Ο κόσμος άλλαζε ξανά... 15

67 11 11
                                    


Ανήμπορη να πράξει διαφορετικά, η Φύση στεκόταν πάνω από το ζευγάρι που είχε χαθεί ολότελα σε έναν άλλον κόσμο, παραδομένο στο φιλί που μοιράζονταν τόσο παθιασμένα. Το αίσθημα της ζήλιας απλωνόταν μέσα της, σαν θανατηφόρος ιός προκαλώντας της σωματικό και ψυχικό πόνο. Ήταν τόσο έντονο και δυσάρεστο, παρόλα αυτά δεν έκανε βήμα, ώστε να απομακρυνθεί από τη βάναυση σκηνή μπροστά της.

Η Σάρη σκυμμένη πάνω από τον Ορέστη, με τα χέρια της στους ώμους του, ενώ τα δικά του κρατούσαν τον σβέρκο της. Ήταν ολοφάνερο πως η λαίμαργη γλώσσα του βρισκόταν βαθιά χωμένη μέσα στο στόμα της, όπως τα στόματά τους ήταν ορθάνοιχτα και κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο. Τα καστανά μαλλιά της Σαριήλ έπεσαν σαν χείμαρρος από τα πλάι του προσώπου της, και όλη η εκστασιακή εικόνα χάθηκε πίσω από τις κουρτίνες αυτές.

Η Φύση ξαφνικά φάνηκε να επανέρχεται στην πραγματικότητα, αφού η μαγεία εξαφανίστηκε πίσω από τις κουρτίνες των μαλλιών της Σαριήλ. Τα μάτια της πανικόβλητα, με κόπο κατάφεραν να εστιάσουν κάπου αλλού. Αναζήτησε τον Ταξιάρχη μέσα στο πλήθος πίσω της, και έτρεξε να χαθεί στην αγκαλιά του αναζητώντας εκεί μια κάποια παρηγοριά. Την ίδια όμως στιγμή που τύλιγε τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό του, είχε αρχίσει να μαλώνει και να βρίζει νοερά τον εαυτό της. Δεν ήταν δυνατόν μια γυναίκα σαν και αυτήν, να επιτρέπει στον εαυτό της τέτοιες ευαισθησίες. Από ανέκαθεν η σχέση της με τον Ορέστη δεν υποσχόταν μονιμότητα. Τον αγαπούσε φυσικά, μα δεν μπορούσε να χαρακτηρίσει αυτό το είδος της αγάπης... έρωτα. Το φιλί όμως που είδε να ανταλλάσουν μεταξύ του πριν από λίγο ο Ορέστης με τη Σάρη, είχε ακριβώς αυτή τη δόση έρωτα, έλξης, σχεδόν εξάρτησης του ενός από τον άλλον. Το πάθος όχι μόνο για απλή σαρκική επαφή μα τη φλόγα του έρωτα να ζωντανεύει και να πάλλεται μπρος στα μάτια της. Η ζήλια της είχε επικρατήσει μόλις για λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου, πριν μαγευτεί από τον ίδιο τον ερωτισμό της σκηνής.

Μέσα στην αγκαλιά του Ταξιάρχη, δεν ήταν πια σίγουρη τί ήταν εκείνο που ήρθε να αναζητήσει. «Θέλω μια ζεστή αγκαλιά» μουρμούρισε στο λαιμό του χαμηλόφωνα.

Εκείνος δεν διαμαρτυρήθηκε φυσικά, έσφιξε τα μπράτσα του γύρω από το σώμα της ευλαβικά. «Θα είμαι πάντα εδώ για σένα Φύση» ψιθύρισε στο αυτί της.

Εκείνη σαν να αιφνιδιάστηκε από τα λόγια του, αποτραβήχτηκε, ώστε να κοιτάξει το γαλάζιο των ματιών του. Ήταν μισάνοιχτα τα μάτια του και την επεξεργάζονταν με απόλυτη προσήλωση. Ένα στραβό χαμόγελο κοσμούσε τα χείλη του. Η παλάμη της σηκώθηκε στο ύψος του προσώπου του. Τα ακροδάχτυλά της πέρασαν ξυστά πάνω από το μέτωπό του, όπως απομάκρυνε μερικές από τις ξανθές τούφες των μαλλιών του. Ένοιωσε σαν αυτό που είχαν η Σάρη με τον Ορέστη να ήταν κάτι κολλητικό, και μέσα της γεννιόταν μια νέα αίσθηση. Κοίταζε τώρα τον Ταξιάρχη με ένα διαφορετικό τρόπο, μα μοιάζει εκείνος να την έβλεπε πάντα με τον ίδιο. Τότε ήταν που αναρωτήθηκε, γιατί ο ίδιος να αποδεχόταν πάντα το γεγονός πως εκείνη ποθούσε και τον Ορέστη. Μα θυμήθηκε κάτι που είχε διαβάσει σε ένα τυχαίο μυθιστόρημα, -μέσα σε στοίβες από παλιά χειρόγραφα στο δωμάτιο του Ταξιάρχη- που μιλούσε για αγάπη. Μια αγάπη που είναι τυφλή. Μια αγάπη που δεν έχει όρια, που είναι ανυπότακτη. Μια αγάπη που σε αναγκάζει να παραχωρείς ελευθερία στον αγαπημένο σου και ας έχει κόστος να πληγώνεις την ίδια στιγμή τον εαυτό σου. Μια αγάπη που σε κάνει να πονάς και να υποφέρεις μα να μην υποχωρείς ποτέ. Με αυτόν τον τρόπο μοιάζει η αγάπη του Ταξιάρχη.

