|1|Ήρθε|

1.7K 102 44
                                    

DISCLAIMER: Τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου είναι απαίσια και βαρετά, το γνωρίζω, αλλά θα το εκτιμούσα εαν κάνατε υπομονή μέχρι το δέκατο έκτο κεφάλαιο όπου τα πράγματα βελτιώνονται. Ευχαριστώ για τον χρόνο σας και καλή ανάγνωση! <3
|~|~|~|~|


Έχετε αναρωτηθεί ποτέ πόσο γρήγορα περνάει ο χρόνος; Από την μια στιγμή στην άλλη τα πάντα αλλάζουν. Ήσουν παιδί και τώρα πια ενηλικιώνεσαι. Μέσα σε μια στιγμή όλα τα χρόνια της ζωής σου περνάνε μπροστά στα μάτια σου και απλά σκέφτεσαι πότε έφτασες εδώ. Πολλές φορές πιάνεις τον εαυτό σου να απορεί για το πότε έζησε μια από τις εκατομμύριες αναμνήσεις. Φαίνονται όλα τόσο απόμακρα. Σαν να μην τα έχεις ζήσει πραγματικά, αλλά σαν να τα έχεις παρακολουθήσει.

Και τότε διαπιστώνεις πως η ζωή σου θυμίζει ταινία, στην οποία εσύ δεν είσαι ο πρωταγωνιστής, αλλά ο θεατής.

Ο χρόνος κυλά με ιλιγγιώδη ταχύτητα και σε εμποδίζει να ζήσεις την ζωή. Την ζωή που σου δόθηκε πριν χρόνια, χωρίς να την έχεις ζητήσει από κανέναν. Την ζωή που πολλές φορές ξεχνάς πως πρέπει να την διαχειριστείς. Την ζωή που πολλές φορές χάνεις στην πορεία της ύπαρξης σου. Την ζωή που εγκαταλείπει την ψυχή σου, αφήνοντας την αδειανή, ενώ την ίδια στιγμή η καρδιά σου συνεχίζει να χτυπά.

Όμως, αυτό δεν σημαίνει πως δεν είσαι νεκρός.

Το κενό μέσα σου σε πνίγει αργά και βασανιστικά, εμποδίζοντας σε να δείχνεις ζωντανός, ακόμα και να είσαι. Η ψυχή σου φωνάζει απεγνωσμένα ζητώντας την βοήθεια σου, αλλά δεν μπορείς να ακούσεις την φωνή της. Και πριν το καταλάβεις, έχει αφήσει την τελευταία της πνοή και είσαι τώρα πια μόνος...

Και νεκρός.

Τότε είναι η στιγμή που δεν μπορείς να αισθανθείς τίποτα. Τίποτα παραπάνω από το μούδιασμα στο στήθος σου και το κενό μέσα σου. Αυτό το κενό που προσπαθείς να καλύψεις φορώντας τα πιο ψεύτικα χαμόγελα. Τα οποία βέβαια, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια οφθαλμαπάτη, για να πείσεις τον ίδιο σου τον εαυτό πως είσαι καλά.

Πως είσαι ζωντανός.

Όσα ψεύτικα χαμόγελα κι αν φορέσεις, δεν θα καταφέρεις να ζωντανέψεις. Γιατί το χαμόγελο δεν αγγίζει τα μάτια σου, συνεπώς δεν αγγίζει ούτε την καρδιά σου. Και κάπως έτσι συνεχίζεις να προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου πως έχεις την δυνατότητα να ζωντανέψεις. Μέχρι που η τελευταία ελπίδα σβήνει, όπως ένα αστέρι στον ουρανό, χωρίς κανείς να το καταλάβει.

Πεθαίνεις.

Παύεις να ζεις και κανείς δεν το προσέχει. Τα χαμόγελα σου σβήνουν από τα χείλη σου και πλέον γνωρίζεις πως είσαι νεκρός. Ένας νεκρός που δεν ανήκει σε έναν πλανήτη με ζωντανούς ανθρώπους. Ανθρώπους που δεν προσπάθησαν ποτέ να καταλάβουν τον συνάνθρωπο τους. Δεν προσπάθησαν ποτέ να ξεχωρίσουν το ψεύτικο χαμόγελο από το αληθινό. Δεν προσπάθησαν ποτέ να ακούσουν τις κραυγές βοηθείας.

Και ακόμα και τώρα δεν προσπαθούν. Δεν ρίχνουν ούτε μια κλεφτή ματιά στον άνθρωπο, που περνάει δίπλα τους με σκυμμένο το κεφάλι και δάκρυα στα μάτια. Έναν άνθρωπο που έχει χάσει το χαμόγελο του, ακόμα και το ψεύτικο. Έναν άνθρωπο, που οι μόνες σκέψεις που περνούν από το μυαλό του είναι σχετικές με τον θάνατο.

Ίσως αυτοί οι άνθρωποι να μην έχουν τον χρόνο να ασχοληθούν με έναν άγνωστο. Έναν νεκρό άγνωστο. Ίσως αυτοί οι άνθρωποι να εκπληρώνουν τα όνειρα τους. Ίσως αυτοί οι άνθρωποι να είναι ευτυχισμένοι...Ίσως και να μην είναι.

Ίσως να είναι και αυτοί νεκροί. Ίσως να σκέφτονται κι εκείνοι πως ο θάνατος είναι η μόνη πιθανή λύση στο πρόβλημα τους, το οποίο ονομάζεται ζωή. Ή μάλλον, ανύπαρκτη ζωή. Όπως και να το πάρει κανείς, αυτοί οι άνθρωποι υποφέρουν μέσα στην αναισθησία τους, γιατί κρυφή τους επιθυμία είναι να γίνουν ζωντανοί.

Όμως, τα ψεύτικα χαμόγελα δεν έχουν την δύναμη να φέρουν ζωντάνια στις ψυχές τους.

Τίποτα δεν έχει την δύναμη. Και τίποτα ποτέ δεν θα την έχει. Οι νεκροί δεν μπορούν να αναστηθούν. Από την άλλη όμως...

Ποτέ μην λες ποτέ.

Κουνάω το κεφάλι μου βιαστικά, για να διώξω τις υπερβολικά ονειροπαρμένες σκέψεις μου, καθαρά επηρεασμένες από το ανοιχτό βιβλίο ανάμεσα στα χέρια μου. Κλείνω με μια απότομη κίνηση το βιβλίο και το ακουμπάω στο πλάι μου, στρέφοντας το βλέμμα μου έξω από το ανοιχτό παράθυρο.

Ο ήλιος δύει και ο ουρανός έχει γεμίσει χρώματα που φαντάζουν μαγικά. Παρατηρώντας το εξωπραγματικό θέαμα μια σκέψη περνάει από το μυαλό μου: Ο πλανήτης μας δεν αξίζει τόσο όμορφα πράγματα. Τουλάχιστον, όχι οι νεκροί που κατοικούν πάνω του. Άνθρωποι σαν εμένα.

Την κόρη του πλούσιου επιχειρηματία, Κωνσταντίνου Σταυρόπουλου, Έλλη Σταυροπούλου. Ένα κορίτσι, το οποίο ζει σε ένα τεράστιο σπίτι σε μια από τις πιο πλούσιες γειτονείες στην Αθήνα. Ένα κορίτσι, που όπως λένε όλοι, έχει ό,τι θελήσει, καθώς η περιουσία της φτάνει και περισσεύει για να καλύψει την οποιαδήποτε ανάγκη της.

