|38|Με ανάβεις|

Start from the beginning
                                    

Φτάνοντας στο κατώφλι τοποθετεί τα κλειδιά στην κλειδαριά και ξεκλειδώνει την πόρτα, ενώ στην συνέχεια την κλείνει. Εξετάζω τον χώρο μπροστά στην πόρτα και βεβαιώνομαι πως ο πατέρας μου βρίσκεται μέσα στο σπίτι. Έπειτα γυρνάω και κοιτάζω τον Ίαν, ο οποίος φαίνεται ανακουφισμένος που δεν πρόλαβε να μας δει.

Καθώς στηρίζω την πλάτη μου πάνω στον τοίχο κλείνοντας τα μάτια μου με την ανακούφιση να με πλημμυρίζει, αισθάνομαι την αναπνοή του να βρίσκεται πάνω μου ξανά και τα χέρια του να εγκλωβίζουν την μέση μου ανάμεσα τους. Δεν κάνω τον κόπο να ανοίξω τα μάτια μου, επειδή ξέρω πως αν το κάνω δεν θα μπορέσω να αποφύγω τα δικά του. Τα δάχτυλα του κυλάνε πάνω στο μάγουλο μου και καταλήγουν στα χείλη μου.

Σταματάνε εκεί. Ακριβώς στο σημείο απ'όπου ξεκινάνε και τα χείλη του προσφέρονται να ολοκληρώσουν το χάδι που διέκοψαν τα άκρα του. Παίρνοντας τα χείλη μου ανάμεσα στα δικά του αρχίζει να τα κινεί αρμονικά, σχεδόν μελωδικά σαν να θέλει να με νανουρίσει. Δίχως αυτοσυγκράτηση, ανταποκρίνομαι στο χάδι του, που φαντάζει διαφορετικό, όμως είναι αρκετό για να πυρπολήσει τον εσωτερικό μου κόσμο.

Έχοντας φέρει τα πιο γλυκά όνειρα στον ξύπνιο ύπνο μου, αποχωρίζεται τα χείλη μου διατηρώντας τα πάνω στα δικά μου ακινητοποιημένα, καθώς αισθάνομαι τα μάτια του να κοιτάζουν τα κλειστά δικά μου.

"Καληνύχτα" ψιθυρίζει κινώντας τα χείλη του ενάντια στα δικά μου και η εικόνα τους περνάει μπροστά από τα μάτια μου.

Το σώμα μου αισθάνεται πια το κρύο να το διαπερνά, καθώς ο τοίχος που είχε δημιουργήσει εκείνος εξαφανίστηκε. Αφήνω έναν αναστεναγμό και πλησιάζω αθόρυβα την πόρτα, τοποθετώντας το κλειδί μέσα στην κλειδαριά και σπρώχνοντας την πόρτα από το πόμολο για να ανοίξει. Βάζω το σώμα μου μέσα στο σπίτι και κλείνω την πόρτα, σπρώχνοντας την με την πλάτη μου.

Σέρνω τα πόδια μου ως τον καναπέ στηρίζοντας το σώμα μου πάνω στα τεράστια μαξιλάρια του, αφήνοντας την αίσθηση των χειλιών του να με ταξιδέψουν. Αναστενάζω μόλις ακούω γοργά βήματα να κατεβαίνουν τις σκάλες. Ανοίγω ελάχιστα το ένα μου μάτι και βλέπω τον πατέρα μου, στολισμένο με ένα ανήσυχο βλέμμα στο πρόσωπο του.

"Έλλη; Πού ήσουν; Γιατί είσαι μούσκεμα; Πήγαινε να αλλάξεις. Θα αρρωστείς" λέει με μια αναπνοή και ανοίγω τα μάτια μου σηκώνοντας το σώμα μου από τον καναπέ.

Περπατάω μπροστά του αργά, καθώς αναρωτιέμαι πώς γίνεται να θυμήθηκε να ενδιαφερθεί για μένα. Προσπερνάω το σώμα του, όταν ένα χέρι καλύπτει τον ώμο μου αποτρέποντας με από το να συνεχίσω. Το χέρι του σπρώχνει τον ώμο μου μαλακά, φέρνοντας μας πρόσωπο με πρόσωπο. Είμαι περίεργη να ακούσω τι θα μου πει πάλι.

Make Me Smile Where stories live. Discover now