part 1

19 2 0
                                    

η αρχή

"Ληστεία! όλοι τα χέρια ψηλά!", ακούω και γυρνώ αμέσως προς την είσοδο της τράπεζας.

Εκεί υπάρχουν πέντε τύποι των οποίων τα πρόσωπα είναι δύσκολο να δω διότι φορούν όλοι μάσκα που καλύπτει όλο τους το πρόσωπο εκτός από τα μάτια και τα χείλη.

Σημαδεύουν σχεδόν όλους τους ανθρώπους με τα όπλα τους θέλοντας να σιγουρευτούν πως δεν θα κάνει κανένας την παραμικρή κίνηση.

Παγώνω στο λεπτό και μη ξέροντας τι να κάνω απλός κοιτάζω το χάος μπροστά μου.

"Βάλε ότι υπάρχει εδώ μέσα, και γρήγορα!", φωνάζει ο ένας απο τους πέντε πετώντας μια μαύρη δερμάτινη τσάντα στην υπάλληλο της τράπεζας όπου υπήρχαν κάποια χρήματα. Γυρίζει το βλέμμα του προς τους άλλους θέλοντας να είναι σίγουρος πως όλα θα πάνε όπως έχουν σχεδιαστεί.
Τα υπόλοιπα χρήματα ανήκαν στο θησαυροφυλάκιο όπου υποθέτω θα  πάνε οι υπόλοιποι τέσσερις.

"Βρες την μικρή, τώρα! Τελείωνε γαμώ το κέρατο μου!", φωνάζει ο ένας απο αυτούς και οι μαυροφορεμένοι τύποι ψάχνουν στο πλήθος για την "μικρή".

Απεγκλωβίζω το βλέμμα μου απο τον , υποθέτω αρχηγό της σπείρας και βγάζω έναν λυγμό που δεν ήξερα πως κρατούσα. Κίνηση λάθος βέβαια, αφού γύρισαν τα βλέμματα τους πάνω μου και αμέσως ένας απο τους μαυροφορεμένους άντρας με άρπαξε σέρνοντας με προς το θησαυροφυλάκιο.

"Εδώ είναι, μαζί μου", λέει πίσω στον αρχηγό ενώ μου κάνει νόημα να βάλω τον κωδικό για να ανοίξει η πύλη.

Γνέφω αμέσως και πληκτρολογώ τον κωδικό.

Μόλις τελειώσω απομακρύνομαι ενα βήμα πιο πίσω μα πέφτω πάνω σε εκείνον που ζήτησε να με βρούν.

Παρατήρησα τα ελάχιστα χαρακτηριστικά που μπορούσα να δω πάνω του.

Έχει όμορφα γαλάζια μάτια, σκεφτόμουν και θα το έλεγα αν προλάβαινα και δεν με άρπαζε από το χέρι προς την αντίθετη κατεύθυνση.

"Που με πας;" φωνάζω

Ουρλιάζω και κλαίω, δεύτερο μου φάουλ για σήμερα αφού νιώθω το χέρι του στο πρόσωπο μου και αμέσως τα μάτια μου δακρύζουν.

"Μιλάς πολύ Παρκέρ, δεν θα χρειαστεί", λεει ο αρχηγός ενω είμαστε στο πίσω μέρος της τράπεζας.

Η φωνή του με έβαλε σε σκέψεις. Ήταν βραχνή μα γλυκιά,σαν μελωδία κι ας είχε καταραστεί τους πάντες λίγα λεπτά πριν. Αυτός ο τύπος δεν ηταν σίγουρα πάνω απο 25 ετών.

Υπήρχαν 3 βανάκια στην μέση του δρόμου, υποθέτω σχεδιασμένα έτσι για να φύγουν από το πίσω μέρος της τράπεζας.

Μου βάζει μια μασκα σαν την δική τους και με ρίχνει στο πίσω μέρος του βαν και κλειδώνει την πόρτα.

"Μέσα, μπείτε όλοι μέσα και φύγαμε!"
φωνάζει και αμέσως μετά ξεκινούν.

Λίγη ώρα μετά νιώθω τα χέρια μου να ματώνουν καθώς προσπαθώ να βγάλω το ηλίθιο σκοινί μα αποτυγχάνω παταγωδώς.

Γυρίζω το κεφάλι μου κοιτώντας όλο το σκηνικό που με περιβάλει θέλοντας να βρω κάποιο μαχαίρι μα το μόνο που εντοπίζω είναι έναν τύπο του οποίου το πρόσωπο μπορώ να δω καθαρά αφού δεν έχει βάλει καμία μάσκα.

Τα μάτια του είναι ξανθά και η φυσιογνωμία του μου θυμίζει κάποιον που θα μπορούσε να κατάγεται από Ρωσία, και σιγουρεύομαι όταν βλέπω το τατουάζ στον λαιμό του που γράφει "ψυχή", στα ρωσικά.

"Ποιός είσαι εσυ;"  ψιθυρίζω σαν να μην θέλω να ακουστώ στους υπόλοιπους, μονάχα να μάθω τι συμβαίνει.

"Μαξ", λέει αδιάφορα ενώ σηκώνεται προς την μεριά μου, με γυρίζει και μου βγάζει το σκοινί από τα χέρια μου.

"Θύμισε μου να σου το βάλω ξανα αυτό όταν κατέβουμε", τονίζει και πετάει το σκοινί στο ράφι του βαν.

Ακούω σειρήνες περιπολικού και βλέποντας τον Μαξ να βρίζει καταλαβαίνω πως δεν ήταν καλό σημάδι. Για εκείνους.

Ανοίγει το παραθυράκι που ενώνεται με την θέση του οδηγού και παίρνει εντολή από τον αρχηγό να βάλει φωτιά στο περιπολικό.

Αμέσως ο Μαξ παίρνει το όπλο τού, μου δίνει εντολή να πέσω στο πάτωμα για να μην πληγωθώ από οτιδήποτε θα προκύψει, έτσι και κάνω.

Παίρνει στα χέρια του την χειροβομβίδα, ανοίγει τις πίσω πόρτες του βαν, πετάει την χειροβομβίδα και κλείνει την πόρτα κατευθείαν.

Ακούω εναν δυνατό ήχο καθως έχουμε απομακρυνθεί πια πολύ απο εκει που ήμασταν, πράγμα που σημαίνει πως το περιπολικό είχε πια καεί.

Στριφογυρίζω το κεφάλι μου αφού είχα σαστισει για λίγη ώρα.

"Περίμενε! Ο μπαμπάς μου ήταν εκεί μέσα;", τσιρίζω.

Deja VuWhere stories live. Discover now