Δεν μπορώ να διαφωνήσω μαζί τους. Πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει το αντίθετο, όταν οι γονείς σου εργάζονται στην εταιρεία που ίδρυσαν οι ίδιοι και η οποία παρεπιπτόντως κατακτάει την πρώτη θέση στις πωλήσεις ολόκληρης της χώρας;

Προφανώς, για να παραμείνει στην θέση αυτή, οι γονείς μου πρέπει να εργάζονται καθημερινά, από νωρίς το πρωί εως αργά το βράδυ. Τις περισσότερες φορές μάλιστα, δεν κάνουν τον κόπο να επιστρέψουν στο σπίτι για να ξεκουραστούν ή να χαιρετήσουν την μοναχοκόρη τους.

Μα τι λέω! Ένα κορίτσι στα δεκαεφτά του χρόνια είναι αρκετά ώριμο για να μπορεί να δείχνει κατανόηση στις υποχρεώσεις των γονέων του και της εταιρείας. Όπως επίσης, μπορεί να ζει μόνο του σε ένα σπίτι με περισσότερα από πέντε δωμάτια, από τα οποία ένα μονάχα κατοικείται μονίμως.

Φυσικά, πριν αρκετά χρόνια, η εταιρεία δεν αποτελούσε την δική τους προτεραιότητα. Σύμφωνα με την οικονόμο μας, ή την οικονόμο μου-δεν έχει μεγάλη διαφορά-οι προτεραιότητες τους άλλαξαν, διότι η εταιρεία μας άγγιξε τα όρια της χρεοκοπίας. Στην αρχή, ο πατέρας μου ήταν ο μόνος που έλειπε ολημερώς, στην πορεία όμως έπρεπε να ακολουθήσει και η μητέρα μου.

Έτσι, ένα δεκάχρονο κοριτσάκι περνούσε τα απογεύματα του μόνο του, παρέα με την οικονόμο του σπιτιού, η οποία εκτελούσε για λίγα χρόνια χρέη νταντάς. Παρόλα αυτά, πάντα συμπεριφερόταν σαν να ήταν η μητέρα μου και αυτό ήταν κάτι που η κυρία Αμαλία κατάφερνε να κάνει με μεγάλη επιτυχία, έτσι ώστε να μην μου λείψει η πολύτιμη οικογενειακή στοργή.

Τα χρόνια όμως πέρασαν, οι καταστάσεις άλλαξαν και το μικρό κοριτσάκι δεν ήταν πια μικρό. Ήταν μια ώριμη κοπέλα και αυτό ήταν αρκετό για να αναγνωρίσει το γεγονός πως η κυρία Αμαλία δεν ήταν η πραγματική της μητέρα. Πλέον ήξερε, πως οι γονείς της είχαν ξεχάσει άθελα τους την ύπαρξη της και δεν τους κατηγορούσε. Όχι, μέχρι να χρειαστεί να μάθει με τον πιο επίπονο τρόπο πως δεν ενδιαφέρονταν για την μοναδική τους κόρη τώρα πια.

Από τότε τα τείχη γκρεμίστηκαν και χτίστηκαν άλλα στην θέση τους, τα οποία έδιωχναν τους ανθρώπους μακριά της. Οι επισκέψεις της οικονόμου περιορίστηκαν, καθώς δεν ήταν πια αναγκαίο να περιποιείται την κόρη των αφεντικών της καθημερινά. Εκτός αυτού, στο σπίτι δεν πατούσε πόδι κανείς εκτός από την ίδια, άρα οι δουλειές του νοικοκυριού ήταν επίσης περιορισμένες.

Ο ειρμός των σκέψεων μου διακόπτεται ακαριαία από τον διαπεραστικό ήχο του κουδουνιού. Μια ανάσα πέφτει από τα χείλη μου, καθώς τραβάω το βλέμμα μου από τον πλέον σκοτεινό ουρανό και κατεβάζω το σώμα μου από το περβάζι του παραθύρου μου. Διασχίζω το δωμάτιο μου χωρίς ιδιαίτερη βιασύνη και όταν ακούω το κουδούνι να χτυπάει ξανά βρίσκομαι στην κορυφή της σκάλας.

