Λευκό και Κόκκινο #WCBC2324

Galing kay Marypap04

3.4K 623 2.5K

Αγγλία, δεκαετία του 1930. Ενώ η αστυνομία ερευνά μια υπόθεση κλοπής κοσμημάτων από κάποια αριστοκρατική οικο... Higit pa

Εισαγωγή
~ Η μυστική πρόσκληση
~ Αόρατος οικοδεσπότης
~ Παγίδες και κόλπα
~ Η αναμονή
~ Αίμα στις πλάκες της κουζίνας
~ Μετά το δυστυχές συμβάν
~ Γνωρίζοντας τους Ντόροχοφ
~ Η αλήθεια της Πελαγίας
~ Δύο θλιβερές ιστορίες
~ Έγκλημα ή μίσος;
~ Η πένθιμη έβδομη μέρα
~ Ο δολοφόνος φάντασμα
~ Το μυστικό του Χένρι Φρις
~ Λιουμπόβ
~ Ο σκληρότερος των Λευκών
~ Η μεταμόρφωση του κόμη
~ Οικογενειακές υποθέσεις
~ Αναμνήσεις μιας ντίβας
~ Αποκαλύψεις
~ Τρέλα και εκδίκηση
~ Επίλογος
Αποχαιρετισμός

~ Τα σημειώματα πολλαπλασιάζονται

107 22 122
Galing kay Marypap04

Ήταν βράδυ όταν ο Σάιμον Χαρτ είχε τελειώσει με τις καταθέσεις όλων για την προηγούμενη νύχτα και δεν είχε αισθανθεί ποτέ πιο εξαντλημένος σ’ όλη του τη ζωή. Κοιτάζοντας το ρολόι του, είδε τους δείκτες να έχουν συναντηθεί στο εννέα, υποδεικνύοντας ότι υποθετικά σε δεκαπέντε λεπτά θα άκουγαν εννιά χτύπους στο εκκρεμές του καθιστικού. Υποθετικά, καθώς τα δύο ρολόγια δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους, όπως είχε διαπιστώσει ο Σάιμον Χαρτ ήδη από χθες. Μια μέρα μόνο είχε περάσει στην έπαυλη και του φαινόταν σαν να βρισκόταν εκεί χρόνια. Οι ώρες κυλούσαν αργά και βασανιστικά, απρόθυμες να δώσουν η μία τη θέση της στην άλλη, και εκτός αυτού οι τόνοι είχαν πέσει για τα καλά ανάμεσα στους καλεσμένους, σε βαθμό που κανείς δεν φαινόταν να έχει όρεξη για τίποτα, ούτε καν να μάθει περαιτέρω λεπτομέρειες για το θέμα του φόνου. Ο Σάιμον περίμενε ότι έστω ένας θα τον είχε πάρει σαν τρελός στο κυνήγι ζητώντας απαντήσεις για το συμβάν. Πιθανότατα η Βαλεντίνα, αλλά και οποιοσδήποτε άλλος ήταν φυσιολογικό να θέλει να ξέρει. Καταπώς φαινόταν ωστόσο, οι επτά Ρώσοι προτιμούσαν να τηρούν σιγή ιχθύος και να κάνουν τις εικασίες τους μόνοι τους, χωρίς τη δική του βοήθεια.

Βέβαια, ο Σάιμον θυμόταν ότι κατά τις δύο το μεσημέρι τον είχε φωνάξει το ζεύγος του κόμη και της Βαλεντίνας, κι εκείνος, αφού έτρεξε μέχρι το δωμάτιό τους κι έφτασε λαχανιασμένος, βρέθηκε μπροστά σε ένα φαινόμενο παράδοξο αλλά και όχι τόσο αν το σκεφτεί κανείς καλύτερα. Στο υπνοδωμάτιο των Ντόροχοφ ήταν τοποθετημένοι από κάποιο τρίτο άτομο, όπως ισχυρίζονταν και οι δυό τους, δύο δίσκοι με μεσημεριανό φαγητό. Ο ντετέκτιβ δεν άργησε να ανακαλύψει ότι το ίδιο συνέβαινε σε όλα τα δωμάτια, ακόμα και στα μέχρι πρότινος άδεια.
«Ο καλόκαρδος δολοφόνος φροντίζει να μην πεινάσουμε» είχε σχολιάσει ο Κοπέικιν, αν και σε κανέναν από τους καλεσμένους δεν κακοφάνηκε ότι δεν θα πέθαιναν από την πείνα κλειδωμένοι μέσα στην έπαυλη.
«Ώστε εσείς έχετε συνδέσει τον δολοφόνο με τον οικοδεσπότη μας, έτσι δεν είναι, κύριε Κοπέικιν;» τον είχε ρωτήσει αμέσως μετά ο Σάιμον ανασηκώνοντας το φρύδι του.
«Ας πούμε πως προτιμώ για την ώρα να μην υποπτεύομαι τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους» ήταν η διπλωματική απάντηση του Κοπέικιν που έδωσε τέλος στον διάλογο.

