«Μάλλον θα συμφωνήσω», απαντώ και δεν αντιστέκομαι στον πειρασμό να μοιραστώ κι εγώ ένα δικό μου χαμόγελο μαζί του.

_______________________________________________________

«Το ακούς αυτό;», ψιθυρίζει ο Αχιλλέας κοντοστέκοντας για να αφουγκραστεί έναν περίεργο ήχο.

Κατευθυνόμαστε και οι δύο προς την πηγή του ήχου πατώντας στις μύτες των ποδιών μας, καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια να μη γίνουμε αντιληπτοί. Όσο πλησιάζουμε ο ήχος γίνεται όλο και πιο οξύς και θυμίζει βογγητό πόνου, όχι όμως ανθρώπινο. Παραμερίζουμε μερικά κλαδιά κι ύστερα βρισκόμαστε μπροστά από ένα σπαρακτικό θέαμα: έναν ετοιμοθάνατο λαγό που έχει πιαστεί σε μία κυνηγετική παγίδα και μάχεται απεγνωσμένα να ξεφύγει από αυτήν, παρά το κατακόκκινο αίμα που έχει βάψει την καφετιά του γούνα. Τα βογγητά πόνου γίνονται όλο και πιο έντονα, θυμίζοντας κλάμα μικρού παιδιού. Τα μάτια μου κλείνουν αυθόρμητα στην εικόνα του βασανισμένου ζώου. Μπορεί να σκοτώνω ζώα κάθε μέρα, ώστε να εξασφαλίσω μία ποσότητα φαγητού για τους επαναστάτες, ωστόσο ο βασανισμός τους δεν αποτελεί μέρος της διαδικασίας. Ένα ιπτάμενο βέλος φέρει εις πέρας την εργασία χωρίς τα ζώα να βιώνουν πόνο τα τελευταία λεπτά της ύπαρξής τους. Ο βασανισμός τους είναι κάτι απαράδεκτα κτηνώδες κατά τη γνώμη μου.

Ο Αχιλλέας πλησιάζει όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα το τραυματισμένο ζώο. Το ακινητοποιεί, ενώ εκείνο πασχίζει να ξεφύγει από το κράτημά του θεωρώντας τον επικίνδυνο. Μετά από λίγο, καταφέρνει να απεγκλωβίσει τον άτυχο λαγό από την παγίδα, ωστόσο το ζώο είναι πολύ τραυματισμένο και ανίκανο να κάνει και το παραμικρό βήμα. Τότε ο Αχιλλέας κάνει κάτι απρόσμενο. Μαζεύει μερικά βρύα από το έδαφος και τα ακουμπάει στην πληγή, με αποτέλεσμα να απορροφήσουν μεγάλη ποσότητα του τρεχούμενου αίματος. Πιέζει με δύναμη για αρκετά λεπτά κι ύστερα από λίγο τα αφαιρεί σιγουρεύοντας ότι δεν υπάρχει πλέον ροή. Στη συνέχεια απωθεί προσεκτικά τον λαγό στο έδαφος και βγάζοντας μερικά τεύτλα από το σακίδιό του του τα προσφέρει. Το ζώο είναι αρχικά δύσπιστο, αλλά στη συνέχεια κάνει μερικά δειλά βήματα κουτσαίνοντας και αφού φτάνει στην τροφή, την καταβροχθίζει σε μερικά δευτερόλεπτα.

«Δυστυχώς δεν έχω μαζί μου υλικά. Αλλιώς θα σε έκανα περδίκι, φιλαράκο », μονολογεί απευθυνόμενος στον λαγό και χαϊδεύοντας απαλά τη ράχη του.

«Πώς τα ξέρεις όλα αυτά;», ρωτάω εντυπωσιασμένη μα συνάμα περίεργη.

Ο Αχιλλέας δεν απαντάει. Συνεχίζει να χαϊδεύει απαλά την καφετιά ράχη του λαγού. Όταν είμαι πλέον σίγουρη πως αγνοεί σκόπιμα την ερώτησή μου, η φωνή του ακούγεται τόσο σιγανά που ίσα που φτάνει στ’ αυτιά μου:

Μαξιλάρια γεμάτα υποταγμένα σύννεφα-Βιβλίο 1ο ~Greek Wattys 2015 WinnerМесто, где живут истории. Откройте их для себя