Κι όπως οι φλόγες των κεριών
αρνούνται να πεθάνουν
αλλά τρανές κι ασάλευτες
ρίχνουν τις σκιές τουςόπως το φως του σπίρτου
αδυνατεί να σβήσει
κι η σπίθα πυρκαγιάς
προς το χάος οδεύειόπως το οινόπνευμα στο ξύλο
φωτιά ολότελα το κυριεύει,
έτσι με τα φύλλα της ντυμένη
κι εγώ μοσχοβολάω οργή.Μονάχα όταν η ανάσα του δράκου
πάψει να αχνίζει,
όταν το βραστό νερό
σταματήσει να αφρίζειόταν ο χρόνος πια
τα κλοπιμαία μού γυρίσει
κι η ρίζα σε βάθος πηγαδιού
θα έχει εντελώς σαπίσειόταν τα βέλη τοξικά
και τα λόγια βλοσυρά
τον βλαστό της σάρκας
θα έχουνε ξεσκίσειόταν η στάχτη πνιγηρή
το παρτέρι πλημμυρίσει
κι ο αετός του Προμηθέα
το αίμα θα έχει εντελώς στραγγίξειτότε ο άνεμος που με φυσά
θα με έχει λησμονήσει
και τα κατακόκκινα κάποτε
φουντωμένα άνθη θα έχουν ηρεμήσει.
ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ
Ο Κήπος της Ατλαντίδας
PoetryΚι αφού βυθίστηκε το πλοίο μου, έμεινα να επιπλέω. Ανάμεσα στην αφηρημένη έννοια του επιζώντος και του αποθανόντος. Δεν ήξερα τι ήμουν. Δεν ήξερα που ήμουν. Κολύμπησα ανάσκελα σε ένα μεγαλειώδες άγνωστο. Έβγαλα τις ακίδες από το σώμα μου. Μύρισα...