Κεφάλαιο 16

Start from the beginning
                                    

«Κι όμως. Η Νεφέλη που άφησα πίσω στην πόλη δεν θα τολμούσε να παραβεί την παραμικρή εντολή των γονιών μας. Πόσο μάλλον να μπει σε ένα απαγορευμένο δάσος, όπου και μόνο στη σκέψη μιας τέτοιας κίνησης, οι πολίτες τιμωρούνται. Δεν είσαι δειλή, Νεφέλη. Είσαι γενναία, πολύ πιο γενναία από εμένα και πολλούς άλλους. Πολύ πιο γενναία απ’ όσο νομίζεις».

Τα λόγια του με αιφνιδιάζουν. Δεν είσαι δειλή, Νεφέλη. Είσαι γενναία, πολύ πιο γενναία απ’ όσο νομίζεις. Στ’ αλήθεια ξεπήδησαν από τα χείλη του; Πρώτη φορά με αποκαλεί κάποιος έτσι. Γενναία. Ποτέ δεν ήμουν γενναία. Ο Ιάσονας ήταν, εγώ όμως όχι. Και όμως να που τώρα ακούω έναν τέτοιον χαρακτηρισμό διά στόματός του. Αλλά τι είναι στ’ αλήθεια η γενναιότητα;

Θυμάμαι το πώς αψήφησα τους φόβους μου και αντιμετώπισα τον πατέρα μου. Το πώς σε μια νύχτα πήρα την απόφαση να εμπιστευθώ μια παρόρμηση, ένα ένστικτο, και να ξεκινήσω ένα ταξίδι προς το άγνωστο, αγνοώντας απαγορεύσεις και κανόνες, παραμερίζοντας τον φόβο. Τα λόγια της μητέρας μου βρίσκουν τρόπο να τρυπώσουν στο μυαλό μου. Εσύ κουβαλάς το δικό σου θησαυρό: την καρδιάς σου, μια ζεστή και γενναία καρδιά. Γενναία καρδιά. Νόμιζα ότι το δάσος με είχε αλλάξει. Αλλά δεν ήταν αυτή η αιτία. Η αιτία ήμουν εγώ. Εγώ άλλαξα τον εαυτό μου, εγώ οπλίστηκα με θάρρος και συνέθλιψα τη δειλία.

«Ίσως έχεις δίκιο», ψιθυρίζω προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω την ανακάλυψή μου.

«Το ξέρεις ότι πάντα έχω δίκιο», λέει ο Ιάσονας και ξεσπάμε σε γέλια, καθώς αποχωρίζεται για λίγο τη σοβαρή του πλευρά για να επιστρέψει στον παλιό του φαντασμένο και αλαζονικό εαυτό.   

«Ίσως πάλι και να μην άλλαξες καθόλου. Μάλλον παραμένεις ψωροπερήφανος και φαντασμένος», λέω πειρακτικά.

«Κι εσύ ερειστική κι επικριτική», αποκρίνεται κι αυτός στον ίδιο τόνο και ξεσπάμε σε νέο κύμα γέλιων.

«Για πες», λέει έπειτα από λίγο, αφού τα γέλια μας έχουν κοπάσει. «Πώς τα κατάλαβες όλα και μπήκες στο δάσος;», ρωτάει.

«Εεε ήταν πολλά πράγματα που με βοήθησαν να το καταλάβω», απαντώ τραυλίζοντας. Στ’ αλήθεια είμαι έτοιμη να του εξομολογηθώ τα πάντα, ακόμη και για το επαναλαμβανόμενο όνειρό μου; Σίγουρα θα με κοροϊδεύει καιρό γι’ αυτό και θα με θεωρεί ανόητη που πίστεψα σε όνειρα, παρόλο που αποδείχτηκαν σωστά.

«Δηλαδή τι πράγματα;», επιμένει.

«Εεε να, τα αποχαιρετιστήρια λόγια σου, το σύννεφο στην βελανιδιά του κήπου μας, όλες αυτές οι βλακείες που υποστήριζε η αστυνομία και το ηλεκτρικό ρεύμα στον φράχτη τη νύχτα που έφυγες μου φάνηκαν εξαιρετικά ύποπτα. Το σκέφτηκα πολύ και κατέληξα στο ότι βρισκόσουν στο δάσος. Ήταν η μόνη λογική εξήγηση», απαντώ αποφεύγοντας σκόπιμα την αναφορά στο όνειρο και τη συνάντηση με τον Μάριο. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ειδικά το δεύτερο δεν θα ήθελα να φτάσει στ’ αυτιά του αδερφού μου. Μερικές φορές παραείναι προστατευτικός απέναντί μου. Δε θα του άρεσε καθόλου να μάθει ότι παραλίγο να με σκοτώσει κάποιος με σουγιά κι ότι ευτυχώς εμφανίστηκε ο Μάριος για να με σώσει.

«Μάλιστα», λέει σκεφτικός. «Και πώς κατάλαβε ο σύνδεσμός μας στην πόλη ότι είσαι απρόσβλητη στις ουσίες;», ρωτάει ύποπτα.

Διστάζω για λίγο πριν απαντήσω.

«Μια μέρα τσακώθηκα με τη Δάφνη και τη Λυδία στο εμπορικό κέντρο. Υποθέτω πως ανάμεσα στον κόσμο που είδε τον καβγά, ήταν και ο σύνδεσμός σας», λέω σκαρφίζοντας ένα ψέμα, το οποίο όμως ουσιαστικά ισχύει. Στ’ αλήθεια είμαι πολύ καλή στο να σκαρφίζομαι ψέματα.

«Τσακώθηκες με τις φίλες σου; Αλήθεια;», ρωτάει έκπληκτος. «Κάνεις προόδους βλέπω. Μπράβο, αδερφούλα. Ποτέ δεν τα πήγαινα αυτά τα ψώνια».

Ποιος μιλάει, σκέφτομαι, αλλά χαμογελάω μπροστά στο έκπληκτο και συνάμα εντυπωσιασμένο βλέμμα του Ιάσονα. Τελικά, μαμά, όντως ακολουθώ τα χνάρια του αδερφού μου, συλλογίζομαι ενθυμούμενη την επιστροφή μου στο σπίτι μετά από εκείνο τον καβγά και την υποδοχή της μητέρας μου. Όμως μετά ένα τσίμπημα νοσταλγίας και πόνου με ωθεί να θάψω την ανάμνηση.

«Καλά, για το πώς ξεγέλασες τις κάμερες ασφαλείας τα έμαθα», συνεχίζει ο Ιάσονας. «Ι-δι-ο-φυ-ές!», λέει με έκδηλο θαυμασμό και άθελά μου χαμογελώ. Είναι σπάνιο να κερδίζεις κομπλιμέντα από τον φαντασμένο αδερφό σου. «Τέλος πάντων, τώρα πάμε να φάμε τίποτα, γιατί έχω ψοφήσει από την πείνα και θα σου γνωρίσω και τους φίλους μου», συμπληρώνει και μόλις τότε συνειδητοποιώ ότι έχουμε φτάσει πια μπροστά από το γυάλινο κτίριο της Τραπεζαρίας.

Μπαίνουμε μέσα από τις ανοιχτές πόρτες και το δίχτυ φωτός στο εσωτερικό του χώρου θολώνει για λίγο την όρασή μου. Έπειτα από λίγο όμως είμαι σε θέση να διακρίνω ένα μεγάλο τραπέζι στο κέντρο της αίθουσας γεμάτο παιδιά στην ηλικία μας, ανάμεσά τους και τον Αχιλλέα, που μας γνέφουν. Ο Ιάσονας γνέφει με την σειρά του και πλησιάζει τραβώντας με από το χέρι. Τον ακολουθώ διστακτικά και η ματιά μου περιπλανιέται στον υπόλοιπο χώρο. Δεν είμαι ιδιαίτερα κοινωνικό άτομο και γι’ αυτό θα ευχόμουν να βρισκόμουν κάπου αλλού αυτή τη στιγμή, μακριά από ένα τσούρμο παιδιών που με τρυπούν με το βλέμμα. Σχεδόν όλα τα υπόλοιπα τραπέζια είναι γεμάτα κόσμο, άνδρες, γυναίκες, παιδιά που γευματίζουν συζητώντας χαρούμενα. Χαμογελώ στην τρυφερή εικόνα, τόσο απλή μα συνάμα ανεκτίμητη. Δεν υπάρχουν συχνά τέτοιες εικόνες στην πόλη.

Μα ύστερα το χαμόγελό μου παγώνει, καθώς τον αντικρίζω. Κάθεται στην άλλη άκρη της Τραπεζαρίας, μαζί με μερικούς άντρες και γυναίκες κατά πολύ μεγαλύτερούς του, οι οποίοι είναι απορροφημένοι στη συζήτησή τους. Αυτός φαίνεται βαριεστημένος και ανακατεύει συνεχώς το φαγητό του. Κάποια στιγμή το βλέμμα του συναντάει το δικό μου. Μια σιωπηλή αναμέτρηση κατάμαυρου και πράσινου. Αισθάνομαι την καρδιά μου να επιταχύνει τους χτύπους της.

O Μάριος.

Μαξιλάρια γεμάτα υποταγμένα σύννεφα-Βιβλίο 1ο ~Greek Wattys 2015 WinnerWhere stories live. Discover now