Ο Σάιμον βρήκε κι εκείνος δίσκο στο υπόγειο, πράγμα που τον εκνεύρισε αφάνταστα. Σωστά, ο δολοφόνος-οικοδεσπότης τους παρακολουθούσε και ήξερε για την χθεσινή του φιλοξενία στο κελάρι. Δεν έφτανε το σημείωμα, προσπαθούσε να ερεθίσει τον ντετέκτιβ ακόμα περισσότερο. Ο Σάιμον Χαρτ συμμεριζόταν την άποψη του Κοπέικιν για την ταύτιση του δολοφόνου με αυτόν που τους φιλοξενούσε. Τον δυσκόλευε όμως το γεγονός ότι το πρώτο σημείωμα ήταν γραμμένο στο χέρι στα ρώσικα ενώ το δεύτερο στα αγγλικά και δακτυλογραφημένο. Αν είχαν τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα τα δύο σημειώματα, θα μπορούσε να συμπεράνει με ασφάλεια ότι ναι, ο οικοδεσπότης τους ήταν και ο δολοφόνος του Χένρι Φρις. Αλλά ακόμα κι έτσι, και στα δύο σημειώματα άκουγε τη φωνή ενός παντογνώστη που τα έβλεπε όλα στο σπίτι. Ήξερε και για την δολοφονία του Φρις και ετοιμαζόταν να ξαναχτυπήσει, αυτό υπονοούσε με τη φράση: μην αφήνετε την έρευνα ακόμα, πρόκειται να γίνουν πολλά ενδιαφέροντα πράγματα. Σίγουρα ένας καλεσμένος που ήταν ο δολοφόνος δεν θα έπαιζε τον Θεό που τους κοίταζε όλους από ψηλά. Ή μήπως θα το έκανε;

Μετά το φαγητό ήρθε στον Σάιμον Χαρτ μια ιδέα - ή υπενθύμιση ίσως - να εξετάσει αφού θα ξεμπέρδευε με τις καταθέσεις τον γραφικό χαρακτήρα όλων των καλεσμένων. Θα ήταν δύσκολο, μιας και τα προφορικά ρώσικα ήταν για εκείνον κορακίστικα και τα γραπτά ιερογλυφικά, όμως το να παρατηρήσει γραφικούς χαρακτήρες ήταν άλλο θέμα και είχε το αισιόδοξο αίσθημα πως θα τα κατάφερνε. Η αντιστοιχία του γραφικού χαρακτήρα του σημειώματος με κάποιον ενός καλεσμένου θα αναιρούσε βέβαια την άποψή του ότι ο οικοδεσπότης ήταν ο δολοφόνος. Κάτι όμως ήταν καιρός να ανακαλύψει, κι οι ανακρίσεις της συμφοράς σαν αυτήν με την Πελαγία μάλλον δεν αρκούσαν.
Φέρνοντας στον νου του την κόμισσα ένιωσε ένα ηλεκτρικό κύμα θυμού να διασχίζει την ραχοκοκαλιά του. Δεν ήταν ότι η ειρωνεία της και εκείνο το ύφος ανωτερότητας με το οποίο τον εξέταζε τον είχαν προσβάλλει. Η Πελαγία Ντόροχοφ κάτι προσπαθούσε να του κρύψει και η πικρόχολη επιθετικότητα γινόταν η άμυνά της για να αποφύγει κουβέντες που δεν την συνέφεραν, αυτό ήταν που τον έβγαζε από τα ρούχα του. Η Επανάσταση, ένα γεγονός που έμοιαζε να τους συνδέει όλους με έναν ανεξήγητο τρόπο - κι ακριβώς σε αυτή τη σύνδεση πόνταρε ο Σάιμον Χαρτ - , αναφερόταν συνεχώς από τους ίδιους τους Ρώσους κι όμως κάθε φορά που ο Σάιμον την ανέφερε πρώτος, αυτοί απέφευγαν να την συζητήσουν. Ο μόνος πρόθυμος γι’αυτό ήταν ο Κοπέικιν, που σίγουρα θα άρχιζε στον ντετέκτιβ το κήρυγμα, όπως είχε κάνει το πρωί με τον κόμη. Ίσως και η Βαλεντίνα, υποψιαζόταν ο Σάιμον, να είχε φυσιολογική σχέση με την Επανάσταση, χωρίς να κρύβεται απ’ αυτήν διαρκώς.

Σαν πρώτη υπόθεση, μπορούσε κανείς να πει ότι και οι επτά είχαν αφήσει τη Ρωσία για μια καλύτερη ζωή, ελεύθερη από το άγριο καθεστώς των κομμουνιστών. Στην περίπτωση των Ντόροχοφ και του Κοπέικιν, ο οποίος είχε αξίωμα, κινδύνευε το κεφάλι τους. Οι νεαροί φοιτητές όμως και η Άννα, που είχε δηλώσει ότι δούλευε ως υπηρέτρια, μόνο αριστοκράτες ή αξιωματούχοι δεν έμοιαζαν. Τι γύρευαν λοιπόν στην Αγγλία και κυρίως πώς τους έφερνε το παρελθόν κοντά με τους Ντόροχοφ ή έστω με την κόμισσα; Είχε εμμονή ότι οι σχέσεις μεταξύ αυτών των ανθρώπων είχαν να κάνουν και με το έγκλημα που ερευνούσε. Ο οικοδεσπότης δεν μπορεί να είχε επιλέξει απλά οκτώ τυχαίους ανθρώπους και τον Σάιμον Χαρτ για να τους βάλει μέσα σε μια έπαυλη έχοντας σκοπό να σκοτώσει κάποιον ή κάποιους από αυτούς. Κάτι προσπαθούσε να πετύχει, κάτι συγκεκριμένο. Ήταν ένα καλά και περίπλοκα οργανωμένο έγκλημα και το σχέδιο του ντετέκτιβ έπρεπε να γίνει εξίσου οργανωμένο. Τέλος για σήμερα λοιπόν οι καταθέσεις, οι ανακρίσεις, κοινώς τα λόγια. Ώρα για μερικές πράξεις πρώτης ανάγκης. Μετά την επιθεώρηση των γραφικών χαρακτήρων, που μάλλον θα τον βοηθούσαν να προσαρμόσει το κέντρο βάρους της έρευνας, θα επέστρεφε στις μαρτυρίες.

Εννιά παρά τέταρτο λοιπόν κι όλη η συντροφιά ήταν μαζεμένη ξανά στο καθιστικό της έπαυλης. Σ’ ένα σημειωματάριο ο Σάιμον είχε καταγράψει σκόρπιες πληροφορίες από τις καταθέσεις όλων. Κατά τα φαινόμενα ο Φρις βρισκόταν ακόμα στο καθιστικό όταν οι τρεις Ντόροχοφ αποχώρησαν. Τα μεσάνυχτα η Άννα αρνήθηκε την πρόταση του Μαξίμ να τη συνοδεύσει στο άγνωστο σπίτι και ανέβηκε μόνη της στον δεύτερο όροφο, ψάχνοντας ένα δωμάτιο για να κοιμηθεί, εξαντλημένη καθώς ήταν. Αργότερα, όπως είπε ο Κοπέικιν, άνοιξαν κουβέντα με τον Βάνια - αν ήταν δυνατόν - για τον Ντοστογιέφσκι, στην οποία συμμετείχε κάπως αδύναμα και ο Χένρι Φρις. Θα ήταν τέσσερις περίπου όταν ο Φρις εξαφανίστηκε στο υπόγειο, είχε πληροφορήσει τον Σάιμον ο Μαξίμ, με τον ίδιο να παλεύει να μείνει ξύπνιος και τον Βάνια να έχει αποκοιμηθεί δίπλα του. Ο δόκτορας δεν είπε λέξη σε κανέναν τους για τον λόγο της αποχώρησής του αλλά από την άλλη ούτε ο Μαξίμ ούτε ο Κοπέικιν ζήτησαν να μάθουν.
Και οι δύο που είχαν μείνει ξύπνιοι παραδέχονταν ότι δεν άκουσαν ουρλιαχτά ή κάποιον ιδιαίτερα δυνατό θόρυβο. Ούτε που τους είχε περάσει από το μυαλό ότι ο Φρις μπορεί να συνάντησε τον θάνατό του εκεί κάτω. Και στο μεταξύ τα χέρια του Σάιμον ήταν και δεν ήταν άδεια. Ήξερε ότι ο φόνος είχε γίνει μετά τις τέσσερις τα ξημερώματα αλλά το πότε ακριβώς ήταν άγνωστο. Βέβαια, η Άννα του ανέφερε στην κατάθεσή της ότι κοντά στα ξημερώματα, ίσως, όπως η ίδια υπέθεσε, κατά τις πέντε και κάτι, άκουσε βήματα έξω από το δωμάτιό της, βγήκε στον διάδρομο και πρόλαβε να δει μια μορφή που της φάνηκε γυναικεία να τρέχει ανάλαφρα στις σκάλες προς τον τρίτο όροφο.

Αυτό κέντρισε την περιέργεια του Σάιμον. Η κοπέλα του ξεκαθάρισε ότι δεν είχε προλάβει να διακρίνει με την φευγαλέα ματιά που έριξε στη φιγούρα στο σκοτάδι τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, ούτε καν τα ρούχα ή την κορμοστασιά της, όμως θα μπορούσε να είναι κάλλιστα η δολοφόνος. Κι αν ήταν, αυτό οδηγούσε σε δύο δρόμους. Είτε η οικοδέσποινα ήταν γυναίκα είτε η Πελαγία ή η Βαλεντίνα είχαν πει ψέματα και αντί να κοιμούνται υπό τη νάρκωση του κονιάκ στα δωμάτιά τους είχαν κατέβει στο υπόγειο, απαρατήρητες από τους μάλλον εξαντλημένους Μαξίμ και Κοπέικιν και τον κοιμισμένο Βάνια, και είχαν καρφώσει στο στήθος του δόκτορα Φρις την λεπίδα που δεν είχε καταφέρει να βρει ο Σάιμον Χαρτ στον τόπο του εγκλήματος. Υπήρχε φυσικά και μια τρίτη εκδοχή• κι αν η Άννα έλεγε ψέματα; Άλλωστε κανείς δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει ότι παρέμεινε από τις δώδεκα μέχρι το πρωί στο δωμάτιό της ούτε ότι βγαίνοντας στον διάδρομο του δεύτερου ορόφου παρατήρησε εκείνη την γυναίκα.

