Κεφάλαιο 32

Start from the beginning
                                    

«Πιστεύω πως εδώ είμαστε αρκετά απομονωμένοι. Μπορείς να μιλήσεις άνετα. Δεν πρόκειται να μας ακούσει κανείς άλλος», διακόπτει τις σκέψεις μου ο Αχιλλέας.

Ανασάνω βαθιά και μαζεύω τις δυνάμεις μου. Για μια στιγμή η σιγουριά μου κάμπτεται. Κι αν δεν δεχτεί να με βοηθήσει;

«Αχιλλέα…», λέω χαμηλόφωνα, «πήρα μια απόφαση. Θα γυρίσω πίσω στην πόλη», ξεστομίζω κι αισθάνομαι σα να φεύγει ένα ολόκληρο βάρος από πάνω μου.

«Τι;», ψελλίζει εκείνος, καθώς εκτινάσσεται από το έδαφος σαν ελατήριο. «Είσαι τρελή;», φωνάζει και τα μάτια του με περιεργάζονται σα να αναζητούν εμφανή σημάδια ότι τρελάθηκα.

«Άκουσέ με», λέω παρακλητικά. «Θέλω να μπω στην πόλη για να μιλήσω με τη μητέρα μου. Θέλω να της εξηγήσω, γιατί είμαι σίγουρη πως έχει κι εκείνη αντισώματα. Ελπίζω πως θα καταλάβει και θα δεχτεί να έρθει μαζί μου στο δάσος».

Ο Αχιλλέας σιωπά μετά την δήλωσή μου και βηματίζει νευρικά στο ξέφωτο με τα χέρια του πλεγμένα πίσω από την πλάτη του.

«Δηλαδή για να καταλάβω», μουρμουρίζει ύστερα από κάποια λεπτά που φαντάζουν αιώνας, «όχι μόνο θέλεις να μπεις στην πόλη, αλλά σκοπεύεις να επιστρέψεις μετά μαζί με την μητέρα σου, αν, και το τονίζω αν, έχει όντως ανοσία και δεχτεί να έρθει μαζί σου».

Το σχέδιό μου ειπωμένο φωναχτά, επενδυμένο με αμφιβολία από εκείνον, ακούγεται ανόητο και ριψοκίνδυνο. Ωστόσο δεν τα παρατώ. Μπορεί να φαίνεται σαν παρόρμηση, αλλά εγώ ξέρω ότι είναι κάτι βαθύτερο. Είναι το χρέος μου απέναντι στη μητέρα μου.

«Κοίτα, μπορεί να μην συμφωνείς καθόλου και να νομίζεις ότι είμαι τρελή, αλλά εγώ ξέρω καλά τη μάνα μου. Και είμαι σίγουρη ότι έχει ανοσία. Κι εγώ εντελώς τυχαία ανακάλυψα την αλήθεια για το δάσος. Υπάρχουν άνθρωποι στην πόλη που έχουν αντισώματα και δεν γνωρίζουν τίποτα για τους επαναστάτες. Άλλωστε εσύ ο ίδιος δεν είχες αναρωτηθεί ποια είναι η αξία του να ζούμε κανονικά στο δάσος εις βάρος άλλων ανθρώπων που χειραγωγούνται από την εξουσία;».

Ο Αχιλλέας με κοιτάζει σκεφτικός με τα τεράστια χρυσοκάστανα μάτια του που λάμπουν κάτω από το φωτεινό δίχτυ των ηλιαχτίδων. Για πρώτη ίσως φορά φαίνεται ότι εξετάζει σοβαρά την πιθανότητα να με βοηθήσει.

«Νεφέλη, όποιος μπαίνει στο δάσος δεν βγαίνει από αυτό. Δεν γυρίζει στην πόλη. Είναι κατά των κανονισμών. Για να μη μιλήσω για την επικινδυνότητα του όλου σχεδίου, ειδικά τώρα που έχουν πιο αυστηρά μέτρα ασφαλείας στην πόλη», μουρμουρίζει και κάθεται αποκαμωμένος στις ρίζες ενός κοντινού δέντρου.

«Το ξέρω, τα ξέρω όλα αυτά», αποκρίνομαι. «Αλλά επίσης ξέρω ότι αξίζει να ρισκάρεις γι’ αυτούς που αγαπάς. Όταν πέρασα το φράχτη και μπήκα στο δάσος, ήμουν τρομοκρατημένη. Ήμουν σίγουρη ότι θα με έπιαναν και θα με φυλάκιζαν στην καλύτερη περίπτωση. Παρόλο, όμως, που το ρίσκο ήταν μεγάλο, αποφάσισα να ακολουθήσω το ένστικτό μου για να βρω τον Ιάσονα. Και είχα δίκιο, έτσι δεν είναι;».

«Αυτό ήταν διαφορετικό», λέει με βραχνή φωνή. «Το ξέρω ότι ο κίνδυνος ήταν μεγάλος, αλλά εδώ διακυβεύονται πολύ περισσότερα. Οι επαναστάτες δεν θα σε δεχτούν πίσω, αν καταφέρεις φυσικά να μπεις και να βγεις από την πόλη, πράγμα εντελώς απίθανο».

«Δεν θα είμαι η μοναδική που το έχει κάνει αυτό. Οι σύνδεσμοι των επαναστατών μπαινοβγαίνουν συνεχώς στην πόλη και στο δάσος», επιμένω.  «Κοίτα, Αχιλλέα, εγώ θα προχωρήσω με το σχέδιό μου όσο ανόητο κι αν σου ακούγεται. Τώρα η απόφαση είναι δική σου για το αν θα με βοηθήσεις ή όχι. Εγώ, πάντως, δεν θα κάνω πίσω». Ανασηκώνομαι βιαστικά και αρχίζω να απομακρύνομαι από κοντά του, όταν η γνώριμη απαλή φωνή του με σταματά:

«Νεφέλη». Γυρίζω και αντικρίζω την θλίψη να έχει αφήσει το στίγμα της στο πρόσωπό του. Η καρδιά μου σφίγγεται. «Εγώ απλά… δεν θα αντέξω να σε χάσω», ψελλίζει και το γεμάτο ένταση βλέμμα του καρφώνεται πάνω μου κι αισθάνομαι ένα ρίγος.

«Η απόφαση είναι δική σου», επαναλαμβάνω και αγνοώντας το φτερούγισμα της καρδιάς μου και τα φλογισμένα μου μάγουλα, βγαίνω από το ξέφωτο και χάνομαι στο απέραντο δάσος.

Μαξιλάρια γεμάτα υποταγμένα σύννεφα-Βιβλίο 1ο ~Greek Wattys 2015 WinnerWhere stories live. Discover now