~Κεφάλαιο 11~

146 11 1
                                    

Όταν ο Πάρις αντίκρισε τον οπλισμένο και αρματωμένο στρατό των Ελλήνων στην άλλη άκρη της παραλίας, ζάρωσε. Ο ιδρώτας έλουσε το μέτωπό του κάτω από την ασφυχτικά στενή περικεφαλαία του. Τα μάτια του πλανήθηκαν στα πρόσωπά τους. Ανάμεσα τους, είδε μια επιβλητική μορφή να του ανταποδίδει το βλέμμα. Τον αναγνώρισε αμέσως, ήταν ο Μενέλαος, ο πρώτος άνδρας της Ελένης. H ίδια του είχε περιγράψει με τόση απέχθεια. Εκείνος βρίσκονταν αρκετά μακρυά, αλλά ο Πάρις ήταν σίγουρος για την ταυτότητά του. Σήκωσε τα αδύνατα χέρια του, και με αυτά αφαίρεσε την περικεφαλαία του από το κεφάλι του.

Συνοφρυωμένος, γύρισε εκατόν ογδόντα μοίρες και βάλθηκε να βαδίζει ανάμεσα από τους Τρώες στρατιώτες με κατεύθυνση την πόλη.

Ο Έκτορας τον πρόλαβε πιάνοντας τον σφιχτά από τον ώμο και γυρνώντας τον κάπως βίαια προς το μέρος του. Κοίταξε τον αδερφό του με περιφρόνηση και αφαίρεσε την δική του περικεφαλαία. "Εύχομαι να μην είχες γεννηθεί ποτέ, να είχες πεθάνει στη γέννα όπως μας είπε η μητέρα", γρύλισε και έσπρωξε τον Πάρη ελαφρώς προ τα πίσω. "Καλύτερα για σένα να ήσουν νεκρός, παρά να σε περιφρονούν όλοι. Γιατί με τις πράξεις σου αποδεικνύεις στου Έλληνες, πως όσο όμορφος είσαι, τόσο θάρρος σου λείπει. Ή μάλλον έχεις θάρρος. Αρκετό για να κλέψεις μία ξένη γυναίκα από το σπίτι της, μα όχι αρκετό για να αντιμετωπίσεις τον άντρα της. Αυτό πρέπει να το κάνουν άλλοι για σένα."

Ο Πάρις φάνηκε να πληγώνεται από τα λόγια του Έκτορα. Έμεινε σιωπηλός και ίσιωσε την πλάτη του. Οι στρατιώτες γύρω τους είχαν σωπάσει, μα κανείς δεν κοίταζε τους δύο πρίγκιπες.

Ο όμορφος πρίγκιπας ξεροκατάπιε κοιτάζοντας τον Έκτορα στα μάτια. "Έκτορα," πρόφερε το όνομα του αδερφού του με στοργή, και καθόλου με θυμό, "δικαίως τα βάζεις μαζί μου. Το γνωρίζω. Μα είναι σοφό να δεχόμαστε τα δώρα των θεών. Και η Ελένη είναι δώρο της Αφροδίτης."

Ο Έκτορας δεν φάνηκε να τον αγγίζουν τα λόγια του.

"Αν αυτό θέλεις," συνέχισε ο Πάρις, "θα αντιμετωπίσω τον Μενέλαο σε μονομαχία. Μόνο οι δυο μας. Όποιος νικήσει θα πάρει την Ελένη. Πες το, και φωνάζουμε από την πόλη να δώσουμε όρκους."

Ήταν η πρώτη φορά που μετά από χρόνια ο Έκτορας τον κοίταξε ευχαριστημένος. Δεν του απάντησε όμως. Μόνο έκανε μεταβολή και διέσχισε με αργό τρέξιμο την πεδιάδα που χώριζε τους δύο στρατούς.

Όταν ο Αγαμέμνονας αναγνώρισε τον άντρα πους τους πλησίαζε σήκωσε το χέρι του προς τους τοξότες. "Μην ρίξετε!" διέταξε με κύρος και κοίταξε τον Μενέλαο. "Ο πρίγκιπας Έκτορας θέλει κάτι να μας πει."

ΈφιληWhere stories live. Discover now