Όπως και να είχε, αν η δολοφόνος ήταν γυναίκα, τότε ο Σάιμον θα γλίτωνε από τις συναναστροφές με τους αρσενικούς υπόπτους για λίγο, επικεντρώνοντας στις τρεις κυρίες την έρευνά του.

Το κουβάρι των σκέψεών του διαλύθηκε με το που μπήκε στο καθιστικό ξανά και χαιρέτησε τους καλεσμένους. Η Άννα με τον Βάνια και τον Μαξίμ είχαν απορροφηθεί σε μια ζωηρή συζήτηση μεταξύ τους, ο Κοπέικιν κάπνιζε ένα πούρο νωχελικά, η Βαλεντίνα έκανε αέρα με μία βεντάλια μουρμουρίζοντας με βαρύ βιμπράτο μια μελωδία του Τσαϊκόφσκι και ο Ανατόλι Ντόροχοφ έριχνε κάθε τόσο ανήσυχα βλέμματα στην αδερφή του. Καθισμένη δίπλα του σε έναν καναπέ, η Πελαγία περνούσε μια από εκείνες τις στιγμές βαθιάς περισυλλογής της, κάτι που δεν φάνηκε καθόλου παράξενο στον Σάιμον Χαρτ. Καθώς καθόταν μαζί τους σε μια πολυθρόνα, του ήρθε αμέσως έμπνευση για το πώς να ξεκινήσει τον λόγο του.
«Ελπίζω πως δεν είχε τίποτα το φαγητό σας» είπε επιφυλακτικά.
«Α, μπα» έκανε λακωνικά ο Κοπέικιν.
«Κι εγώ νιώθω μια χαρά» δήλωσε η Βαλεντίνα σπάζοντας τη ροή του τραγουδιού της. Πάλι καλά για τον κόμη Ντόροχοφ, ξέφυγε στον Σάιμον Χαρτ μια σκέψη, αν και το τελευταίο που έδειχνε να απασχολεί τον Ανατόλι εκείνη τη στιγμή ήταν η γυναίκα του.
«Εγώ ήμουν διστακτικός μετά το υπνωτικό» παραδέχτηκε ο Μαξίμ χαμογελώντας εύθυμα, «και γι’αυτό έβαλα τον Βάνια να δοκιμάσει πρώτος από το δικό μου»
Ο φίλος του τον σκούντησε πειραχτικά και μέχρι και η Άννα έκρυψε το στόμα της για να καλύψει το γέλιο της. Ο Σάιμον Χαρτ χαμογέλασε κάτω από το ξανθό του μουστάκι. Αυτή η υποτονική παρέα επιτέλους είχε αρχίσει να ζωντανεύει λιγάκι.
«Επέστρεψε το χιούμορ σας, βλέπω» παρατήρησε στον Μαξίμ.
Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του.
«Μου κρατάτε κακία για την αντίδρασή μου το πρωί» έκανε αβέβαια εξετάζοντας τον Σάιμον. Ο ντετέκτιβ όμως σήκωσε τα φρύδια του αρνητικά.
«Φυσικά όχι» τον διαβεβαίωσε. «Ήταν μια απλή διαπίστωση»

Ο Κοπέικιν έγειρε μπροστά για να σβήσει το πούρο του και τότε μίλησε ξανά η Βαλεντίνα, αφού έπαψε να μουρμουρίζει τις κορόνες της.
«Ωραία λοιπόν. Τι θα παίξουμε τώρα, ντετέκτιβ;» ρώτησε.
«Μήπως θα πούμε παραμύθια;» πρόσθεσε ο Κοπέικιν γελαστός.
Ο Σάιμον όμως σηκώθηκε όρθιος και εμφάνισε από τις τσέπες του μερικές κομμένες σελίδες από το σημειωματάριο και την πένα με την οποία έγραφε. Όλοι τον κοίταξαν μπερδεμένοι.
«Θα κάνουμε κάτι χρήσιμο» έσπευσε να τους εξηγήσει ο Σάιμον καθώς τους μοίραζε χαρτιά.
«Δηλαδή;» ρώτησαν η Άννα και ο Βάνια ο ένας πάνω στον άλλον.
«Δηλαδή ο καθένας σας θα γράψει στο φύλλο του ό,τι του έρχεται εκείνη τη στιγμή στο μυαλό» απάντησε ο ντετέκτιβ, «αρκεί να είναι στα ρώσικα. Ο δολοφόνος μας άφησε ένα σημείωμα, όπως θα θυμάστε μάλλον, και με αυτόν τον τρόπο θα μάθουμε αν βρίσκεται στην παρέα μας ή έξω από αυτήν»
«Απλό και έξυπνο» είπε ο Κοπέικιν. «Εγώ πάντως θαυμάζω τη μεθοδολογία σας, ντετέκτιβ Χαρτ»
Του Σάιμον του φάνηκε ότι άκουσε την Πελαγία να ρουθουνίζει, αλλά προτίμησε να το αγνοήσει.
«Ευχαριστώ, κύριε Κοπέικιν» έκανε ταπεινά καθώς έδινε την πένα του στον Μαξίμ που καθόταν ακριβώς μπροστά του. «Μην ξεχάσετε να σημειώσετε στα αγγλικά τα αρχικά σας στην άκρη του χαρτιού, ώστε να ξέρω ποιος γραφικός χαρακτήρας ανήκει σε ποιον και να μην υπάρξουν μπερδέματα που θα μας κοστίσουν»

Η πένα πέρασε από χέρι σε χέρι σχετικά γρήγορα. Οι σελίδες άρχισαν να γεμίζουν με σύντομες λέξεις ή φράσεις στα ρώσικα και να επιστρέφουν στο σημειωματάριο του Σάιμον. Ο ντετέκτιβ δεν τις κοίταξε καθόλου, θέλοντας να συγκρίνει τα γράμματα των επτά καλεσμένων με αυτά του δολοφόνου αργότερα, όταν θα είχε την ησυχία του.
«Πελαγία μου, σειρά σου» μουρμούρισε ο Ανατόλι Ντόροχοφ καθώς έδινε την πένα στην αδερφή του, η οποία είχε μείνει στο τέλος και ήταν αφηρημένη ακόμα.
Η κόμισσα πήρε την πένα ήρεμα, έγραψε, και μέσω του Ανατόλι το χαρτί της έφτασε τελικά στον Σάιμον Χαρτ. Έκρυψε τα σύνεργα στην τσέπη του αφού η διαδικασία είχε ολοκληρωθεί.
«Ευχαριστώ πολύ, κυρίες και κύριοι» είπε. «Αυτά για απόψε»
«Αυτά; Και τώρα τι κάνουμε;» ξεφύσηξε βαριεστημένα η Βαλεντίνα.
«Εμένα περιμένατε για να βρείτε κάποια δημιουργική ασχολία;» απόρησε ο Σάιμον Χαρτ χαμογελώντας.
«Πώς! Μα αφού η έρευνά σας είναι ειλικρινά το μοναδικό πράγμα που παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον εδώ μέσα» αποκρίθηκε η Βαλεντίνα και άνοιξε ξανά τη βεντάλια της.

Ο Σάιμον Χαρτ θαύμαζε φορές φορές την εναλλαγή διαθέσεων και προσώπων της τραγουδίστριας, που τη μία στιγμή έτρεμε σαν το ψάρι από τον φόβο και την άλλη κρατούσε τη μύτη της ψηλά σε μια προσπάθεια να μιμηθεί την ψυχρή και απτόητη στάση της Πελαγίας, που όμως δεν της πήγαινε καθόλου. Δεν καταλάβαινε καν γιατί η Βαλεντίνα έμπαινε στον κόπο να υποκριθεί την ήρεμη όταν όλοι την είχαν ήδη δει σε κρίση και ήξεραν τι αισθανόταν στα αλήθεια για όσα συνέβαιναν.
«Ίσως θα ήθελες να μας τραγουδήσεις κάτι, καλή μου» πρότεινε ο κόμης Ντόροχοφ χαμογελώντας δειλά.
Όλα τα μάτια έπεσαν πάνω στην Βαλεντίνα, που κοκκίνισε ως τις ρίζες των μαλλιών της. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
«Ω, όχι! Όχι, Τόλια!» είπε με πάθος.
«Μα γιατί όχι;» ρώτησε ο Ανατόλι.
«Δεν θέλω, δεν έχω ζεσταθεί, θα είναι πολύ μέτριο!» εξήγησε η Βαλεντίνα.
«Μέτριο; Αποκλείεται» έκανε ο κόμης με σιγουριά. «Κάνε μας τη χάρη, τι καλύτερο έχουμε να κάνουμε;»
«Ναι, ελάτε, μαντάμ. Το να σας έχουμε ανάμεσά μας και να μην σας ακούσουμε έστω μια φορά να τραγουδάτε θα ήταν αμαρτία» είπε ευγενικά ο Κοπέικιν και τότε η Βαλεντίνα τον κοίταξε κολακευμένη.
«Δεν με έχετε ακούσει ποτέ, κύριε Κοπέικιν;» ρώτησε.
«Όχι, δεν είχα την τύχη στη Ρωσία» απάντησε εκείνος. «Αλλά όσοι γνωστοί μου σας άκουσαν μου είπαν τα καλύτερα»
«Ας είναι λοιπόν, θα σας πω κάτι μικρό»

Η Βαλεντίνα χαχάνισε ντροπαλά σαν κοριτσάκι και έριξε μια ματιά στον κόμη Ντόροχοφ σαν να του ζητούσε την άδεια. Εκείνος την παρακίνησε με μια χειρονομία να σηκωθεί και η Βαλεντίνα τελικά υποχώρησε. Αφού βρήκε μια βολική στάση σώματος για να ξεκινήσει, θυμήθηκε κάτι.
«Μα δεν υπάρχει πιάνο εδώ, Τόλια!» επεσήμανε στον σύζυγό της.
«Δεν το χρειάζεσαι, Βαλεντίνα μου, αρκεί και η φωνή σου μόνο» είπε ο κόμης καλοσυνάτα.
Η Βαλεντίνα πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Ωραία τότε, χωρίς συνοδεία» είπε. «Τσαϊκόφσκι, από τον Ευγένιο Ονέγκιν. Η σκηνή με το γράμμα της Τατιάνας. Αυτό το τραγούδι το έλεγα συχνά στο σπίτι της Πελαγίας στη Ρωσία»
Η κόμισσα άφησε έναν μικρό αναστεναγμό σαν αντίδραση.

Η Βαλεντίνα ξεκίνησε να τραγουδά και με το που άνοιξε το στόμα της, ο Σάιμον Χαρτ την κοίταξε εντυπωσιασμένος. Η φωνή της, καθαρή και κρυστάλλινη, απλώθηκε παντού στο καθιστικό κι ήταν γεμάτη συναισθήματα, ταξιδεύοντας χωρίς κόπο, αέρινα, ανάμεσα στους καλεσμένους. Όλοι είχαν παγώσει και κανείς δεν μιλούσε, άλλωστε οι ψηλές νότες της τραγουδίστριας ηχούσαν με τόση δύναμη που θα κάλυπταν κάθε άλλη φωνή στο καθιστικό. Ήταν λες κι η Βαλεντίνα είχε μεταμορφωθεί ξαφνικά σε κάποια άλλη, δέκα φορές πιο νέα και ευαίσθητη, λες και μέσα σ' αυτήν την φωνή κρυβόταν κάτι που δεν γερνούσε ποτέ. Τα χαρίσματα τελικά δεν είχαν να κάνουν με τον χαρακτήρα• όσο κι αν η συμπεριφορά της Βαλεντίνας έκανε κάτι στα νεύρα του Σάιμον Χαρτ ώρες ώρες, τώρα που τραγουδούσε έμοιαζε με άγγελο. Και το ίδιο μάλλον ένιωθε και ο κόμης Ντόροχοφ, και το έκανε φανερό με το βλέμμα του.
Καθισμένος ακριβώς απέναντί της, αν και κάπως μακριά, ο κόμης για πρώτη φορά έμοιαζε να κοιτάει με πραγματικό έρωτα τη σύζυγό του. Τα μάτια του σαν να γυάλιζαν από τη συγκίνηση των αναμνήσεων καθώς σιγοτραγουδούσε κι αυτός τη μελωδία της άριας μαζί με την Βαλεντίνα. Εκείνη κράταγε για ώρα κλειστά τα μάτια της, όταν όμως τα άνοιξε ο πρώτος που έψαξε ήταν ο Ανατόλι. Τα χείλη της άνοιξαν σε ένα πλατύ χαμόγελο καθώς άπλωνε τα χέρια για να πιάσει την τελευταία νότα του τραγουδιού σαν να ήθελε ταυτόχρονα να τον αγκαλιάσει. Κράτησε μετέωρη τη νότα για μερικά δευτερόλεπτα ώσπου να σβήσουν όλα στη σιωπή, να παραμείνει μόνο ο απόηχος του όγκου της φωνής της, και να ξεσπάσουν τελικά όλοι σε ένα δυνατό χειροκρότημα, μαζί και ο Σάιμον Χαρτ από την άκρη του.

«Μπράβο! Εξαίσια!»
«Υπέροχο!»
Οι φωνές μπλέκονταν μεταξύ τους. Η Βαλεντίνα υποκλίθηκε με χάρη τρεις φορές και ύστερα επέστρεψε στη θέση της, αφού ο Ανατόλι πρώτα την πλησίασε και της φίλησε τρυφερά το χέρι.
«Σου άρεσε;» ρώτησε η Βαλεντίνα.
«Πάντα μου αρέσεις όταν τραγουδάς» απάντησε συγκρατημένα ο κόμης Ντόροχοφ κι εκείνη χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά.
«Χαίρομαι που μας φώτισα λιγάκι τη βραδιά» είπε με μπρίο.
Ο Κοπέικιν διόρθωσε τα γυαλιά του.
«Να μας τραγουδάτε κάθε βράδυ» πρότεινε.
«Ελάτε τώρα» έκανε η Βαλεντίνα. «Θα με βαρεθείτε»
Γέλασαν όλοι και τότε ο Μαξίμ πήρε απρόσμενα τον λόγο.
«Οι γονείς μου, ξέρετε, ήταν θαυμαστές σας» απευθύνθηκε στην Βαλεντίνα, που γύρισε αμέσως προς το μέρος του.
«Ω, αλήθεια;»
«Ναι, και θυμάμαι» συνέχισε ο Μαξίμ, «πως σας είχα δει σε μια παράσταση του Ονέγκιν στην Μόσχα. Βέβαια, ήμουν μόνο έξι χρόνων τότε και πρέπει να αποκοιμήθηκα και να έχασα κάποια σημεία του έργου»
Ο Ανατόλι, η Βαλεντίνα, ο Κοπέικιν και οι δύο διπλανοί του Μαξίμ γέλασαν. Ο Σάιμον όμως παρατηρούσε την Πελαγία.

Το βλέμμα της ήταν υπερβολικά σκοτεινό, σε βαθμό που ο Σάιμον ανησυχούσε πως δεν έφταιγε μόνο η ανάκριση το πρωί που είχε καταλήξει σε λογομαχία. Δεν είχε βγάλει λέξη τόση ώρα, αν και την ώρα που η Βαλεντίνα τραγουδούσε είχε κλείσει τα μάτια σαν να ήθελε να παραδοθεί στη μουσική και να ηρεμήσει από κάποια άγνωστη καταιγίδα μέσα της. Στο μυαλό του Σάιμον Χαρτ ήρθε η παρατήρηση του Ανατόλι Ντόροχοφ ότι το θέμα της Επανάστασης προκαλούσε ταραχή στην αδερφή του, που είχε περάσει πολλά. Το σκεφτόταν από το μεσημέρι ότι μπορεί να είχε σφάλλει μιλώντας της τόσο ανοιχτά για την άσχετη με τον φόνο Επανάσταση, όμως κάτι μέσα του τον πίεζε να μάθει τι φρίκη υπήρχε στο παρελθόν της Πελαγίας Ντόροχοφ, γιατί ίσως αυτή η φρίκη συνδεόταν με κάποιο από τα άλλα πρόσωπα στην έπαυλη.

«Ντετέκτιβ;»
Γύρισε το κεφάλι του στην Βαλεντίνα.
«Εσάς πώς σας φάνηκε;» ρώτησε εκείνη.
«Δεν είμαι εραστής της όπερας, αλλά αδιαμφισβήτητα έχετε ταλέντο» απάντησε ο Σάιμον Χαρτ και η Βαλεντίνα έδειξε αρκετά ευχαριστημένη. Ταυτόχρονα, ο Ανατόλι Ντόροχοφ κοιτούσε προς τους τρεις νεότερους της συντροφιάς.
«Θα πρέπει κι εσάς να σας λείπει η Ρωσία» έκανε ερωτηματικά.
Το ύφος των αγοριών άλλαξε, η Άννα όμως έμεινε ατάραχη.
«Δεν έχω πάει ποτέ» είπε. «Εγώ στην Αγγλία γεννήθηκα»
«Κρίμα» έσφιξε τα χείλη του ο Κοπέικιν. «Είναι η ομορφότερη χώρα του κόσμου, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον. Εσάς» είπε στον Μαξίμ και τον Βάνια, «σας λείπει;»
«Κατά μία έννοια, ναι. Πολύ» απάντησε ο Μαξίμ.
«Εγώ πάλι δεν είμαι σίγουρος» είπε ο Βάνια και ο Κοπέικιν έμεινε έκπληκτος, πετώντας ψηλά τα φρύδια του.
«Αποκλείεται» έκανε. «Στον καθένα λείπει η πατρίδα του»
Ο Βάνια ανασήκωσε τους ώμους χαμογελώντας αμυδρά.
«Αυτό εξαρτάται όμως» απάντησε, «από το πώς σε μεγαλώνει αυτή η πατρίδα. Εννοώ, αν η ζωή εκεί ήταν σκληρή, γιατί να θες να γυρίσεις πίσω;»
«Κατ’ εμέ τα χρήματα δεν μετράνε την αγάπη για την πατρίδα» επέμεινε ο Κοπέικιν.
«Σκληρή ζωή δεν σημαίνει μόνο ζωή με λίγα χρήματα, κύριε» είπε ο Βάνια κοιτώντας τον ξαφνικά στα μάτια.

Όταν το βλέμμα του συνάντησε αυτό του Σάιμον, στράφηκε μακριά από τον Κοπέικιν, ο οποίος έγειρε πίσω στον καναπέ του.
«Υπό άλλες συνθήκες θα υπήρχε λίγη αλήθεια σ’ αυτά τα λόγια, υποθέτω» μουρμούρισε κάπως σκληρά.
«Υπό άλλες συνθήκες;» απόρησε ο Βάνια.
«Ξέρετε...» έκανε ο Κοπέικιν με νόημα, κι ο μυστικοπαθής τόνος του δεν άρεσε καθόλου στον Σάιμον Χαρτ, που σκεφτόταν πώς θα μπορούσε να επέμβει, μέχρι που είδε τον Μαξίμ να βάζει γερά το χέρι του στο μπράτσο του Βάνια.
«Αρκετά στενοχωρηθήκαμε κι απόψε, δε νομίζετε;» είπε και το βλέμμα του έμοιαζε να αναζητάει σωτηρία σε αυτό του Ανατόλι Ντόροχοφ. Εκείνος έγνεψε πρόθυμα καταφατικά.
«Σωστά, ας μην τα μελετάμε τα παλιά τόσο επίμονα» συμφώνησε με ένα καλόκαρδο χαμόγελο.
Ο Κοπέικιν χαμογέλασε κι εκείνος κοιτώντας τριγύρω.
«Παρασύρθηκα πάλι, έτσι, κόμη;» ρώτησε. «Ζητώ συγγνώμη. Μα με καταλαμβάνει ένα παράξενο αίσθημα όταν θυμάμαι τη Ρωσία. Σαν να υπάρχει ένα κενό μέρος στην καρδιά μου από τότε που την έχασα»
«Είχατε αγαπημένα πρόσωπα εκεί, κύριε Κοπέικιν;» πετάχτηκε η Βαλεντίνα ευγενικά.
«Όχι, ζούσα μόνος» αποκρίθηκε εκείνος. «Αλλά από τότε που ήρθα στην Αγγλία νιώθω ακόμα πιο μόνος»
Η τραγουδίστρια κούνησε θλιμμένα το κεφάλι της, σαν να του έλεγε ότι τον καταλάβαινε απόλυτα.