Μπερδεμένη στράφηκε πάνω από τον ώμο της, για να δει μέσα στο μαύρο σκοτάδι με τη νυχτερινή όρασή της την Σάρη να εξακολουθεί να κρύβει με τα μαλλιά της το φιλί τους. Κοίταξε τώρα πάλι μπροστά της και λίγο πιο ψηλά, όπου τα μάτια του Ταξιάρχη περίμεναν υπομονετικά, γεμάτα στοργή και αγάπη. Όλη η θολούρα του μυαλού της ξεδιάλυνε και κάθε αίσθημα της ζήλιας εξαφανίστηκε. Έκλεισε τα μάτια της και αρκέστηκε στο να αποθέσει το κεφάλι της πάνω στο στέρνο του ακούγοντας τους χαλαρωτικούς χτύπους της καρδιάς του, εισπνέοντας το άρωμα του δέρματός του, και νοιώθοντας να γαληνεύει επέτρεψε στον εαυτό της να χαθεί για λίγο στο δικό της σύμπαν.

Ο Εωσφόρος παρακολούθησε μέσα από τις σκιές με τους αγγόνες του να ακουμπάνε πάνω στα γόνατά του, και τα φτερά του απλωμένα πίσω από την πλάτη του· τον Ορέστη να ανακτά και πάλι τις δυνάμεις του, χάρις στο αίμα της φίλης του. Ήταν έτοιμος να παρέμβει την ώρα που τον είδε να πίνει περισσότερο απ' όσο έπρεπε, γνωρίζοντας τις επιπτώσεις του αγγελικού αίματος σε πλάσματα όμοια με εκείνον. Μα ένοιωσε περήφανος την στιγμή που τον είδε να αποτραβιέται από τον καρπό της Σάρη. Η έλξη που ένοιωσε η Σαριήλ για τον Ορέστη, δεν ήταν ένα τυχαίο γεγονός. Ο νεαρός υβρίδιος βρικόλακας, ήταν ένα πολλά υποσχόμενο και πολύτιμο κομμάτι της στρατιάς του, από την πρώτη στιγμή τον ξεχώρισε ανάμεσα σε άλλους.

Μόλις είδε και την επόμενη αντίδρασή του, βεβαιώθηκε πως ο βρικόλακας είχε ανακτήσει πλήρως τις δυνάμεις του και ήταν ώρα να εγκαταλείψουν ετούτη τη σπηλιά.

Σηκώθηκε όρθιος και τέντωσε τα μεγαλόπρεπα χρυσά φτερά του. Πολλά βλέμματα στράφηκαν προς το μέρος του, που ώρα τώρα δεν μπορούσαν να τον βρούνε πουθενά.

«Αναδιοργανωθείτε! Φεύγουμε σε είκοσι λεπτά» φώναξε με την βροντερή φωνή του.

Γνώριζε πολύ καλά πως κάτι μαγειρευόταν από τη στιγμή που η Αφροδίτη πάτησε το πόδι της στη γη. Εκείνη την ημέρα ήταν και η τελευταία φορά που είχε έρθει αντιμέτωπος με ζόμπι. Από τότε έχουν απλά εξαφανιστεί. Κάτι που επιβεβαίωσε και η Σαριήλ τη φορά που βγήκε για να ξεσπάσει, πράγμα που δεν κατάφερε τελικά.

Κάπου έχουν κρυφτεί... μα με ποια λογική... αναρωτιόταν ο Εωσφόρος μέρες τώρα, μα δε μπορούσε να κάνει τίποτα αν η κατάσταση του Ορέστη δεν φανέρωνε κάποια αλλαγή.

Ο κόσμος άλλαζε ξανά και ο Εωσφόρος το γνώριζε καλά.



Ορίστε Sheaph, ξεκαθάρισε το σκηνικό για τη Φύση. Είδες πως όλοι βρήσκουν τον δρόμο τους τελικά? :P :)))) Με αγάπη!!!

ΤΟ ΤΈΛΟΣ ΚΑΙ Η ΑΡΧΉ ΤΗΣ ΥΠΟΔΟΎΛΩΣΗΣ {TYS17}Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα