Ένα σιωπηλό και βαθύ «Ευχαριστώ»! 19

ابدأ من البداية
                                    

Εικόνες από το μακρινό παρελθόν, από την εποχή που αυτά τα απαίσια πράγματα ξύπνησαν για πρώτη φορά κάτω από έναν μπορντοκόκκινο ουρανό, τον κατέκλεισαν. Κοίταξε τώρα τον ουρανό και ένοιωσε χαρούμενος, που τον έβλεπε γαλανό, κι ας ήταν μια στις τρείς νύχτες. Τότε... το φεγγάρι και ο ήλιος κρέμονταν στο αιματοβαμμένο άπειρο από πάνω τους, μαζί με την κόρη του και μια μεγάλη παρέα συντρόφων, είχαν προσπαθήσει να αποτρέψουν το κακό να εξαπλωθεί. Μα ήταν αδύνατον, μιας και ο Βαρδιήλ είχε φροντίσει να το σπείρει ταυτόχρονα σε πολλά σημεία. Το κακό εξαπλώθηκε. Ο πανικός επικράτησε και η γη καταλήφθηκε από τα μιάσματα. Το ανθρώπινο γένος έτρεχε να κρυφτεί. Οι άγγελοι πολεμούσαν και έπεφταν. Οι πύλες μεταξύ των κόσμων είχαν τότε ανοίξει και όποιος θεός είχε αιώνες βαρεθεί στον ανώτατο δικό του κόσμο να ζει, κατέβηκε στη γη.

Ο Εωσφόρος αναστέναξε βαθιά. Δεν ωφελεί να αναπολεί αυτές τις μνήμες, καλό δε του κάνουν. Μόνο περισσότερο πόνο και θλίψη του προκαλούν. Άλλωστε ο χρόνος κυλάει, οι καιροί αλλάζουν και τα είδη επιβιώνουν. Η παρουσία του μεγαλοδύναμου πατέρα πλέον είναι εμφανή, και τους έχει στείλει την Αφροδίτη, το σημάδι του.

Ο Διάβολος χαμογέλασε θλιμμένα. Πόσα εκατομμύρια χρόνια την περίμενε να έρθει κοντά του, η μητέρα του πανίσχυρου παιδιού τους, κόρη του μεγαλοδύναμου πατέρα και πλάστη των κόσμων. Πλάσμα ανώτερο όλων, πανέμορφο και φτερωτό. Δεν είχε η Αφροδίτη ομοιότητες με κανένα άλλο ον σε αυτό το σύμπαν όλων των κόσμων. Το υπέρτατο όλων ον. Και τόσο βαθιά αυτόν τον ίδιο, καταραμένο, παρεξηγημένο, έκπτωτο άγγελο, αγαπούσε.

Είχε βυθιστεί έντονα μέσα στις σκέψεις του κοιτάζοντας το γαλανό ουρανό, που πάντα απολάμβανε έπειτα από πολλά χρόνια που είχαν ζήσει στο σκοτάδι κατά τη διάρκεια του διαστήματος με τις πύλες όλες ανοιχτές, ακόμη και τότε που ήταν σπίτι του η κόλαση, δεν έβλεπε τον ουρανό. Θυμήθηκε την ημέρα που συνάντησε τον αδερφό του Σαχιήλ κάτω από τον χλωμό ήλιο και γαλανό δίδυμό του, το φεγγάρι. Πόσο χαρούμενος... τόσες εκατοντάδες χρόνια πριν.

Το συμπέρασμα πάντα είναι το ίδιο... όσο άσχημες καταστάσεις και να ζούμε, πάντα μέσα από αυτές υπάρχει λόγος να χαμογελάς. Πάντα υπάρχει κάτι ή κάποιος που μας προσφέρει τόση χαρά, όση θα είναι αρκετή για να προχωράμε πάντα μπροστά. Μια σανίδα σωτηρίας από την οποία αγκιστρωνόμαστε και κολυμπάμε σε αυτά τα σκοτεινά νερά που λέγεται ζωή. Και αυτό το λέει κάποιος που είναι το ίδιο παλιός, όσο και η ίδια η ύπαρξη.

