Σημαζεύω τα παπούτσια μου και την τσάντα που είχα αφήσει απρόσεκτα στην είσοδο προηγουμένως. Μέχρι να ηρεμήσω τον εαυτό μου το κουδούνι χτυπάει. Στρίβω το πόμολο και αντικρίζω τα γκρίζα μάτια του.

"Γεια."λέω και μπαίνω μέσα. Του λέω να κάτσει από ευγένεια και ελπίζω σε μια αρνητική απάντηση. Αντιθέτως εκείνος κάθεται στον καναπέ. Κοιτάζει τον χώρο εξεταστικά.

"Είναι ακριβώς όπως το ήθελες."εννοεί το σπίτι μου. Θυμάται τα όνειρα που έκανα μαζί του; Αν τα θυμόταν θα ήξερε πως αυτό που ήθελα ήταν τα πράγματα του στα ντουλάπια μου. Χωρίς αυτόν, το διαμέρισμα απέχει πολύ από 'αυτό ακριβώς που ήθελα'.

"Ναι, περίπου."λέω.

"Ειναι ωραίο. Χαίρομαι για εσένα."λέει και τον κοιτάζω.

"Γιατί είσαι εδώ Jaime;" και προφανώς δεν αναφέρομαι στον αναπτήρα.

"Ξέχασα τον αναπτήρα μου στο αμάξι σου."ανασηκώνει τους ώμους του. Ξέρω ότι λέει ψέματα.

"Ωραία, τότε θα έπρεπε να ήσουν στο αμάξι μου και όχι στον καναπέ μου."παρατηρώ.

"Έχεις δίκιο."σηκώνεται. "Με συγχωρείς."παίρνει τα κλειδιά από το ράφι της εισόδου. "Θα στα επιστρέψω σε δύο λεπτά."λέει και βγαίνει έξω κλείνοντας την πόρτα. Κοιτάω το τσαλάκωμα, στο κάλυμμα του καναπέ από τη πλευρά που καθόταν.

Όλα πήγαιναν τέλεια μεταξύ μας. Μέχρι τη μέρα της αποφοίτησης. Μόλις είχα μάθει πως είχα γίνει δεκτή στο πανεπιστήμιο μετάφρασης και διερμηνείας στην Βαρκελώνη. Ήρθε και παραδέχτηκε μπροστά μου πως είχε παράλληλη σχέση με την Maria. Πώς ότι είχαμε ήταν ένα ψέμα. Πώς όλα τα λόγια αγάπης που μου έλεγε ήταν λόγια του αέρα.

Ακούω τα κλειδιά στην πόρτα. Γυρίζει το κλειδί ώστε η πόρτα να ανοίξει αλλά δεν περνάει μέσα. Χτυπάει πρώτα.

"Μπες."του λέω. Αφήνει το μπρελόκ πίσω στο ράφι και με πλησιάζει. Δεν μιλάω, τον κοιτάζω. Τα μάτια του είναι καρφωμένα στα δικά μου.

"Γαμώ μου έλειψες τόσο πολύ."λέει και δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω. Ξέρω πως δεν είναι σωστό. Πώς δεν το εννοεί.. αλλά αφήνομαι για άλλη μια φορά στα λόγια του. Κλείνω τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του και τα χείλη του συναντούν τα δικά μου. Το φιλί μας είναι άγριο. Τα μάτια μου κλειστά, προσπαθώ να γευτώ τη γεύση καπνού. Μου έχει λείψει τόσο. Τα δάχτυλα μου ανακατεύουν τα σγουρά μαλλιά του. Οι παλάμες του τρέχουν στην πλάτη μου. Ο σφυγμός μου έχει ξεφύγει και συνειδητοποιώ πως έχω να νιώσω τόσο όμορφα από το λύκειο.

Σταματάω πρώτη. Όσο ζαλισμένη και αν είμαι, μπορώ ακόμη να χρησιμοποιήσω τις άμυνες μου.

"Δεν γίνεται."λέω λαχανιασμένη.

Με κοιτάει στα μάτια. Δεν λέει τίποτα. Βάζει το ένα του χέρι στη τσέπη δείχνοντας μου τον αναπτήρα και φεύγει. Με αφήνει μόνη και μπερδεμένη.

Πηγαίνω στη κουζίνα και ανοίγω το ντουλάπι με τα ποτά. Δεν έχω πολλά, ένα μπουκάλι τζιν, μισό βότκα και δύο με κόκκινο κρασί. Προτιμώ το τζιν. Γεμίζω ένα ποτήρι και στύβω μέσα μισό λεμόνι. Η πρώτη γουλιά καίει το λαιμό μου αλλά σιγά σιγά το συνηθίζω.

Δεν πίνω συχνά. Μόνο αν βγω θα πιω μερικά ποτήρια αλλά όχι τόσα ώστε να μεθύσω. Πριν το καταλάβω, έχω τελειώσει το μπουκάλι τζιν και ανοίγω τη βότκα. Δεν είμαι καλά. Νιώθω το σπίτι να γυρίζει. Αυτό θέλω. Αυτό είναι που αποζητάω. Να φύγει από το μυαλό μου. Ούτε θυμάμαι ποτέ με παίρνει ο ύπνος.

Ο Γάμος.✔Where stories live. Discover now