1.

36 3 0
                                    


Γυρνάω στο κενό δωμάτιο που αποκαλώ σπίτι, τα χέρια μου άδεια, χωρίς να ξέρω αν θα γεμίσουν ξανά ούτε με φαϊ ούτε με μια αγκαλιά. Μπαίνω μέσα και μια ελπίδα με γεμίζει οτι θα είναι όλα όπως πριν, οτι δυο μικρά χέρια θα τυλιχτούν σφιχτά γύρω από τη μέση μου και ότι ένα ζεστό φιλί θα χαϊδέψει ξανα τα κρύα μου χείλη. Όλα αυτά όμως έχουν χαθεί μαζί με πολλά άλλα, έχουν γίνει μια γλυκόπικρη ανάμνηση που στολίζει τους τοίχους μου. Όλα όσα ήξερα έχουν αλλάξει, η γειτονιά, οι άνθρωποι, το σπίτι...εγώ.

Νιώθω το κεφάλι μου βαρύ και ζαλίζομαι, έχουν περάσει δύο μέρες από την τελευταία φορά που έφαγα και ηδη νιώθω τα άκρα μου να μη με υπακούν, την κούραση, την πείνα και το άγχος να με καταλαμβάνουν. Το ξέρω οτι πρέπει να ξεκουραστώ και να προσπαθήσω να αγνοήσω τον πόνο που τρυπά το στομάχι μου. Περνάω δίπλα από τον ξεφτισμένο καναπέ, είχαμε σκοπό να τον αλλάξουμε, εκείνη ήθελε κάτι σε μπέζ και εγώ κάτι σε μαύρο. Πόσο ανόητα μοιάζουν πια όλα αυτά, είχα καιρό να προσέξω οτι ο καναπές είναι πράσινος, ασήμαντο. Άφησα τα μάτια μου να περιπλανηθούν για λίγο ακόμα πάνω του αλλά τη στιγμή που ένιωσα τα δάκρυα να δροσίζουν τις άκρες των ματιών μου απέστρεψα το βλέμμα μου και μηχανικά κατευθύνθηκα προς το άλλωτε γεμάτο όνειρα κρεβάτι μου.

Τα βλέφαρά μου βαριά και εγώ πολύ αδύναμος για να αντισταθώ, υπέκυψα στην κούρασή μου. Άφησα την φαντασία μου να περιπλανηθεί σε δρόμους που η λογική μου αντιστεκόταν.

Το παράθυρο αντικριστά της φώτιζε τα καστανά της μάτια που με κοιτούσαν επίμονα, μου χάρισε ένα στραβό χαμόγελο και γύρισε πάλι το βλέμμα της στην χαλασμένη κούκλα της, είναι τόσο εύκολο για ένα παιδί να αγαπήσει ακόμα και ένα κουρελιασμένο παιχνίδι. Σχεδόν με ευλάβεια φόρεσε στην κούκλα το σκισμένο απο τον καιρό γαλάζιο φόρεμα και με στοργή χάιδεψε τα ξανθά μαλλιά που ήταν πλέον γεμάτα λάσπη. Ταυτόχρονα άφησα το βλέμμα μου να ταξιδέψει σε ένα ζευγάρι απαλά χέρια που με την ίδια στοργή χάιδευαν τα μαλλιά της κόρης μου και σχημάτιζαν περίτεχνες πλεξούδες στα μελαχρινά της μαλλία. Χαμογέλασα αυθόρμητα και αυτό τράβηξε την προσοχή της, με κοίταξε και μέσα σε αυτά τα μεγάλα μάτια κατάφερα να βρώ όλη την δύναμη για να ξεκινήσω άλλη μια μέρα απο την αρχή. Ήμουν περίφανος, δεν είχαμε τίποτα άλλα εκείνη την στιγμή δεν χρειαζόμασταν τίποτα παραπάνω, είχαμε τα παντα.

Βγήκα από το συγκρότημα διαμερισμάτων-κελιών με προορισμό την τοπική αγορά. Η γειτονιά μου όπως πάντα ήταν γεμάτη γέλιο και ζωή. Είδα τα παιδία της γειτονιάς να παίζουν στο δρόμο φωνάζοντας και γελώντας, χρησιμοποιόντας τίποτα άλλο παρά ένα τενεκεδάκι, το οπόιο είχε δεί και πιο ένδοξες μέρες γεμάτο και αστραφτερό σε ένα ράφι κάποιου παντοπωλείου. Άγνοια κινδύνου τότε δεν είχαν μόνο τα παιδία, είχαμε και εμείς, οι μεγάλοι, οι υποτιθέμενοι προστάτες τους. Το βλέμμα μου διασταυρώθηκε με αυτό του γείτονα μου, που όπως κάθε μεσημέρι πρόσεχε τα φυτά στον κήπο του, τα δάχτυλά του με προσοχή περιποιούντουσαν την τριανταφυλλιά του, ήταν η περιφάνια του άλλωστε. Τα άνθη της τριανταφυλλιάς ήταν λευκά και έπαιρναν μια βαθιά ερυρθή απόχρωση στο τελείωμά τους, λες και είχαν ποτιστεί με αίμα. Μια ειρωνία που άργησα να δω. Η ψιλόλυγνη φιγούρα απέναντι μού μου χάρισε ένα κατανευτικό νεύμα, του το ανταπέδωσα και συνέχισα τον δρόμο πλυμμηρισμένος από οικεία συναισθήματα.

Ai ajuns la finalul capitolelor publicate.

⏰ Ultima actualizare: Nov 04, 2018 ⏰

Adaugă această povestire la Biblioteca ta pentru a primi notificări despre capitolele noi!

Η Άλλη ΠλευράUnde poveștirile trăiesc. Descoperă acum