Ώρες αργότερα, οι διάλογοι έπαψαν να είναι ενδιαφέροντες. Το μικρό ρεσιτάλ είχε γίνει για την Βαλεντίνα η αφορμή να αρχίσει να μιλάει για την καριέρα της στο τραγούδι και την γνωριμία της με τον Ανατόλι. Έτσι λοιπόν, κρίνοντας ότι μπορούσε να ακούσει κι από μακριά την κουβέντα και δεν ήταν ανάγκη να τους έχει υπό κοντινή επιτήρηση, ο Σάιμον Χαρτ απομακρύνθηκε από τους καλεσμένους, κρύφτηκε πίσω από τον τοίχο κοντά στη σκάλα του υπογείου, έβγαλε το σημειωματάριο έξω και ξεκίνησε να συγκρίνει τις σελίδες με το μήνυμα του δολοφόνου. Τα χέρια του έτρεμαν από νευρικότητα καθώς μετρούσε τα φύλλα ανάμεσα στα δάχτυλά του και προσπαθούσε να διακρίνει κάποια αντιστοιχία στα γράμματα. Τα καλλιγραφικά ρώσικα του δολοφόνου όμως δεν έμοιαζαν με κανενός καλεσμένου, ειδικά όχι με τα άτσαλα του Κοπέικιν. Όχι, του Ανατόλι Ντόροχοφ ήταν πολύ μυτερά και δεν θύμιζαν σε τίποτα τον γραφικό χαρακτήρα του δολοφόνου. Κι όσο για το τελευταίο χαρτί...

Τα πράσινα μάτια του άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη. Κοίταξε τα δύο σημειώματα ξανά και ξανά, από διαφορετικές γωνίες, έψαξε για όμοια γράμματα συγκρίνοντάς τα ένα ένα, και με κάθε ματιά που έριχνε στα δύο χαρτιά, γινόταν όλο και περισσότερο σίγουρος ότι ο γραφικός χαρακτήρας του καλεσμένου σε εκείνο το χαρτί ήταν ο ίδιος με του δολοφόνου. Γέμισε ξαφνικά υποψίες, βρήκε πρόχειρες απαντήσεις σε μερικά ερωτήματα και κυρίως άρχισε να γίνεται και πάλι έξαλλος. Έξαλλος που αυτό το άτομο του είχε κρυφτεί με τέτοιο τρόπο, έξαλλος με τον εαυτό του που δεν εμπιστεύτηκε το ένστικτό του και πίστεψε ότι είχε κάνει λάθος, ακόμα πιο έξαλλος όταν θυμήθηκε το δεύτερο σημείωμα. Τώρα δεν είχε άλλη επιλογή. Τα στοιχεία ήταν μπροστά στα μάτια του. Ο μόνος δρόμος που μπορούσε να ακολουθήσει ήταν η ενοχή του συγκεκριμένου ατόμου και πιθανώς και η ταύτισή του με τον οικοδεσπότη της μακάβριας δεξίωσης.

Είχε τόσο δίκιο κι όμως άφησε την αμφιβολία να τον νικήσει. Αχ, Σάιμον, σκέφτηκε, πόσο λίγο πιστεύεις τελικά στον εαυτό σου κι ας θες να πειστείς για το αντίθετο και να πείσεις και τους άλλους!

Φορώντας ένα αποφασιστικό ύφος και κρατώντας τα δύο χαρτιά στα χέρια του, γύρισε στο καθιστικό με βαριά βήματα και έμεινε όρθιος κοντά στον διάδρομο της εισόδου. Όλοι τον κοίταξαν, τα δικά του μάτια όμως είχαν σταματήσει μόνο σε έναν. Τον ένοχο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αποκάλυψη!
Ποιος είναι άραγε ο καλεσμένος που ο γραφικός του χαρακτήρας ταιριάζει με του δολοφόνου;
Μείνετε κοντά μου για τη συνέχεια.

Να είστε καλά :)

Ipagpatuloy ang Pagbabasa

Magugustuhan mo rin

8.5K 1K 25
Άρης & Μυρτώ Γνωρίζονται από τότε που ήταν έφηβοι. Η μία ήταν ερωτευμένη και ο άλλος την κορόιδευε. Η Μυρτώ υποχρεώνεται να μετακομίσει στη Θεσσαλονί...
162K 13K 30
-Τον μισω,τον μισω,τον μισώ !!!φώναζα σε όλο το προαύλιο διότι νόμιζα ότι ήταν άδειο. Αλλά που τέτοια τύχη. -Ποιον μισείς,μου είπε ειρωνικά ο Χρήστος...
233K 10.9K 48
> είπα με την γλυκιά μου φωνή > Πλέον ένιωθα την αναπνοή του στα χείλη μου. > #03 in #love out of 9,93K 22/12/2019 #07 in #έρωτας out of 3,71K 14/09...