"Χαζή, χαζή, χαζή"

Start from the beginning
                                    

"Συγγνώμη, δεν ήθελα να σε τρομάξω." άκουσε να λέει με την μελωδική φωνή του. Πήρε το χέρι της από την μεριά της καρδιάς της, δεν είχε καταλάβει πόσο πολύ τρόμαξε μέχρι που κοίταξε τα μάτια του και την έκαναν να ηρεμήσει.

"Είμαι εντάξει." είπε κάπως ντροπαλά. Ντρεπόταν να τον κοιτάξει στα μάτια. Όχι επειδή είχε κάνει κάτι, αλλά επειδή κάτι πάνω του, ή μάλλον όλος, την έκαναν να νιώθει αμήχανα, φοβόταν μήπως πάρει καμία χαζή έκφραση καθώς θα χάζευε το πανέμορφο πρόσωπο του.

"Μόνη; Πάλι τέτοια ώρα;" είπε λίγο αμήχανα και αμέσως το μετάνιωσε. Ανάκριση της κάνεις ρε ηλίθιε; Σκέφτηκε. Η Άρτεμις τον κοίταξε λίγο, και θυμήθηκε εκείνη την νύχτα.

"Τέτοια ώρα σχολαω από την σχολή μου." έκανε κάπως μαζεμένα.

Σιγή.

"Μάλιστα" είπε εκείνος. Ξανά σιγή "Δεν πέρασες από το τμήμα, για την καταγγελία" είπε και την κοίταξε στα μάτια. Τι μάτια είναι αυτά κορίτσι μου. Είπε από μέσα του. Ένιωθε μαγεμένος.

"Δεν είχε χρόνο, θα περάσω μια από αυτές τις μέρες." απάντησε εκείνη αγχωμενη. "Θα είσαι και εσύ εκεί;" είπε μέσα της έγινε χαμός. Τι είπα; Τι μόλις είπα;

Εκείνος δεν πήρε τα μάτια του από πάνω της, η καρδιά του γέμισε ευχαρίστηση μετά από αυτό που άκουσε. "Ναι θα είμαι." συμπλήρωσε εύθυμα.

Άκουσε έναν ήχο να ηχεί από το πουθενά. Η Άρτεμις σήκωσε το τηλέφωνο της, μίλησε στα γρήγορα και έπειτα το έκλεισε. "Η αδελφή μου, με περιμένει." Του είπε γρήγορα γρήγορα. Ήθελε να φύγει. Ντράπηκε τόσο πολύ με αυτό που είπε. Δεν κατάλαβε καν πως το σκέφτηκε, δεν κατάλαβε πως το πέταξε έτσι χωρίς να το επεξεργαστεί. Τίποτα, όπως την κατέβηκε έτσι το είπε. Χαζή, χαζή, χαζή! Έλεγε και ξανά έλεγε. Είμαι τόσο χαζή!!

"Μισό λεπτό." τον άκουσε να λέει και έμεινε σαν κολώνα παγωμένη. Τα μάγουλα της πήραν φωτιά. Την πήρε από το χέρι και της έδωσε κάτι στο χέρι. Ήταν γραμμένο σε ένα μικρό χαρτάκι ο αριθμός και το όνομα του, μα η Άρτεμις δεν έριξε ούτε μια μικρή μάτια σε αυτό που της άφησε στη παλάμη της. "Άρτεμις" την είπε με το όνομα της και εκείνη έμεινε να τον κοιτά μαγεμένη. Εκείνος πήγε πιο κοντά, πήρε θάρρος, και ξέχασε τι ήθελε να πει. Τριάντα χρόνων άντρας και κόλλησε μπροστά σε ένα κορίτσι.

"Ναι;" έκανε εκείνη ανυπόμονα. Τι ήθελε αυτός άντρας από κείνη; Βαθιά μέσα της ήλπιζε πράγματα που νόμιζε πως δεν θα συμβούν.

Τι Είναι Αγάπη; Where stories live. Discover now