Σχολιάζοντας αθόρυβα την ανυπομονησία του ατόμου, που χτυπάει του κουδούνι του δικού μου σπιτιού κατεβαίνω τα σκαλοπάτια με τον ίδιο ρυθμό. Το δευτερόλεπτο που το χέρι μου αγγίζει το χερούλι της πόρτας, το κουδούνι ηχεί ξανά και τραβάω αγανακτισμένη και εκνευρισμένη την πόρτα, ώστε να ανοίξει.

Πίσω από την πόρτα εμφανίζεται το, περιέργως, χλωμό πρόσωπο της καλύτερης μου φίλης, Σοφίας. Την κοιτάζω μπερδεμένη και αισθάνομαι τα φρύδια μου να σουφρώνουν στην όψη της. Το βλέμμα της βρίσκεται κολλημένο στο πάτωμα από την πρώτη στιγμή που άνοιξα την πόρτα και συνάντησε το δικό μου για μονάχα ένα δευτερόλεπτο.

Κάνω στην άκρη σιωπηλά, δίνοντας της τον απαραίτητο χώρο για να μπορέσει να περάσει μέσα στο γειτονικό της σπίτι. Έτσι και κάνει, διασχίζοντας σιωπηλά τον διάδρομο εως το τεράστιο καθιστικό στον πρώτο όροφο του σπιτιού. Αφού κλείνω την πόρτα, την ακολουθώ εξίσου σιωπηλά, απορώντας για την συμπεριφορά της.

Αν δεν κάνω λάθος, κάτι δεν πάει καλά.

Στέκεται όρθια δίπλα από τον μεγαλοπρεπή καναπέ δείχνοντας ταραγμένη, ανήσυχη και αβέβαιη για τον εαυτό της. Παρατηρώντας την αμηχανία της, καθαρίζω τον λαιμό μου για να τραβήξω την προσοχή της και έπειτα την παροτρύνω να καθίσει στον καναπέ, απλώνοντας το χέρι μου προς το μέρος του.

Μια κουρασμένη αναπνοή γλιστράει από τα, πιεσμένα σε μια γραμμή, χείλη της και τελικά παίρνει την θέση της στον καναπέ παροτρύνοντας με να ακολουθήσω το δικό της παράδειγμα. Νεύω θετικά και λυγίζω διστακτικά τα γόνατα μου, για να βρεθώ καθισμένη στην μαλακή και πολυτελέστατη επιφάνεια του καναπέ.

Τα όμορφα, γαλάζια μάτια της κλείνουν ερμητικά, καθώς παρατηρώ το στήθος της να ανεβαίνει και να καταβείνει γρήγορα. Η λάμψη του προσώπου της αγνοείται και αρχίζω να ανησυχώ ακόμα περισσότερο, όταν τα μάτια της ανοίγουν και το κόκκινο τους συναντά τα δικά μου. Διακρίνω ένα δάκρυ να κυλά στο μάγουλο της, πριν το σκουπίσει άτσαλα με την ράχη του χεριού της.

Αισθάνομαι το στήθος μου να πονά στην όψη της αγαπημένης μου παιδικής φίλης. Είναι ο μόνος άνθρωπος που στεκόταν δυνατή σαν βράχος στο πλευρό μου, από τότε που γνωριστήκαμε μέσω των γονιών μας. Φυσικά και οι γονείς μου ήθελαν να κάνω παρέα με άτομα του ίδιου κοινωνικού επιπέδου, ακριβώς όπως και οι γονείς της Σοφίας, οπότε δεν υπήρχε καλύτερη λύση για αυτούς από τους πλούσιους γείτονες και φίλους τους.

Όμως, ο πλούτος είναι κάτι που από μικρές δεν μας ενθουσίαζε, έτσι πριν μερικά χρόνια πήραμε την απόφαση να φοιτήσουμε στο δημόσιο λύκειο της περιοχής. Χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια και ώρες διαπραγμάτευσης με τους γονείς της Σοφίας, έτσι ώστε να τους πείσουμε για την ορθότητα της απόφασης μας και στην συνέχεια την μεταφορά των νέων στους δικούς μου γονείς.

Βέβαια, το δημόσιο λύκειο δεν αποδείχθηκε σοφή επιλογή και πολλές φορές μετανιώσαμε για τις ώρες που χρειάστηκε να ξοδέψουμε ώστε να πετύχουμε τον στόχο μας. Το βασικό πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπίσουμε ήταν η κριτική. Διαφέραμε από τα υπόλοιπα παιδιά του σχολείου και συχνά τα ακούγαμε να μιλάνε πίσω από την πλάτη μας για την εξεφτελιστικά μεγάλη περιουσία μας.

Τελικά, καταφέραμε να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες μαζί, παρόλο που για αυτό χρειάστηκε ένα ολόκληρος χρόνος. Πιστεύω πως όλοι γνωρίζουν πλέον ότι δεν θα περηφανευόμασταν για την περιουσία μας και έτσι τα στόματα γύρω μας έκλεισαν. Τώρα πια όταν μιλάνε για εμάς, αναφέρονται στην ομοιότητα μας.

Φυσικά καμιά από τις δυο μας δεν πιστεύει πως μοιάζουμε εμφανισιακά, όσο ακούγεται να λένε. Η μόνη ομοιότητα μας είναι στα μαλλιά, καστανά και αρκετά μακριά. Δεν υπάρχει κάποια άλλη ομοιότητα που να δικαιολογεί τα λόγια των συμμαθητών μας, καθώς τα δικά μου μάτια δεν είναι γαλάζια, αλλά πράσινα.

Ανασαίνω βαθιά, μετά από μερικά δευτερόλεπτα που κάνουν τον χρόνο να μοιάζει παγωμένο, ώσπου εκπνέω δυνατά. Μπορώ να διακρίνω το τρέμουλο στα χείλη της από εδώ που βρίσκομαι, με την όραση μου θόλη από τα δάκρυα που ετοιμάζονται να κυλήσουν. Ό,τι κι αν έχει συμβεί, πρέπει να είναι πολύ σημαντικό για να την βλέπω σε αυτή τη κατάσταση.

Ανασαίνει βαθιά, κρατώντας τα μάτια της κλειστά για λίγα δευτερόλεπτα. Τα δάχτυλα της χτυπάνε νευρικά τα γόνατα της, καθώς ψάχνει το κουράγιο να μου μιλήσει. Ανησυχώ, αλλά δεν θέλω να την πιέσω. Φαίνεται πως της είναι δύσκολο να εκφραστεί και ξέρω πως αν προσπαθήσω να τη παροτρύνω να μιλήσει θα κάνω τα πράγματα χειρότερα.

«Δεν ξέρω πως να το πω...» Ψιθυρίζει αδύναμα, απευθυνόμενη στο εαυτό της και στην συνέχεια σηκώνει το κεφάλι της αποφασιστικά αφήνοντας μια δυνατή ανάσα.

«Έλλη...» Σταματάει απότομα την πρόταση της και ξεφυσάει τοποθετώντας μια τούφα από τα μαλλιά της πίσω από το αυτί της. «Ο,τι κι αν ακούσεις προσπάθησε να παραμείνεις ψύχραιμη.» Με κοιτάζει στα μάτια προσπαθώντας να πάρει την επιβεβαιώση που μόλις μου ζήτησε.

«Σοφία με τρομάζεις.» Ομολογώ, νιώθοντας την φωνή μου να χάνει την σταθερότητα της. «Είναι σοβαρό;» Δεν μπορώ να μην αισθανθώ το αίμα να παγώνει στις φλέβες μου, μόνο στην σκέψη πως κάτι δεν πάει καλά.
Μπορώ να την ακούσω να καταπίνει ξερά από εδώ που στέκομαι, πριν μου απαντήσει: «Όπως το πάρει κανείς.» Η αόριστη απάντηση της συνοδεύεται από μια κουρασμένη πνοή, η οποία κάνει το άσχημο συναίσθημα μέσα μου να μεγαλώνει. «Αν ήξερα πως να το προσδιορίσω θα σου είχα ήδη μιλήσει για αυτό, όμως δεν μπορώ να είμαι βέβαιη αν αυτό θα σου είναι ευχάριστο...» Η φωνή της είναι τόσο χαμηλή, που αμφιβάλλω αν απευθύνεται σε εμένα.

«Σοφία, πες μου.» Την παροτρύνω χαμηλόφωνα, συγκρατώντας την φωνή μου σταθερή και κρατώντας την ψυχραιμία όσο πιο σφιχτά μπορώ στην νοερή αγκαλιά μου.

Χαμηλώνει το βλέμμα της, εστιάζοντας τα γαλανά της μάτια στα μπλεγμένα δάχτυλα των χεριών της. Το κακό προαίσθημα που ένιωθα από το πρωί, απλά μεγαλώνει στην όψη της κατάστασης της και η περιέργεια μου ακολουθεί το παράδειγμα του.

«Έλλη, ήρθε ο...» Η φωνή της χάνεται στα αυτιά μου και η καρδιά μου χάνει έναν από τους χτύπους της στην σκέψη.

Δεν είναι δυνατόν!

Κουνάω το κεφάλι μου γρήγορα, δεξιά και αριστερά, για να διώξω την σκέψη και επιστρέφω την προσοχή μου στην ανήσυχη ματιά της Σοφίας.

«Ποιος ήρθε;» Την ρωτάω, μετά από αρκετά δευτερόλεπτα όπου μεσολαβούσε η σιωπή, νιώθοντας περιέργως ανυπόμονη να ανακαλύψω ποιος ήρθε.

Ανακάθεται στην θέση της, ισιώνοντας τον κορμό της και παίρνοντας το πιο σοβαρό και αποφασιστικό ύφος. Παρόλα αυτά μπορώ ακόμα να διακρίνω το τρέμουλο και την νευρικότητα των χεριών της, απλά κοιτώντας την στα μάτια.

«Εκείνος ήρθε.» Τα μάτια του, σχεδόν πετάγονται έξω από το κεφάλι μου, όταν συνειδητοποιώ πως μπορεί να μιλάει για εκείνον που πέρασε προηγουμένως από την σκέψη μου.

Βήχω, εφόσον πνίγηκα με το σάλιο μου στην ξαφνική συνειδητοποίηση και η Σοφία έρχεται δίπλα μου, κάνοντας ένα μεγάλο βήμα και με χτυπάει απαλά στη πλάτη. Με δάκρυα στα μάτια, τα οποία δεν οφείλονται μονάχα στον έντονο βήχα που προηγήθηκε, εντοπίζω το γαλάζιο χρώμα των ματιών της πάνω μου.

«Δεν γίνεται να εννοείς...» Αφήνω την φωνή μου να σβήσει, για να μπορέσω να καταπιώ τον κόμπο που ανέβηκε στον λαιμό μου. «...Εκείνον;» Προσθέτω ψιθυριστά παρατηρώντας την προσεχτικά, ώστε να μην χάσω καμία αντίδραση της.

Το βλέμμα της δείχνει σχεδόν τρομοκρατημένο, καρφωμένο στο δικό μου, καθώς το χέρι της στέκεται παρηγορητικά πάνω στο δικό μου.

«Γίνεται, Έλλη μου.» Γνέφει θετικά, κλείνοντας τα μάτια της σφιχτά και πιέζοντας το χέρι μου μέσα στην παλάμη της, ενώ ο χρόνος για εμένα σταματά να κυλά.

«Ήρθε.» Δεν μπορώ να καταλάβω αν αυτή ήταν η δική της φωνή ή αυτή που επαναλαμβάνει συνέχεια την συγκεκριμένη λέξη στο κεφάλι μου, όμως καταλαβαίνω πως ένα μόνο πράγμα σημαίνει αυτή η λέξη.

Η θερμοκρασία του δωματίου μειώνεται ραγδαία και πάγος καταλαμβάνει το κορμί μου, εμποδίζοντας με να κινηθώ. Λάβα καίει τα σωθηκά μου, προκαλώντας τον κόμπο στον λαιμό μου να τρέξει για την διαφυγή του και τα δάκρυα να ανέβουν στα μάτια μου, για να μπορέσουν να πηδήξουν αναζητώντας την ελευθερία τους από τον καυτό πόνο που αναβλύζει.

Οι χτύποι της καρδιάς μου ακολουθούν την αναταραχή ολόκληρου του εσωτερικού μου κόσμου και επιταχύνουν, ψάχνοντας την έξοδο. Η καρδιά μου χτυπά δυνατά, προσπαθώντας να ανοίξει μια τρύπα στο στήθος μου και να απομακρυνθεί όσο το δυνατόν περισσότερο από το φλεγόμενο κορμί μου.

Ένα καυτό δάκρυ ελευθερώνεται και κυλάει στον πάγο του δέρματος μου. Ο πάγος λιώνει αργά και τα δάκρυα πολλαπλασιάζονται, φέροντας στιγμιαία ισορροπία στο κορμί μου, ώσπου το βουβό κλάμα μου αποκτά φωνή. Ο κόμπος στον λαιμό μου λύνεται και τα αναφιλητά μου καλύπτουν την βαθιά σιωπή του σπιτιού, προκαλώντας τις συσπάσεις του κορμιού μου.

Δυο χέρια βρίσκονται εγκαίρως κοντά μου και με τυλίγουν στην ζεστή αγκαλιά του σώματος της. Η καρδιά της χτυπά δυνατά ενάντια στο αυτί μου, έτσι ακριβώς όπως χτυπά και η δική μου κάτω από το στήθος μου και γνωρίζω πως μπορεί να αισθανθεί.

«Σ-Σοφία;» ψελλίζω λίγα λεπτά αργότερα, με βραχνή φωνή από το κλάμα που μόλις έπαψε να ακούγεται, όμως συνεχίζει να ζει μέσα στα δάκρυα μου.

Τα μάτια της καρφώνονται ανήσυχα στα δικά μου, ενώ αισθάνομαι μια ακαταμάχητη ανάγκη να χαμογελάσω, χωρίς βέβαια να επιτρέπω στα χείλη μου να το αφήσουν να εμφανιστεί. Απορώ αν υπήρχε κάποια πιθανότητα να εμφανιστεί, τώρα που μετά από δύο χρόνια, το σώμα μου θα έχει ξεχάσει πως να το δημιουργεί.

«Υπάρχει Θεός τελικά.»

|~|~|~|~|
Γειά σας!


Είμαι η Νέλα και αυτή είναι η πρώτη μου ιστορία. Κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ αλλά κυρίως γράφω την ιστορία για μένα.

Αν σε κάποιον δεν αρέσει αυτό που γράφω δεν είναι αναγκασμένος να καθίσει να το διαβάσει, αρκεί να σεβαστεί το χρόνο που αφιέρωσε κάποιος και να αποχωρίσει χωρίς σχόλια. Αυτή είναι η άποψη μου γενικά.

Παρόλα αυτά ελπίζω να σας αρέσει και να απολαύσετε την ιστορία μου. Θα χαρώ πολύ για αυτό και θα εκτιμήσω την στήριξη σας.

Επίσης μπορείτε να μου στείλετε μήνυμα όποτε θελήσετε και να είστε σίγουροι πως θα χαρώ να σας ακούσω και γιατί όχι; να γίνουμε φίλοι!

Ξέρω πως η πλοκή δεν είναι ξεκάθαρη, αλλά σε ποια ιστορία ξέραμε τι θα γίνει από την αρχή; Οπότε κάντε υπομονή και σιγά σιγά θα αποκαλυφθούν τα πάντα.

Α

υτά από εμένα. Ευχαριστώ πολύ όσους διαβάζουν την ιστορία μου.


Νέλα🐝

|~|~|~|~|

Make Me Smile Where stories live. Discover now