Τα μάτια του παρέμειναν καρφωμένα κάπου εκεί στον ορίζοντα, που κοιτούσε αλλά και δε κοιτούσε. Και επειδή δεν κοιτούσε, δεν είδε τη μορφή της Αφροδίτης να κινείται με ταχύτητα φωτός προς το μέρος του. Παρά μόνο όταν η λάμψη των ιριδιζόντων φτερών της -που φιλοξενούσαν όλα τα χρώματα του κόσμου και φεγγοβολούσαν σαν άστρο στον ουρανό ακόμη και την ημέρα με το άπλετο φως του ήλιου- τον τύφλωσε στιγμιαία, χιλιόμετρα ακόμη μακριά.

«Φρίντα..» μουρμούρισε με αναγνώριση και προσμονή.

«Φως μου» αποκρίθηκε εκείνη όπως προσγειωνόταν τώρα ακριβώς μπροστά του. Κούρνιασε στο στήθος του, τυλίγοντας τα μπράτσα της γύρω από τη μέση του σφιχτά.

Ήταν και πάλι σα να είχαν περάσει αιώνες από την τελευταία τους συνάντηση και η Αφροδίτη εισέπνεε το άρωμά του λαίμαργα. Ήταν ένα άρωμα μοναδικό μια μίξη κρίνων, ιδρώτα, καμένου ξύλου και φωτιάς της κολάσεως. Η γλυκερή μυρωδιά της κόλασης ποτέ δε θα έφευγε από πάνω του, είχε υπερβολικά νοτίσει την ύπαρξή του. Όπως άλλωστε και κάθε μάχη που αφήνει ανεξίτηλες πάνω μας πληγές.

«Υπάρχει λόγος που βρίσκεσαι εδώ;» αναρωτήθηκε ο Εωσφόρος θορυβημένος, όπως ακουμπούσε το κεφάλι του πάνω στο δικό της. Τα λευκά μαλλιά του έκαναν αντίθεση και μπλέκονταν με τα καστανά δικά της. Η καρδιά του βροντοχτυπούσε ξέφρενα μέσα στο στήθος του, με τα συναισθήματά του να εναλλάσσονται κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε. Ανησυχία και χαρά πάλευαν για την επικράτεια ως που να πάρει την απάντηση.

«Αν υπήρχε σοβαρός λόγος, να σαι σίγουρος δε θα ερχόμουν η ίδια. Θα έστελνα κάποιον αγγελιοφόρο, ώστε η ίδια να μπορέσω να προσφέρω όσα περισσότερα μπορώ, οπουδήποτε η βοήθεια μου είναι απαραίτητη» είπε εκείνη καθώς σήκωνε το κεφάλι της και τα βιολετιά της μάτια αναζητούσαν τα δικά του.

Ο Διάβολος πήρε μια ανάσα ανακούφισης. Ωστόσο η ανησυχία του δεν καταλάγιασε.

«Τότε, προς τί η επίσκεψή σου;» χαμογέλασε στραβά και το χρυσό των ματιών του άστραψε για μια στιγμή που ο ήλιος αντανακλώντα μέσα τους.

«Αγάπη μου...» ξεκίνησε εκείνη και τα μάτια της γέμισαν με δάκρυα. «Ακόμη δεν έχω συνειδητοποιήσει, πως μπορούμε να είμαστε ανά πάσα στιγμή μαζί. Ακόμη να χωνέψω, πως είμαι στη γη, σε έναν κόσμο που ονειρευόμουν να περπατώ, και ανάμεσα στα σύννεφά του να πετώ. Με το άνοιγμα των φτερών δίπλα σου να μπορώ κάθε στιγμή να βρεθώ. Και κλαίω όλη τη ώρα, καθώς γύρω μου κοιτώ και ξανά κοιτώ. Κλαίω φυσικά από χαρά... και επειδή ξέρω πως ανά πάσα στιγμή μπορώ να σε έχω κοντά μου, μου είναι δύσκολο ώρες μακριά σου να περνάω» γέλασε με πικρία. «Και να φανταστεί κανείς πως πέρασα αιώνες απομονωμένη...» έστρεψε το βλέμμα της στον ουρανό, στέλνοντας 

ΤΟ ΤΈΛΟΣ ΚΑΙ Η ΑΡΧΉ ΤΗΣ ΥΠΟΔΟΎΛΩΣΗΣ {TYS17}حيث تعيش القصص. اكتشف الآن