1. Άφιξη

3 1 14
                                    

Μην πιστέψεις ποτέ ότι αυτό που βλέπουν τα μάτια σου είναι η αλήθεια. Είναι καταραμένοι να ζήσουν μια βαρετή ζωή όσοι βασίζονται μόνο στις αισθήσεις τους. Η αλήθεια δεν είναι αυτή που βλέπουν τα μάτια σου, αυτά που ακούνε τα αυτιά σου ή νιώθουν οι παλάμες των χεριών σου και για αυτό το λόγο βρίσκεστε μαζί μου, καθώς ένα μικρό ξεβαμμένο από τον χρόνο κίτρινο σκόντα περνάει την γέφυρα της Ποτίδαιας ένα πρωινό του Ιουλίου το 2019

Απολάυστε το ταξίδι Δαναός Π.

Ο Νίκος άκουγε χαμηλόφωνα μουσική από τα ακουστικά του, ενώ ρέμβαζε από το παράθυρο του αυτοκινήτου, στηρίζοντας το κεφάλι του πάνω σε αυτό, την θέα από την γέφυρα της Ποτίδαιας. Περνώντας τη γέφυρα μπαίναν στο πρώτο πόδι. Περνώντας την γέφυρα οι διακοπές ξεκινούσαν επισήμως. Περνώντας την γέφυρα ο χρόνος θα σταματούσε και θα ξανάρχιζε μετά το δεκαπενταύγουστο, σε ένα μήνα, όπου θα περνούσαν την γέφυρα από το αντίθετο ρεύμα, όταν θα ξαναγυρνούσαν στην πόλη.

Χαλκιδική. Μια λέξη που για τον Θεσσαλονικιό που σεβόταν τον εαυτό του σήμαινε πολλά. Εκεί που το ανοιχτό γαλάζιο του καθαρού ουρανού συναντάει το σκούρο μπλε του Τορωναίου κόλπου, το πράσινο των πεύκων που έφταναν μέχρι την ακτή. Εκεί που η χρυσή άμμος της Κασσάνδρας, τα άγρια βράχια της Σιθωνίας και τα επιβλητικά μοναστήρια του Άθου σχημάτιζαν τα τρία παραδισένια πόδια, τις χερσονήσους που υμνούσαν το Θέρος. 

'Ένα αυτοκίνητο σταμάτησε ακριβώς από δίπλα τους. «Φακ» μουρμούρησε, «είχα ωραία θέα» και έτσι έγνεψε προς το εσωτερικό του αυτοκινήτου, μετανιώνοντας σχεδόν αμέσως, αντικρίζοντας το χάος, που ονομαζόταν οικογένεια Ευθυμίου.

Ο πατέρας του καθόταν ακριβώς μπροστά του, στην θέση του οδηγού, έβριζε ακόμα την κυβέρνηση και το μποτιλιαρισμένο δρόμο. Δεν είχε σταματήσει από την Νέα Ηράκλεια. Ήταν ο ορισμός του Έλληνα της  εξαθλιωμένης χαμηλής, προς μέσης τάξης. Κοντός, γύρω στο 1,70, με μακρύ καστανό μουστάκι που «έφτανε από την μια άκρη του κεφαλιού ως την άλλη» όπως έλεγε συνήθως ο Τζώρτζης. Το γκρίζο μαλλί του, στεκόταν περήφανα επάνω στο κεφάλι του, σε πλήρη αντίθεση με το λαδωμένο από σουβλάκι, παλιό πουκάμισο που φορούσε.

Ο Τζώρτζης, μια που το έφερε η κουβέντα, Γιώργος για όσους ήταν εκτός της οικογένειας, ήταν ο μεγάλος αδερφός του Νίκου. Καθόταν από την άλλη πλευρά του αυτοκινήτου, αποχαυνωμένος στο κινητό του. Μιλούσε ακόμα με την κοπέλα του. Ακόμα... βασικά έπρεπε κάποιος να μετρήσει πότε δεν έστελνε μηνύματα ο ένας στον άλλο. Γνωρίστηκαν πριν από δύο εβδομάδες και μέχρι στιγμής έχουν φτάσει ένα σκαλοπάτι πριν την εκκλησία. Έφτασαν σε τέτοιο σημείο, όπου ο Τζώρτζης την έφερε ένα απόγευμα στο σπίτι για φαγητό. Η κυρία Κίτσα, η μητέρα τους, φάνηκε πως δεν την συμπάθησε καθόλου, καθώς δεν την ρώτησε καν αν ήθελε δεύτερη μερίδα φαγητό, πράγμα που σπανίως, ίσως και ποτέ δεν κάνει.

Ιπτάμενες ΠατάτεςDär berättelser lever. Upptäck nu