κεφαλαιο 1 Το παρελθόν.

390 50 9
                                    

Καλοκαίρι 2004

"Αμαρυλλίς." φώναξε η μητέρα της δυνατά για να την ακούσει η κόρη της που κοιμόταν βαθιά.
"Θα αργήσεις στη τελευταία μέρα του σχολείου, σήκω!"
Επανέλαβε ενώ πλέον είχε ανοίξει τη πόρτα του δωματίου της και πήγε κοντά της.

Η Αμαρυλλίς έτριψε τα μάτια της και τα άνοιξε με δυσκολία.
Είχε ξενυχτήσει το προηγούμενο βράδυ,χαμένη στις νουβέλες που απολάμβανε να διαβάζει.

"Τώρα μαμά, σηκώνομαι." Της απάντησε εκείνη και γύρισε πλευρό,ενώ συγχρόνως έκλεισε και πάλι τα μάτια.

"Κορίτσι μου σήκω,είναι οχτώ παρά είκοσι." Της είπε ξανά και άνοιξε τις μεγάλες ροζ κουρτίνες που κρεμόταν στο δωμάτιο της.

Μικρές ηλιαχτίδες φωτός,ξεχύθηκαν στο χώρο και άρχισαν να χορεύουν πάνω στα νυσταγμένα ματάκια της μικρής κοπέλας.
Ήταν κοντά στα δεκαέξι,εκείνη τη χρονιά τελείωνε το γυμνάσιο και ήταν φανερά απογοητευμένη από τη ζωή της.

Οι πρώτοι έρωτες έχουν κιόλας ξεκινήσει σε αυτές τις ηλικίες,μα για την Αμαρυλλίς είχαν ξεκινήσει χρόνια πρίν.
Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της έτρεφε βαθιά και ανεκπλήρωτα αισθήματα για τον αδερφό του καλύτερου και μοναδικού φίλου της,του Στέφανου.

Η Αμαρυλλίς και ο Στέφανος γνωρίζονταν από μικρά παιδιά,συμμαθητές και καρδιακοί φίλοι.
Κοιμόντουσαν μαζί,έτρωγαν μαζί και που τους έχανες που τους έβρισκες ήταν ο ένας στο σπίτι του άλλου!

Έτσι γνώρισε και η Αμαρυλλίς τον Ορέστη.
Τον θαύμαζε από μικρό κορίτσι καθώς είχε πάνω του όλα όσα μπορούσες να θαυμάσεις σε έναν άνθρωπο.
Ήταν έξυπνος, αθλητικός,με όμορφο πρόσωπο και δυναμικό χαρακτήρα. Εκείνο που την έκανε να φοβάται να του μιλήσει όμως,ήταν αυτο το κομμάτι του χαρακτήρα του,που έδειχνε απλώς να διασκεδάζει με τις κοπέλες και να μην δίνεται!

"Εντάξει μαμά,με ξύπνησες!" Είπε και κοίταξε το στρογγυλό μικρό ρολόι που βρισκόταν δίπλα της στο κομοδίνο.
Η ώρα ήταν επτά,φυσικά και η μαμά της της είπε ψέματα για να την αγχωσει και να ξυπνήσει.

Η μητέρα της βγήκε από το δωμάτιο και εκείνη έμεινε να κοιτάζει το ταβάνι και να σκέφτεται.
Μετρούσε ένα καλοκαίρι που θα συνέχιζε να βλέπει τον Ορέστη στο χωριό της.
Εκείνος θα έφευγε για σπουδές σύντομα,κάτι για το οποίο ήταν σίγουρη.

Αναστέναξε βαθιά και σηκώθηκε από το κρεβάτι με νωχελικές κινήσεις.
Έβγαλε με μια κίνηση το νυχτικό της και φόρεσε ένα τζιν σορτσάκι και ένα στενό λευκό τοπ με ράντες.
Το στήθος της όσο και αν το ήθελε,δεν έλεγε να μεγαλώσει και ένα σουτιέν της ήταν παντελώς άχρηστο.

Ταξιδιώτες ενός ονείρου (A Christmas tale Story)Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα