" τον ρωτάω στην προσ...
819K 80.5K 43
'Και από εδώ ο γιος μου ο Στέφανος! Εύχομαι να τα πάτε καλά αυτούς τους τρεις μήνες.' γυρίζω το κεφάλι μου με περιέργεια προς τις ξύλινες σκάλες για...
134K 8.4K 55
Όλοι ψάχνουμε το άλλο μας μισό. Όλοι ξέρουμε πως υπάρχει, πως είναι κάπου εκεί έξω. Ίσως το συναντήσουμε κάποια στιγμή, ίσως και όχι. Πότε θα ξέρουμε...
#HTBS By εύη ✨

Teen Fiction

3.1M 271K 73
"Εχω δει βαθμους στο πρωτο τετραμηνο να πεφτουν πιο ευκολα απο εσενα σε αγορι" "YOU SON OF A--" Aka How To Be #sexy Aka htb#s Aka dksbsjsjjsnskamis ...